“Μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους, όπως ξέρουμε, οι ατομικές κραυγές δεν ακούγονται”.
Δ.Δ., Πεθαίνω σα χώρα
Ο απόηχος της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής υπήρξε έντονος, τροφοδοτώντας την ελληνική δημόσια σφαίρα με ποικίλους λόγους αναδιαπραγμάτευσης του πρόσφατου παρελθόντος και οριοθέτησης του δημοκρατικού μέλλοντος. Η δικαστική ετυμηγορία φαίνεται πως προσλαμβάνεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, από τους περισσότερους ως το συμβατικό κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου, στο τελικό σημείο του οποίου διασταυρώνονται αναγκαστικά συγκρουσιακές αφηγήσεις για όσα συνέβησαν, αλλά και όσα θα-πρέπει-να συμβούν.
Αρκετά ηχηρή υπήρξε η παρέμβαση ενός διανοούμενου που διαψεύδει συχνά την άποψη που θέλει τους “πνευματικούς ανθρώπους” απόντες από τα δημόσια πράγματα. Σε ένα άρθρο “ρηξικέλευθο”, όπως πληροφορείται εξαρχής ο επισκέπτης της iefimerida, με τίτλο “Στη θέση της Χρυσής Αυγής θα έπρεπε να καταδικαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ”, ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης αναπτύσσει τη θέση του για την αναγκαιότητα πλήρους πολιτικού και κοινωνικού αφανισμού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο αφοριστικός τρόπος και ο υψηλός καταγγελτικός τόνος του κειμένου επαναφέρει θετικά στην αναγνωστική μνήμη και τον ορίζοντα προσδοκιών μια κριτική εκφορά οξεία και πέραν των “κανόνων του παιχνιδιού” της δημόσιας σφαίρας, εκτός λειτουργίας σήμερα και εναποθηκευμένης στα παλιά μανιφέστα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών. Το ποιόν των επιχειρημάτων, ωστόσο, προδίδει συγχισμένη πρόσληψη της συγκυρίας, υιοθετώντας μια ιδιαίτερα συντηρητική προοπτική. Για τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα οι “δράσεις πεζοδρομίου” και οι “υποκινούμενες καταλήψεις” συνιστούν τον μέγιστο κίνδυνο για το μέλλον της χώρας, ενώ ο κίνδυνος που εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή είναι “ελάχιστος” και “περιθωριακός”, αφού πλέον κατέστη “ελεγχόμενος”.
Στον Δημήτρη Δημητριάδη οφείλει η ελληνική φιλολογία ένα πρωτοποριακό έργο, ένα “σχέδιο μυθιστορήματος” που κατάφερε να αποτυπώσει το τραύμα της Ιστορίας (την εμπλοκή της Δυστοπίας και της Ουτοπίας ως ενεργητικών συνισταμένων του κλεισίματος ενός κύκλου κοινωνικής και πολιτικής ζωής) στο σώμα του υποκειμένου και της γραφής. Πρόκειται, βέβαια, για το Πεθαίνω σα χώρα του 1978. Εκεί, εντός μιας μεταβατικής στιγμής όπου ένας κύκλος έκλεινε και ένας άλλος εμφανιζόταν εν αναμονή, τόλμησε, με μια εντυπωσιακή χρησιμοποίηση του αλληγορικού τρόπου και της σωματικής επιτέλεσης, να αρθρώσει μια εναργή λογοτεχνική συνειδητοποίηση, ταυτόχρονα και συγχρονικά, των δυστοπικών και των ουτοπικών προοπτικών της ίδιας της μετάβασης. Αυτός ήταν και ο λόγος που το κείμενο ανακηρύχθηκε έκτοτε προφητικό ή, έστω, προφητικό των εκάστοτε διακυμάνσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου και χρησιμοποιήθηκε ως τέτοιο ευρέως στον δημόσιο λόγο.
Εν προκειμένω, το αισθητικό επίτευγμα του Δημητριάδη συντονίζει τους αρμούς και την οικονομία του με τη θέση του Blanchot για τη λογοτεχνία ως υπαρξιακή γλώσσα που διεκδικεί το “δικαίωμα στο θάνατο”, αφού ο τελευταίος αποτελεί την μόνη (έστω επί τη ποινή της τρέλας και του αναθέματος) συνθήκη για οποιαδήποτε έγκυρη κατανόηση του Είναι: “δεν κατανοούμε παρά στερούμενοι την ύπαρξή μας, καθιστώντας τον θάνατο δυνατό, μολύνοντας αυτό που κατανοούμε με το μηδέν του θανάτου”. Είναι μέσω μιας τέτοιας, προσωπικής, επιτελεστικής, και εν τέλει θυσιαστικής και ενεργητικής αποδοχής του θανάτου που η ηρωίδα του μονολόγου στο τελευταίο μέρος του αφηγήματος συνειδητοποιεί λαμπερά, και εκδραματίζει, όλη την ιστορία ενός κύκλου που κλείνει, πεθαίνοντας σα χώρα.
Ωστόσο, αυτό το αφετηριακό, μπλανσονικό, “άνοιγμα” του Δημητριάδη προς τη θυσία και το θάνατο ως υπέρβαση των αντιθέσεων και των αντιφάσεων του ιστορικού Είναι μέσα σε στιγμές κρίσης και μετάβασης, δεν εξαντλεί τη δυναμική του στο χώρο της λογοτεχνίας. Αν στην πρόσφατη παρέμβασή του το σφάγιο της θυσίας ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, στο κείμενό του “Το βδέλυγμα”, μία εβδομάδα μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, συναισθανόμενος και πάλι το κλείσιμο ενός ορισμένου πολιτικού κύκλου, υπερασπίστηκε, σε τόνους μανιφέστου, την αναγκαία συντριβή του ίδιου του ελληνικού λαού, προς όφελος μιας υπερβατικής κάθαρσης ή “τιμωρίας”.
Αισθητικοποίηση της πολιτικής; Μάλλον όχι. Πρόκειται ίσως για ένα ακόμα από τα πολλά ιδιαίτερα αναπτύγματα μιας ορισμένης κοσμοθεώρησης (δηλαδή ιδεολογίας) για τη θέση του ανθρώπου εντός ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου επί τα χείρω κόσμου, η οποία επηρέασε ένα μεγάλο μέρος των ρευμάτων του ευρωπαϊκού φιλοσοφικού και λογοτεχνικού μοντερνισμού. Κύριες συνισταμένες της είναι ο αφηρημένος υποκειμενισμός και η στατική αντίληψη της πραγματικότητας, η άρνηση οποιασδήποτε εναλλακτικής ρεαλιστικής προοπτικής.
Δυστυχώς, φαίνεται πως ανάλογες αισθητικές και φιλοσοφικές στάσεις στις αρχές του 21ου αιώνα αδυνατούν να αναγνωρίσουν – πόσο μάλλον να αναπαραστήσουν – τα ίδια τα ατομικά τραύματα και τις κραυγές από τις οποίες προέρχονται. Αφήνοντας στα αζήτητα τον ενεργό πόνο και τη διαρκή καταστροφή των υποτελών στο Πέραμα και την Πλατεία Βικτωρίας, πετάνε αναγκαστικά την μπάλα σε μια μεγάλη εξέδρα, όπου, αίφνης, εμφανίζεται γιγάντιος ο Αλέξης Τσίπρας ως εξιλαστήριο θύμα