ΑΘΗΝΑ
07:24
|
25.04.2024
Για να αποτραπεί η κατάβαση στη βαρβαρότητα, το εργατικό κίνημα πρέπει να αναπτύξει μια αποτελεσματική και καινοτόμο διεθνιστική πρακτική, που θα ενώσει τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

του αμερικάνου συνδικαλιστή Έρικ Φόρμαν

«Το μόνο που θέλουμε είναι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Δεν παίρνουμε θέση για τις εκλογές». Ομολογώ πως εξεπλάγην.  Ήταν 2012. Καθόμουν απέναντι απο εναν από τους ηγέτες μιάς νέας ομοσπονδίας ανεξάρτητων εργατικών συνδικάτων στην Αίγυπτο. Οι λέξεις έμοιαζαν άτοπες. Θύμιζαν όσα είχα ακούσει από τους εργατοπατέρες των ΗΠΑ, όταν η δεξιά ξεθεμελίωσε το νομικό πλαίσιο των συνδικάτων του δημοσίου τομέα το 2011. 

Συμμετείχα σε μια προσπάθεια οργάνωσης γενικής απεργίας, εν μέσω κινήματος διαμαρτυρίας πάνω απο 100.000 εργατών στο Ουισκόνσιν. Είχαμε εμπνευστεί απο τον ρόλο των εργατών σε μία σύγχρονη επανάσταση στην Αίγυπτο. Καθώς οι ελεύθεροι σκοπευτές της κυβέρνησης έπλητταν πάνω απο 800 διαδηλωτές στο δρόμο, οι εργάτες είχαν ήδη αποδυναμώσει τη δικτατορία του Μουμπάρακ, οργανώνοντας γενική απεργία και σε κάποιες περιπτώσεις καταλαμβάνοντας τους χώρους εργασίας τους. Οι προσπάθειές μας απέτυχαν, ενώ οι δικές τους όχι.  Οι δυτικού τύπου συλλογικές διαπραγματεύσεις έμοιαζαν κατάπτωση μπροστά στο επαναστατικό εργατικό κίνημα της Αιγύπτου.

Αναρωτήθηκα απο πού ήρθε η ιδέα οτι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν ο σωστός στόχος του κινήματος. Τελικά, δεν ήμουν ο πρώτος επισκέπτης της νέας τάξης ηγετών του εργατικού δυναμικού της Αιγύπτου. Αμέσως  μετά την επανάσταση εκπρόσωποι του Κέντρου Αλληλεγγύης των ΗΠΑ (το διεθνές σκέλος του AFL-CIO*  που χρηματοδοτείται απο το Στέητ Ντηπάρτμεντ) καθώς και εκπρόσωποι των Ευρωπαικών εμπορικών ομοσπονδιών και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήρθαν δώρα φέροντες. Με τη καθοδήγηση και χρηματοδότηση συνδικαλιστικών φορέων των Η.Π.Α. – και της Ε.Ε.- η ανερχόμενη γραφειοκρατική ηγεσία των νέων εργατικών ομοσπονδιών της Αιγύπτου,  άρχισε να μιμείται το Δυτικό στυλ συνδικαλισμού. Στο βαθμό που τους αφορούσε, η επανάσταση της Αιγύπτου ήταν ήδη κομμάτι του παρελθόντος.

Η επίσκεψή μου συνέπεσε με τις επαναληπτικές εκλογές για τη νέα κυβέρνηση, με αντιπάλους από τη μία τη συντηρητική Μουσουλμανική Αδελφότητα και από την άλλη το δεξί χέρι του Μουμπάρακ. Το εργατικό κίνημα και η αριστερά της Αιγύπτου δεν κατάφεραν να βγάλουν κάποια βιώσιμη υποψηφιότητα. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα νίκησε, και έγιναν αρχηγοί στη θέση του αρχηγού. Δεν θα υπήρχαν ούτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ούτε εργατικά συμβούλια. Τα κινήματα που ανέτρεψαν τη κυβέρνηση Μουμπάρακ αντιμετώπισαν ένα κύμα συλλήψεων και δολοφονιών. Η επανάσταση έδωσε τη θέση της στην αντίδραση.

Φυσικά, δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε την Αίγυπτο για να δούμε την αποτυχία του διεθνισμού στο εργατικό κίνημα. Παντού στον κόσμο οι εργάτες βλέπουν τους  εργάτες άλλων χωρών ως εχθρούς, παρά ως συμμάχους. Οι εργαζόμενοι υποστηρίζουν και πραγματοποιούν απελάσεις, υποστηρίζουν και πολεμούν σε πολέμους που σκοτώνουν την εργατική τάξη και τους φτωχούς άλλων εθνών και εκλέγουν λαοπλάνους ημι- και νεο-φασίστες πολιτικούς. Απο πλευράς εργατικής αλληλεγγύης, πρόκειται για καταστροφή. Δεν μπορεί να μείνει ως έχει. Το εργατικό κίνημα πρέπει να αναπτύξει μια αποτελεσματική διεθνιστική σύμπραξη αν θέλουμε να αποφύγουμε τη κάθοδο προς τη βαρβαρότητα. 

Φαντασιακές κοινότητες 

Ενω η ανάγκη για τουλάχιστον κάποια μορφή παγκόσμιας οργάνωσης έχει γίνει αποδεκτή απο το κύριο ρεύμα του εργατικού κινήματος, θα προκαλούσε έκπληξη σε πολλούς ακτιβιστές το γεγονός οτι η ιδέα του διεθνισμού μπορεί να εντοπιστεί στο πρωτότυπο κείμενο του εργατικού ριζοσπαστισμού: Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

Οι περισσότεροι που διαβάζουν το Μανιφέστο σήμερα, εκπλήσσονται όταν ανακαλύπτουν πως η αστική τάξη, όχι η εργατική τάξη, φαίνεται να είναι ο πρωταγωνιστής. Έχοντας ως εικόνα τον κόσμο του 1848, ο Μάρξ και ο Ένγκελς γράφουν πως η αστική τάξη ήταν που «έδωσε ενα τέλος σε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές, ειδυλλιακές σχέσεις» και η ίδια πάλι «αφαίρεσε από την οικογένεια το συναισθηματικό της πέπλο και μείωσε την οικογενειακή σχέση σε μια απλή σχέση χρημάτων». 

Ομοίως, η αστική τάξη «έκανε θαύματα πιο μεγάλα απ’ τις πυραμίδες της Αιγύπτου, τα ρωμαϊκά υδραγωγεία και τις γοτθικές μητροπόλεις», η αστική τάξη που «μέσα στη μόλις εκατόχρονη ταξική κυριαρχία της δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες απο ό,τι όλες μαζί οι περασμένες γενιές» και που «με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, διαμόρφωσε κοσμοπολίτικα την παραγωγή και την κατανάλωση σε κάθε χώρα». Η αστική τάξη αποίκησε τον κόσμο. Εκεί που δεν μπόρεσε να αποικίσει, ανάγκασε όλους όσους αντιτάχθηκαν να τη μιμηθούν. Η αστική τάξη ανακατασκεύασε τον κόσμο κατ’ εικόνα της.

Αλλά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν είναι μια ωδή στην εξουσία της αστικής τάξης. Για τον Μάρξ, ο καπιταλισμός δε ήταν το τέλος της ιστορίας, αλλά ένα νέο ξεκίνημα. Ο καπιταλισμός κουβαλά μέσα του το σπέρμα της ίδιας του της καταστροφής (Aufhebung). Η βασική ιδέα αποτυπώνεται στους στίχους του Solidarity Forever, της λαϊκής εκδοχής της μαρξιστικής μεταφήγησης. Όπως λέει το τραγούδι, η εργατική τάξη είναι «απόκληρη και πεινασμένη μέσα στα θαύματα που δημιουργήσαμε» αλλά «μπορούμε να σπάσουμε την υπεροπτική τους δύναμη, να αποκτήσουμε την ελευθερία μας όταν μάθουμε ότι η ενότητα [τα σωματεία] μας κάνει δυνατούς».

Η αστική τάξη είχε δημιουργήσει ενα νεο ιστορικό υποκείμενο, την διεθνή εργατική τάξη. Αυτό το υποκείμενο όμως ήταν γεμάτο με αντιφάσεις, και δεν γνώριζε καν τον εαυτό του. Θα ήταν το καθήκον των κομμουνιστών να ξυπνήσουν αυτόν τον κοιμώμενο γίγαντα. Όπως το έθεσε ο κοσμικός μαρξισμός των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW), ο «στρατός της παραγωγής» πρέπει να οργανωθεί όχι μόνο για να κερδίσει καθημερινές ταξικές μάχες ενάντια στους καπιταλιστές, αλλά για να πάρει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, να καταργήσει το σύστημα μισθών και να εγκαινιάσει τη συνεταιριστική Κοινοπολιτεία.

Ήταν ένα παγκόσμιο όραμα, όχι για ιδεαλιστικούς λόγους, αλλά επειδή ο παγκόσμιος καπιταλισμός δημιούργησε τη βάση για τον παγκόσμιο κομμουνισμό, και κάλεσε σε παγκόσμια εξέγερση για την ανατροπή του. Για τον Μαρξ, ήταν το πεπρωμένο του προλεταριάτου να κατακτήσει τον κόσμο ακολουθώντας τα βήματα του κεφαλαίου.

Δεν είναι αυτός ο τρόπος που γίναν τα πράγματα, μέχρι στιγμής. Η πορεία της ιστορίας φαίνεται να έχει κάνει μία παράκαμψη, προσθέτοντας περίπου έναν επιπλέον αιώνα  καπιταλισμού. Οι δομές που δημιουργήθηκαν από την αστική τάξη έχουν αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερα εμπόδια απ’οσο προέβλεπε η τελεολογία του Μανιφέστου. Το καπιταλιστικό κράτος είναι απο τα μεγαλύτερα εμπόδια για τον προλεταριακό διεθνισμό. Στην ανάλυση του Μαρξ, η αστική τάξη ανέπτυξε το «σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος» ως «εκτελεστική επιτροπή», καθοδηγώντας τον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό και σπέρνοντας καταπίεση για να θεμελιώσει την κυριαρχία του.  

Αλλά το κράτος που δημιουργήθηκε απο την αστική τάξη δεν ήταν απλά ένας ένα μηχανισμός καταστολής και εργαλείο συντονισμού. Η ανάπτυξη των διοικητικών δομών του καπιταλιστικού κράτους συνοδεύτηκε από αυτό που ο Μπένεντικτ Άντερσον ονόμασε «φαντασιακή κοινότητα» του έθνους. Μέσα από τη λογοτεχνία, τα σχολικά συστήματα, τα θρησκευτικά ιδρύματα, όλα αυτά που ο Αλτουσέρ ονόμαζε τον Ιδεολογικό Κρατικό Μηχανισμό , η αστική τάξη δημιούργησε μια αίσθηση κοινής πολιτιστικής ταυτότητας περί τα ανταγωνιζόμενα συγκροτήματα καπιταλιστών στη Δυτική Ευρώπη. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία και άλλοι συσσωρεύονται ως φαντασιακές κοινότητες που μοιράζονται οι κάτοικοι όλων των τάξεων. Η εργατική τάξη έπρεπε να υποταχθεί στην εκμετάλλευση, να σκοτώσει και να πεθάνει για τη μυθική της ταυτότητα, με το έθνος της αστικής τάξης.

Ενάντια στις εθνικιστικές φαντασιακές κοινότητες της αστικής τάξης, οι κομμουνιστές πρότειναν μια ευρύτερη, διεθνιστική φαντασιακή κοινότητα. Αντί να παρατάσσονται πίσω από την αστική τάξη που τους εκμεταλλευόταν στη γλώσσα τους, οι εργάτες του κάθε έθνους θα έπρεπε να ενωθούν πέρα από τα κατασκευασμένα διεθνή σύνορα για να ανατρέψουν τους καταπιεστές τους. Το πράγμα δεν πήγε όπως περίμεναν.

Αποτυχημένες Διεθνείς

Η πορεία της αριστεράς τα τελευταία 150 χρόνια είναι γεμάτη με τα ερείπια των Διεθνών, προσπαθειών ένωσης των εργατών του κόσμου για την κομμουνιστική επανάσταση. Τα μέλη της πρώτης Διεθνούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην έναρξη της Κομμούνας του Παρισιού το 1871, αυτό που ο Μαρξ περιέγραψε ως «την πρώτη δικτατορία του προλεταριάτου». Αλλά μετά από δύο μήνες ριζοσπαστικής κυβέρνησης της πόλης του Παρισιού, οι δυνάμεις της γαλλικής αστικής τάξης ξαναπήραν την πόλη και έβαψαν την Κομμούνα στο αίμα. Το διεθνές εργατικό κίνημα δεν κατάφερε να παρέμβει αποτελεσματικά.

Ένα χρόνο αργότερα, ως γνωστόν, η Πρώτη Διεθνής χωρίστηκε σε υποστηρικτές του Μαρξ και υποστηρικτές του Μπακούνιν, για το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Ο Μπακούνιν εκποσωπούσε την τάση που ευνοούσε την πιο άμεση εξέγερση, ενώ οι οπαδοί του Μαρξ ήταν πιο ανοιχτοί στη συμμετοχή στην εκλογική δραστηριότητα καθώς τα ορια αυτής διευρύνονταν αργά από την αστική τάξη. Και οι δύο αντίπαλες Διεθνείς κατέρρευσαν μέσα σε λίγα χρόνια, αλλά η υποκείμενη διαφορά στον στρατηγικό προσανατολισμό έγινε μόνιμο σημείο αναφοράς των αριστερών ιδεολογικών αναζητήσεων.

Ο επαναστατικός συνδικαλισμός εμφανίστηκε ως μια τάση με επίκεντρο την οργάνωση των εργαζομένων στους τόπους παραγωγής, για μάχες άμεσης δράσης με τους καπιταλιστές αποσκοπώντας σε μια χιλιετή γενική απεργία. Απο τα τέλη του 1800 μέχρι τις αρχές του 1900, οι επαναστάτες συνδικαλιστές έφτιαξαν συνδικάτα πολλών χιλιάδων εργατών, οργανώσεις που ήταν αντιμέτωπες με τη καθημερινή ταξική πάλη, ενώ παράλληλα διατηρούσαν έναν επαναστατικό ορίζοντα. 

Τα πιο γνωστά παραδείγματα επαναστατικού συνδικαλισμού είναι η ισπανική Eθνική Ομοσπονδία Εργατών (CNT) και οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW). Όπως γράφει ο Peter Cole στο Wobblies of the World, το IWW «ιδρύθηκε ως μια συνειδητά παγκόσμια ένωση… ο οργανισμός ενέγραφε μέλη και δημιουργούσε παρακλάδια σε κυριολεκτικά δεκάδες χώρες, και οι διοργανωτές και οι υποστηρικτές του ταξίδευαν σε πολλές περισσότερες για να εργαστούν, να ξεσηκώσουν, να εκπαιδεύσουν και να οργανώσουν». Ήταν ίσως η αγνότερη έκφραση του πνεύματος παγκόσμιας εργατικής αλληλεγγύης που διέπνεε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

Μια άλλη πλευρά του κινήματος υποστήριζε την κατάληψη της κρατικής εξουσίας μέσω της οικοδόμησης μαζικών σοσιαλιστικών εργατικών κομμάτων με απώτερο στόχο την επανάσταση – ή τουλάχιστον τη μεταρρύθμιση που θα μείωνε τις πιο κακοποιητικές εκφάνσεις του καπιταλισμού. Οι Σοσιαλιστές προτιμούν τις εκλογές από την άμεση δράση που συνόδευε τη «Δεύτερη Διεθνή» το 1889. Οι προσκείμενοι σε αυτήν σημείωσαν εντυπωσιακή επιτυχία στις κάλπες τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Όμως, το αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας σε αφήνει να αναρωτιέσαι αν οι σοσιαλιστές είχαν τον έλεγχο του κράτους ή αν το κράτος ήλεγχε τους σοσιαλιστές.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το SPD ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στη Γερμανία λίγο πρίν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώνοντας πάνω από τέσσερα εκατομμύρια ψήφους. Αλλά το 1914 το κόμμα διασπάστηκε από τη διεθνή γραμμή της Δεύτερης Διεθνούς και ψήφισε υπέρ του πολέμου. Η Δεύτερη Διεθνής κατέρρευσε σύντομα αφού τα κόμματα, το ένα μετά το άλλο, ευθυγαμμίζονταν με την εθνική αστική τάξη του κράτους που ανήκαν, υποστηρίζοντας την πολεμική προσπάθεια. Όταν όμως έφτασε ο κόμπος στο χτένι, ο εκλογικός σοσιαλισμός ήταν υπερβολικά πρσκολλημένος στο καπιταλιστικό κράτος για να αντίσταθεί σε έναν παγκόσμιο πόλεμο που θα σκότωνε εκατομμύρια εργαζόμενους.

Μερικοί σοσιαλιστές αντιτάχθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αντιμετώπισαν τέτοια καταστολή που γρήγορα παρέλυσε την ικανότητά τους να οργανωθούν. Τα επαναστατικά στοιχεία της Δεύτερης Διεθνούς συγκάλεσαν τη Διάσκεψη του Zimmerwald, ξεκινώντας ένα νέο συντονιστικό όργανο αντίστασης στον πόλεμο και στήριξης στην επανάσταση. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της ενότητας της αριστεράς, και στο τερματισμό της Ρωσικής συμμετοχής στον πόλεμ,ο με την οργάνωση μιας επανάστασης που ανέτρεψε το Τσάρο και ίδρυσε μια Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία στη Ρωσία.

Με την επίτευξη της Μπολσεβικικής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917, τα επαναστατικά στοιχεία του σοσιαλιστικού κινήματος σχημάτισαν μια Τρίτη Διεθνή που αποφάσισε στο δεύτερο συνέδριό της να «αγωνιστεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των ενόπλων δύναμεων, για την ανατροπή της διεθνούς αστικής τάξης και της δημιουργία μιας διεθνούς σοβιετικής δημοκρατίας ως στάδιο μετάβασης στην πλήρη κατάργηση του κράτους». Έτσι ξεκίνησε μια νέα φάση στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα.

Δυο διεθνισμοί

Η Τρίτη Διεθνής έγινε παγκόσμιος κόμβος για τα Κομμουνιστικά Κόμματα του κόσμου, με προτεραιότητα την επέκταση της κομμουνιστικής νίκης που επιτεύχθηκε στη Ρωσία. Όμως το ζήτημα της εξέλιξης του σοσιαλιστικού κίνήματος δεν ήταν λυμένο. Μια άλλη Διεθνής ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 1922, συνδυάζοντας επαναστατικά συνδικάτα που ήταν αντίθετα με την επίτευξη του ελέγχου του κράτους κατά την επαναστατική διαδικασία, και αντ’ αυτού επδίωκαν τη δημιουργία τρόπων άμεσης δημοκρατίας και τη σύνδεση των εργαζομένων σε μια παγκόσμια εργατική ομοσπονδία.

Η Ισπανική Επανάσταση ήταν η πρώτη δοκιμασία για τη νέα Διεθνή και τα μέλη της. Διεθνείς εθελοντές από όλο τον κόσμο έφτασαν στην Ισπανία για να συμμετάσχουν στις πολιτοφυλακές εργατών και αγροτών που πολεμούσαν ενάντια στον φασισμό του Φράνκο. Υπό τη πίεση του πολέμου, ξεσπούσαν εντάσεις μεταξύ των ομάδων που υποστήριξαν την Τρίτη Διεθνή, η οποία ελεγχόταν τώρα από τον Στάλιν και είχε ως στόχο τον κρατικό σοσιαλισμό, και τους αναρχικούς παρτιζάνους της CNT και των διεθνών εθελοντών. Ο ευρωκεντρισμός των αριστερών τους έκανε να μη σκεφτούν καν τη δυνατότητα συμμαχίας με τις αντι-αποικιακές εξεγέρσεις κατα των φασιστών στη Βόρεια Αφρική. Η ήττα της επανάστασης, ήταν προάγγελος του τι θα συνέβαινε στην επαναστατική αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη την παραμονή του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις αρχές του 1930, τα κομμουνιστικά κόμματα που στήριζαν τη Σοβιετική Ένωση, έβαλαν στο δυτικό φιλελευθερισμό και τον φασισμό την ίδια “ταμπέλα”, καταγγέλλοντας τους οπαδούς του Νιού Ντηλ και τους σοσιαλδημοκράτες ως “κοινωνικούς φασίστες”. Ο κύριος στόχος ήταν η μάχη για άμεση κομμουνιστική επανάσταση παγκοσμίως. Αλλά για τον Στάλιν, τα ιδανικά του κομμουνισμού περί παγκόσμιας εργατικής αλληλεγγύης γρήγορα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στα γεωπολιτικά θέματα.

Η Σοβιετική Ένωση είχε αποδυναμωθεί απο τη Μεγάλη Εκκαθάριση, μία προσπάθεια του Στάλιν να παγιώσει την προσωπική του δικτατορία, δίνοντας εντολές φυλάκισης ή δολοφονίας εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Με τον καπιταλισμό της Δύσης να παραμένει εχθρικός και τον κόσμο στα όρια πολέμου, το 1939 ο Στάλιν αναζήτησε μια εγγύηση ασφάλειας για το αποδυναμωμένο κράτος του, υπογράφοντας το σύμφωνο Μολότωφ- Ρίμπεντροπ  με τον Χίτλερ, με το οποίο ορκίζονταν αμοιβαία μη επιθετικότητα για δέκα χρόνια και συμφωνώντας κρυφά να μοιραστεί την Ανατολική Ευρώπη με τους Ναζί.

Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε τις εμπορικές της συναλλαγές με τη Γερμανία, ακόμη και όταν οι ναζιστικές δυνάμεις εισέβαλαν στα γύρω κράτη, μάζεψαν και δολοφόνησαν συνδικαλιστές, κομμουνιστές, Εβραίους, ανθρώπους που προσδιορίζονταν ως ΛΟΑΤ, άτομα με αναπηρίες και άλλα. Ειρωνικό είναι το ότι ακόμη και όταν ο Στάλιν έκοψε συμφωνίες με τον Χίτλερ, τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε όλο τον κόσμο είχαν την εντολή να αρνηθούν οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους φιλελεύθερους και τους σοσιαλδημοκράτες.

Το 1941, η ναζιστική Γερμανία έσπασε τους όρους της συμφωνίας και εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση. Με τη ΕΣΣΔ να δέχεται επίθεση, οι Σταλινικοί έκαναν στροφή 180 μοιρών, αναζητώντας συμμαχία με τη φιλελεύθερη καπιταλιστική Δύση εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας. Ώς ένδειξη καλής θέλησης προς τη Δύση, ο Στάλιν διέλυσε τη Τρίτη Διεθνή το 1943. Η Σοβιετική Ένωση άλλαξε βλέψεις, από την επιδίωξη της παγκόσμιας επανάστασης, στην επιδίωξη πολιτικής σοσιαλισμού σε μια χώρα. Οι κομμουνιστές που υποστήριζαν τον Στάλιν στα Συμμαχικά έθνη έπρεπε να αποδεχθούν την καπιταλιστική πειθαρχία και να αναβάλουν τα σχέδια για επανάσταση έως ότου ηττηθεί ο φασισμός.

 Ουσιαστικά ολόκληρη η ηγεσία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ υποστήριξε τη συμφωνία μη απεργίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με αντάλλαγμα μια συμφωνία μη αποκλεισμού από τους εργοδότες, την οποία επέβλεπε ένα τριμερές Συμβούλιο Εργασίας Πολέμου. Υπήρχαν έλεγχοι τιμών για εταιρείες και έλεγχοι μισθών για τους εργαζόμενους. Ήταν το πιο ανεπτυγμένο σύστημα που εμφανίστηκε ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ένωση της εργασίας και του κεφαλαίου υπό την εποπτεία του κράτους. Δεν απέδωσε. Μετά από μια σύντομη πτώση το 1941, οι απεργίες χτύπησαν κόκκινο. Σύμφωνα με το έργο «οι Απεργίες του Πολέμου» (Wartime Strikes) του Martin Glaberman:

«Παρά την αντίσταση της ανώτερης συνδικαλιστικής ηγεσίας και, συχνά, των ηγετών των τοπικών συνδικάτων, παρά την πίεση της κυβέρνησης μέσω ένστολων αξιωματικών που είναι παρόντες στα εργοστάσια, παρά την πίεση των συμβουλίων για εκδίωξη των πιο μαχητικών, παρά την απώλειά τους, συμπεριλαμβανομένων των επιμελητών και των μελών των διοικητικών επιτροπών, μέσω απολύσεων, παρά την απίστευτη και βάναυση επίθεση των καθημερινών εφημερίδων κατά των απεργούντων, οι ανεπίσημες απεργίες συνέχισαν να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου».

Μέχρι το 1944, γίνοτας 4.956 απεργίες ετησίως, περισσότερες από το 1937, που κατείχε ως τότε το προηγούμενο υψηλότερα επίπεδο ταξικής πάλης. Επειδή τα συνδικάτα είχαν συμφωνήσει να μην γίνονται απεργίες, για να μπορέσουν να συμμετέχουν στο Πολεμικό Εργατικό Συμβούλιο, όλες οι απεργίες ήταν ανεπίσημες. Οι περισσότερες ήταν για τοπικά ζητήματα όπως η ασφάλεια, οι άδικες απολύσεις και οι βάναυσοι επιστάτες, αλλά ορισμένες ήταν για μισθολογικά ζητήματα και για τον έλεγχο των τιμών, με δεδομένο ότι οι μισθοί δεν συμβάδιζαν με τον πληθωρισμό. 

Η μεγαλύτερη προτεραιότητα των Σταλινικών ήταν να στηρίξουν τις ΗΠΑ στη προσπάθειά τους να νικήσουν τους Ναζί. Αυτό σήμαινε αντίθεση στο βασικότερο αίτημα του εργατικού κινήματος, την αντίσταση στην εκμετάλλευση στους τόπους παραγωγής. Οι σταλινικοί έφτασαν στο σημείο να στοχοποιήσουν απεργούς, ακόμη και σε μη κρίσιμες βιομηχανίες κατα τη διάρκεια του πολέμου, ώς προδότες του εργατικού κινήματος, υποσχόμενοι ουσιαστικά άνευ όρων πίστη στον Ρούσβελτ. Ο διεθνισμός του Σταλινισμού έγινε μια μορφή επιθετικού εθνικισμού, ξένος στον διεθνισμό της εργατικής αλληλεγγύης που εξέφραζε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Τα αριστερά ρεύματα που αντιτάχθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίζοντάς τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, κατεστάλησαν βάναυσα.

Στο τέλος, οι εργάτες και οι αγρότες του Κόκκινου Στρατού ήταν αυτοί που έδωσαν το τελειωτικό πλήγμα στο φασισμό. Στο βωμό της νίκης κατά των Ναζί, θυσιάστηκαν 20 εκατομμύρια στρατιώτες και άμαχοι της Σοβιετικής Ένωσης,  πολύ περισσότερα θύματα απο οποιαδήποτε άλλη χώρα. Κανένας αριστερός στις μέρες μας δεν θα υποστήριζε πως υπήρχε άλλη λύση απο την ένοπλη παρέμβαση για την εξάλλειψη του φασισμού. Ωστόσο παραμένει αλήθεια ότι η αστική τάξη των ΗΠΑ χρησημοποίησε τον πόλεμο για να επεκτείνει τη δική της παγκόσμια ηγεμονία, και ως αποτέλεσμα, η δυνατότητα της οικοδόμησης παγκόσμιας εργατικής αλληλεγγύης έγινε πολύ πιο περίπλοκη. 

Καπιταλιστικός διεθνισμός

Στην δύση του Ψυχρού Πολέμου, η μεταστοιχείωση του διεθνισμού σε ένα είδος εθνικισμού για τα διάφορα κομμουνιστικά κράτη έγινε μόνιμο στοιχείο του αριστερού λόγου. Η υποστήριξη του ενός Κομμουνιστικού κράτους ή του άλλου, έγινε η λυδία λίθος για πολλές φατριαστικές διασπάσεις της αριστεράς. Το σχέδιο της οικοδόμησης της ταξικής συνείδησης για την παγκόσμια επανάσταση, έγινε δευτερεύον σε σχέση με την οικοδόμηση υποστήριξης για συγκεκριμένα σοσιαλιστικά κράτη.

Τα μέτωπα του Ψυχρού Πολέμου επεκτάθηκαν και στο εργατικό κίνημα. Στα προπολεμικά χρόνια στις ΗΠΑ, μια εύθραυστη συμμαχία μεταξύ των ηγετών των συνδικαλιστικών γραφειοκρατειών και των κομμουνιστών οργανωτών, επέφερε τη μία νίκη μετά την άλλη για τους εργαζομενους και μια τεράστια άνοδο στο επίπεδο της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Καθώς οι εχθροπραξίες μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του καπιταλιστικού κόσμου ξανάρχισαν, οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές, δέχθηκαν πιέσεις για να αποστασιοποιηθούν από τις επαναστατικές φιλοδοξίες των οργανωτών που χτίσαν την πρόοδο της δεκαετίας του 1930.

Το 1947, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ψήφισε τον νόμο Ταφτ Χάρτλυ (Taft-Hartley Act), ο οποίος περιείχε μια σειρά διατάξεων που περιόριζαν την εξουσία των συνδικάτων. Το πιο καταστροφικό ίσως ήταν η απαίτηση οι ηγέτες των συνδικάτων να υπογράψουν ένορκες δηλώσεις ότι δεν είχαν σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Τα συνδικάτα που δεν συμμορφώνονταν με τον νόμο αυτόν, αποκλείονταν από τις περισσότερες διατάξεις του εργατικού δικαίου των ΗΠΑ. Αυτό έδωσε έναν λόγο, ή ίσως ένα πρόσχημα, για τους φιλελεύθερους να εκδιώξουν τους ριζοσπάστες από θέσεις και αξιώματα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι ριζοσπάστες ήταν απόκληροι και λιμοκτονούσαν ανάμεσα στα συνδικάτα που είχαν χτίσει. Το CIO συγχωνεύτηκε με το AFL το 1955, τσιμεντώνοντας την ηγεμονία του φιλελευθερισμού στην ηγεσία των εργαζομένων των ΗΠΑ.

Τα συνδικάτα που αποδέχτηκαν τις παραμέτρους που έθεσε ο αμερικάνικος καπιταλισμός κέρδισαν μια θέση στο τραπέζι. Το οργανωτικό μοντέλο των αμερικανικών συνδικάτων, έγινε γνωστό ως «επιχειρησιακός συνδικαλισμός». Αυτό σήμαινε στενή εστίαση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις για σύμβαση με μεμονωμένες, συγκεκριμένες επιχειρήσεις, την αποδοχή εποπτείας κατά τη διαδικασία παραγωγής και την αποκήρυξη οραμάτων ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Οι κινητοποιήσεις της Ένωσης επικεντρώθηκαν κυρίως σε συγκεκριμένα θέματα βασικής επιβίωσης, που περιστασιακά γαρνίρονταν με τη στήριξη φιλελεύθερων σκοπών.

Η συγκατάβαση στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ήταν μέρος της συμφωνίας. Ακόμα και πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το AFL δεν είχε συσχετιστεί με τη Διεθνή Συνομοσπονδία Συνδικάτων, τη μεγαλύτερη παγκόσμια ένωση συνδικάτων, επειδή υποστήριζαν το σοσιαλισμό. Μετά τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, διαχωρίστηκε από την επανιδρυμένη ICTU επειδή περιελάμβανε συνδεόμενους με το Σοβιετικού Μπλοκ. Ως αποτέλεσμα, τα κομμουνιστικά συνδικαλιστικά συνδικάτα σχημάτισαν την Παγκόσμια Συνομοσπονδία Συνδικάτων και τα αμερικανικά συνδικάτα τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων, το ίδιο το όνομα της οποίας ήταν μια δήλωση ενάντια στον κρατικό σοσιαλισμό. Ακόμα και αυτό δεν ήταν επαρκώς αντικομμουνιστικό για το AFL-CIO, το οποίο εγκατέλειψε το ICFTU από το 1969 ως το 1982 επειδή πολλοί συνεργάτες ήθελαν να διατηρήσουν τις σχέσεις τους με τα συνδικάτα σε όλο το Σιδηρούν Παραπέτασμα. 

Το αμερικανικό κεφάλαιο ανέθεσε στο AFL-CIO να εξάγει την δικιά του μάρκα συνδικαλιστικής επιχειρηματικότητας, και το AFL-CIO έκανε ακριβώς αυτό. Το 1944, η AFL δημιούργησε την Επιτροπή Ελεύθερων Συνδικάτων για να υποστηρίξει «ελεύθερες συνδικαλιστικές οργανώσεις που βασίζονταν σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε μια ανοιχτή αγορά και αντίσταση στα κρατικά συνδικάτα του σοβιετικού μοντέλου» σε άλλες χώρες. Όπου δεν υπήρχαν συνδικάτα, το τμήμα εργασίας των ΗΠΑ βοήθησε να δημιουργηθούν. Το 1948, η FTUC δημιούργησε μια εντελώς νέα ένωση στη Γαλλία που ονομαζόταν Force Ouvrière (Εργατικό Δυναμικό) για να ανταγωνιστεί τα κομμουνιστικά συνδικάτα. 

Απο εκείνη ακριβώς τη χρονιά, η CIA άρχισε να διοχετεύει κεφάλαια στη FTUC. Οι διάδοχοι οργανισμοί του, το Αμερικανικό Ινστιτούτο για την  Ελεύθερη Εργατική Ανάπτυξη και το σημερινό Κέντρο Αλληλεγγύης, χρηματοδοτούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από επιχορηγήσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Παρέχουν υποστήριξη σε συνδικάτα που ακολουθούν το μοντέλο του καπιταλιστικού συνδικαλισμού, προκειμένου να υπονομεύσουν την κομμουνιστική επιρροή στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Οι επενδύσεις φαίνεται να έχουν αποδώσει. Το AIFLD έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στήριξη του κινήματος Σολινταρνόσκ στην Πολωνία, κατευθύνοντάς το προς φιλελεύθερους ή ακόμη και νεοφιλελεύθερους στόχους.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει επιδιώξει να αντιγράψει το κίνημα Σολινταρνόσκ στην Κίνα και σε άλλα κράτη που αντιστέκονται στην ηγεμονία τους, παρέχοντας χρήματα και εκπαίδευση στους ακτιβιστές. Σε ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο παράδειγμα, το 2002, το Κέντρο Αλληλεγγύης έλαβε χρηματοδότηση από το Εθνικό ίδρυμα για τη Δημοκρατία για να βοηθήσει την αντι-Τσάβες Ομοσπονδία Εργατών της Βενεζουέλας (CTV). Ένα χρόνο αργότερα, το CTV έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Τσάβες.

Με τη βοήθεια των αμερικανικών εργατικών οργανώσεων, το σχέδιο της παγκόσμιας κυριαρχίας της αστικής τάξης υπήρξε επιτυχές. Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια, τα υπόλοιπα «σοσιαλιστικά» κράτη έχουν προσαρμοστεί στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η ειρωνία είναι, πως ο κόσμος σήμερα μοιάζει με τις συνθήκες που περιγράφει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, περισσότερο από ποτέ. Οι αλυσίδες εφοδιασμού δεσμεύουν τους εργάτες του κόσμου πέρα από τα σύνορα των εθνών-κρατών. Η δυστυχία επιφέρει αντίσταση σε πολλές μορφές, από απεργίες και καταλήψεις, έως και μετανάστευση πέρα απο τις νοητές γραμμές που η αστική τάξη είχε τραβήξει στην υδρόγειο.

Αν και μερικοί προσκολλώνται στις φαντασιακές κοινότητες της αστικής τάξης, στρεφόμενοι ακόμη και στην ιδεολογία αίματος-και-χώματος του φασισμού, που ισχυρίζεται πως υπάρχουν φυσικοί δεσμοί μεταξύ εθνοτικών ομάδων και συγκεκριμένων σημείων στην επιφάνεια της γης, η μυθολογία των εθνών-κρατών φαίνεται πιο ξεπερασμένη από ποτέ. Τώρα είναι η ώρα για την επανεμφάνιση μιας αποτελεσματικής διεθνιστικής πρακτικής. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε μια, το έχει ήδη κάνει η μαχόμενη εργατική τάξη.

Η επόμενη Διεθνής

Τα κομμάτια του παζλ για τη δημιουργία ενός μελλοντικού διεθνισμού βρίσκονται παντού γύρω μας. Το πιο κρίσιμο συστατικό είναι η αργή συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και των εργασιακών θεσμικών οργάνων, της ανάγκης για αγώνα. 

Οι συνθήκες επιδεινώνονται στον καπιταλιστικό πυρήνα. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ενεργός ρόλος των εργαζομένων των ΗΠΑ στην καταστροφή του μαχητικού συνδικαλισμού στον Τρίτο Κόσμο έχει δώσει κίνητρα για ανάθεση εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες, υπονομεύοντας τα ίδια τα θεμέλια των αμερικανικών συνδικάτων και επιταχύνοντας την εξαθλίωση των εργαζομένων των ΗΠΑ. Με την κατάρρευση οποιασδήποτε συστημικής εναλλακτικής του καπιταλισμού, οι ελίτ των ΗΠΑ δεν έχουν κανένα λόγο να συνάψουν συμφωνία με τους εργάτες, και ανοίγουν έναν μονομερή ταξικό πόλεμο εναντίον τους. Καθώς αυτό γίνεται αναπόφευκτα εμφανές, οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα αντιπαλεύουν.

Οι συνθήκες που επέτρεπαν στον επιχειρηματικό συνδικαλισμό να ευδοκιμήσει δεν υπάρχουν πια, υποβάλλοντας μια σύντομη περεστρόικα στην αμερικάνικη εργατική τάξη. Υπάρχει ενός είδους αποδοχή σε διαφορετικά μοντέλα στην εργασία των ΗΠΑ. Η παράνοια του Ψυχρού Πολέμου για τον συνεχή έλεγχο των μέσων παραγωγής έχει εξασθενίσει. Τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι πειραματίζονται με συνεργατική ανάπτυξη και εξαγορές. Οι κάποτε ριζοσπαστικές ιδέες του εργατικού κινήματος, γίνονται πλέον κοινός τόπος.

Ο ταξικός πόλεμος παίρνει τώρα μια εγγενώς παγκόσμια τροπή. Καθώς το κεφάλαιο επιδιώκει να βάζει τη μια εργατική τάξη εναντίον της άλλης με απειλές εξωτερικής ανάθεσης, η Μία Μεγάλη Ένωση που οραματιζόταν η IWW, ικανή να επιβάλει ένα σύνολο παγκόσμιων προτύπων δεν είναι πια ένας ευσεβής πόθος, είναι η μόνη λογική στρατηγική απάντηση. Για πρώτη φορά, η διεθνής αλληλεγγύη μπορεί να επικεντρωθεί στον αγώνα που βασίζεται στο χώρο εργασίας. Οι εργάτες στον καπιταλιστικό πυρήνα και  περιφερειακά ζουν την εκμετάλλευση κάτω από το ίδιο αφεντικό. Αντί για αφηρημένες εκκλήσεις υποστήριξης αυτού ή εκείνου του σοσιαλιστικού κράτους, οι οργανωτές εργασίας μπορούν τώρα – και όντως οφείλουν- να χτίσουν αλληλεγγύη στις αλυσίδες εφοδιασμού των πολυεθνικών. 

Η παρακμή της ηγεμονίας των ΗΠΑ άνοιξε νέες γεωπολιτικές ευκαιρίες. Είναι εφικτό να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε μια νέα αναπτυξιακή πορεία προς την έξοδο από τον καπιταλισμό, μια επαναστατική περιοχή τη φορά. Από τις κοινότητες της Βενεζουέλας στα επαναστατικά καντόνια της Ροζάβα, βρίσκονται σε εξέλιξη εναλλακτικά οικονομικά πειράματα, ώστε να σπάσει το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Καθώς ο περιφερειακός ανταγωνισμός ξεπαγώνει στην απόψυξη της ηγεμονίας των ΗΠΑ, ένοπλες συγκρούσεις παρόμοιες με εκείνες του Συριακού εμφυλίου, είναι βέβαιο ότι θα εμπεριέχουν τέτοια πειράματα. Οι φασιστικές και οι φιλο-καπιταλιστικές δυνάμεις θα υποστηρίξουν τη δική τους πλευρά. Το ίδιο και εμείς, η εργατική αριστερά, πρέπει να υποστηρίξουμε την πλευρά μας, όπως οι εκατοντάδες διεθνιστές εθελοντές που βοήθησαν τις Λαϊκές Αμυντικές Δυνάμεις στη Ροζάβα έχουν υποδείξει με γενναιότητα. 

Η μεγαλύτερη δυνατότητα, και αναγκαιότητα, για την δημιουργία μιας νέας φαντασιακής κοινότητας της παγκόσμιας εργατικής τάξης δεν κείται μακράν. Το έργο της οικοδόμησης της διεθνούς αλληλεγγύης έχει γίνει αυστηρά τοπικό. Με τη φτώχεια και τους πολέμους, ο καπιταλισμός εξαναγκάζει έναν ιστορικά πρωτοφανή αριθμό ανθρώπων να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους σε εύρεση καταφυγίου στις σχετικά πιο ήρεμες περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Οι δεξιοί πολιτικοί προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτήν την προσφυγική κρίση, μετατρέποντας τους μετανάστες σε αποδιοπομπαίο τράγο για την συνεχή πτώση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης στο καπιταλιστικό πυρήνα. Ο αγώνας για τα δικαιώματα των προσφύγων και των μεταναστών ανήκει στον ίδιο πυρήνα με τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια εργατική τάξη.

Ζούμε άραγε σε έναν κόσμο σπάνης, όπου μια ομάδα πρέπει να πολεμήσει μια άλλη ομάδα για το δικαίωμα σε περιορισμένους πόρους, οπου ό,τι έχουμε βασίζεται στο τι μπορούμε να πάρουμε από άλλα φαντασιακά «έθνη»; Ή είμαστε μια ανεξάρτητη αλληλοεξαρτούμενη κοινωνία ανθρώπων, που μπορούμε να παράγουμε αρκετά για όλους τους ανθρώπους της γης δουλεύοντας συνεργατικά; Η απάντησή μας, θα πρέπει να είναι να ξανασκεφτούμε τις φαντασιακές εργασιακές κοινότητες, περιλαμβάνοντας όλους τους εργαζόμενους. Καθήκον μας είναι να ενώσουμε όλους τους εργάτες του κόσμου. Δέν θα χάσουμε τίποτα παρά τις αλυσίδες μας. Έχουμε ένα κόσμο να κερδίσουμε. 

*Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας(AFL)  και το Κογκρέσο των Βιομηχανικών Οργανώσεων( CIO) 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Roar στα αγγλικά, και αποδόθηκε στα Ελληνικά από τη Συλβάνα Γεωργιάδου.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα