“Μέσα στο μπετόν ανθοβολούν οι ιδεολογίες της πρασινάδας”.
Γερ. Λυκιαρδόπουλος, Νεοελληνικά διλήμματα
Το βιντεοκλίπ για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 ήρθε σαν έτοιμο από καιρό. Αναμενόμενο σε μορφή και περιεχόμενο, συντονίστηκε αφενός με τις γνωστές από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας φαντασμαγορικές σταδιακές εγκαταστάσεις όπου το πλήθος τελετουργεί, αφετέρου με την αιωνίως (και εναγωνίως) επανερχόμενη ανάγκη εθνικής ανάτασης και αυτοσυνειδησίας.
Η μουσική επένδυσή του με το “Ας κρατήσουν οι χοροί” του Σαββόπουλου υπήρξε και αυτή αναμενόμενη. Όχι επειδή ο τραγουδοποιός είναι μέλος της Ολομέλειας της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”, και ως εκ τούτου η συγκύρια υπήρξε ευτυχής για την “ευγενική προσφορά” εκ μέρους του των δικαιωμάτων χρήσης του τραγουδιού. Αλλά λόγω της ουσίας του κομματιού, το οποίο αντιπροσωπεύει στιχουργικά (αλλά και μουσικά, με τον ρυθμό του καλαματιανού) ό,τι ο Παναγιώτης Κονδύλης όριζε ως μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες του εξευγενισμένου “λαϊκού” τραγουδιού στην μεταπολεμική ελληνική κοινωνία: την αναζήτηση μεγάλων εξισωτικών κοινών παρονομαστών.
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, από τις στήλες της Καθημερινής, καταθέτει βιωματικά: “Το τραγούδι είναι από τα αγαπημένα μου. Σε καιρούς που η ελληνική ταυτότητα ήταν αφημένη στην κλάψα ή τον θυμό, αυτό έφερε μιαν ανάσα ευφορίας (…) Ως έφηβος έζησα τον διασυρμό της εθνικής μνήμης από τη δικτατορία. Τον διασυρμό τον κληροδότησε σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Το “εθνικό” πέρασε στην παρανομία. Οι μύθοι που εξασφάλιζαν τη συνοχή του διασύρθηκαν”. Κι όμως, το “εθνικό” δεν πέρασε στην παρανομία κατά τη μεταπολίτευσηꞏ ο αρθρογράφος φαίνεται πως ξεχνάει βολικά. Στην πραγματικότητα η πνευματική υπεράσπιση της ελληνικότητας, της παράδοσης και της ορθοδοξίας απλά “άλλαξε χέρια” κατά την μεταπολιτευτική περίοδο, αναδιατάσσοντας τις συνισταμένες της προς τον χώρο μιας αφηρημένης λαϊκότητας, και με ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς να εμπλέκεται σε αυτήν από θέσεις αντιπαλότητας προς τον “αμερικάνικο τρόπο ζωής”. Μέσα σε μια τέτοια περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμφανίστηκε και το “Ας κρατήσουν οι χοροί” το 1983.
Δέκα χρόνια μετά το αιματηρό τραύμα του Πολυτεχνείου και την οριστική αναίρεση της αφηρημένης (αλλά ταυτόχρονα πολύ συγκεκριμένα κατασκευασμένης με διωγμούς και βασανισμούς) ενότητας του “Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια”, η επιτυχία του Σαββόπουλου έρχεται να προσφέρει “μιαν ανάσα ευφορίας”. Όμως το τίμημα για το ευφρόσυνο “ροκ του μέλλοντός μας” είναι η λήθη για τους πρόσφατους νεκρούς. Ο μεγάλος κοινός παρονομαστής των προπαππούδων μας “σε μέρη αυτόνομα μέσα στην Τουρκοκρατία”, αφήνει κατά μέρος τους παππούδες μας στη Γυάρο και τους άλλους, που έβρισκαν την ικανοποίηση των ορμών τους στη ταράτσα της Μπουμπουλίνας.
Βέβαια, η αναζήτηση “κοινών παρονομαστών” δεν εναπόκειται πρωτογενώς σε επιλογές των διανοουμένων, καλλιτεχνών ή μη. Αποτελεί στο βάθος της μια ανακλαστική κίνηση των κοινωνιών που βρίσκονται σε κρισιακές και μεταβατικές καταστάσεις, ένα ορισμένο συλλογικό ιδεολογικό “ένστικτο επιβίωσης” που προσπαθεί να αντλήσει από το ειδυλλιακό κοινοτικό παρελθόν δυνάμεις ενάντια στις τάσεις απορρύθμισης και καταστροφής. Το αν όμως αυτή η κίνηση προς το παρελθόν θα έχει χαρακτήρα γόνιμο και χειραφετητικό για το παρόν, καθορίζεται ακριβώς από το αν συνοδεύεται από την τραυματική μνήμη ή από την ευφρόσυνη λήθη του πρόσφατου παρελθόντος.
Στο σήμερα, η μιντιακή (με υλικά του 1983) προσπάθεια ανατροφοδότησης της συγκίνησης για των “Ελλήνων τις κοινότητες” πατάει στο τραυματικό έδαφος της υπερδεκαετούς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, θέλοντας και πάλι να το υπερβεί αποσιωπώντας το ίδιο το τραύμα.
“Πέσαμε αλλά ξανασηκωθήκαμε”, όπως λέει και η Πρόεδρος της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” στο σύντομο αλλά ευφρόσυνο μήνυμά της επ’ αφορμής του βιντεοκλίπ. “Ξανασηκωθήκαμε – ας ξεχάσουμε” θα μπορούσε να παραφραστεί προτρεπτικά η ουσία της δήλωσης της Προέδρου. Ας ξεχάσουμε όλα όσα καταστροφικά αποτυπώθηκαν τα τελευταία χρόνια στους πίνακες της ΕΛΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT. Τις τεράστιες (ποσοστιαίες και αριθμητικές) αυξήσεις στις αυτοκτονίες, στον αυτοκτονικό ιδεασμό, στις δολοφονίες, στην κατάχρηση ψυχοφαρμάκων, στην ενδοοικογενειακή βία, στις μολύνσεις από ΗΙV, στα διαζύγια, οι οποίες όλες βρίσκονται σε ποσοστιαία συσχέτιση με τους ρυθμούς αύξησης των ανέργων και του δημόσιου χρέους. Ας ξεχάσουμε τους 500.000 νέους που έφυγαν από τη χώρα, ας ξεχάσουμε την οργανωμένη επιχείρηση εκφασισμού που διεκπεραιώθηκε από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και όσα την ακολούθησαν. Ας ξεχάσουμε, το κυριότερο, τους ενόχους, που παρελαύνουν καθημερινά στα γνωστά πόστα, έτοιμοι για τους πανηγυρισμούς των 200 χρόνων της εθνικής ανεξαρτησίας.
Όπως όμως δείχνει το ίδιο το πρόσφατο παρελθόν, η λήθη είναι κακός σύμβουλος.