ΑΘΗΝΑ
14:39
|
21.11.2024
Μοιάζει να πλησιάζουμε ενδεχομένως στο σημείο εξάντλησης της “ισορροπιστικής” πολιτικής Ερντογάν απέναντι σε Μόσχα και Ουάσιγκτον, αν και κάθε σχετική πρόβλεψη παραμένει παρακινδυνευμένη.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

[Tο παρακάτω άρθρο γράφτηκε μεν τον Φεβρουάριο, αλλά δεν δημοσιεύθηκε τότε. Το δημοσιεύουμε σήμερα εκτιμώντας ότι περιέχει αρκετά χρήσιμα στοιχεία για όσους ενδιαφέρονται για την τουρκική πολιτική και τα ελληνοτουρκικά. Σημειώνουμε πάντως ότι η τουρκική περιφερειακή και παγκόσμια κατάσταση εξελίσσεται πολύ γρήγορα και επομένως ορισμένα, δευτερεύοντα πάντως, στοιχεία ενδέχεται να έχουν μεταβληθεί από τότε που γράφτηκε αυτό το άρθρο. Οι κύριες εξελίξεις που είχαμε έκτοτε ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί (νίκη των “πανισλαμιστών” επί των “νεο-κεμαλιστών” και “ευρασιατιστών”), η κλιμάκωση της επιθετικότητας κατά της Ελλάδας και, βεβαίως, η επιχείρηση στο Καραμπάχ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Είναι πιθανό ότι η Άγκυρα δέχεται παρασκηνιακή ενθάρρυνση από ισχυρά διεθνή κέντρα ισχύος, διαφορετικά θα ήταν απίθανη μια τόσο επιθετική συμπεριφορά. Μια σύγκρουση με τη Ρωσία θα ήταν ευχής έργο για τους δυτικούς, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε δυστυχώς, ότι υπάρχουν εξτρεμιστικά κέντρα στη Δύση που επιδιώκουν, από τα παρασκήνια και με όργανα τις μυστικές υπηρεσίες, να προκαλέσουν και ελληνοτουρκική ανάφλεξη για δικές τους σκοπιμότητες. Δ.Κ.]

Υπογραμμίσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας την εξελισσόμενη σύγκρουση στις ίδιες τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, καθώς μοιάζει να πλησιάζουμε ενδεχομένως στο σημείο εξάντλησης της “ισορροπιστικής” πολιτικής Ερντογάν απέναντι σε Μόσχα και Ουάσιγκτον, αν και κάθε σχετική πρόβλεψη παραμένει παρακινδυνευμένη. Ο Τούρκος πρόεδρος καλείται αντικειμενικά να επιλέξει ανάμεσα στη συμπόρευση με τη Ρωσία, με τίμημα, όπως όλα δείχνουν, παραχωρήσεις που αντιλαμβάνεται ως οδυνηρές και την συμπόρευση με μια Ουάσιγκτον που, πιθανότατα, θα ήθελε (και ακόμα περισσότερο το Ισραήλ του Βενιαμίν Νετανιάχου) να τον δει στην πραγματικότητα να εξαφανίζεται από προσώπου Γης το ταχύτερο δυνατό. Η άλλη εκδοχή βέβαια είναι μια σύγκρουση της Τουρκίας με τη Συρία και τη Ρωσία που μπορεί να αποβεί αυτοκτονική. Βεβαίως, όσο ο Ερντογάν τα καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ διαφόρων διεθνών κέντρων και, εφόσον δεν γνωρίζει σημαντική ήττα κάπου, η πιθανότητα να οριστικοποιηθεί η διάσπαση στο εσωτερικό του τουρκικού συγκροτήματος εξουσίας είναι μάλλον περιορισμένη.

Aλλά δεν είναι “διασπασμένοι” μόνο οι Τούρκοι στρατιωτικοί. Είναι επίσης το δυτικό και ισραηλινό κατεστημένο, μεταξύ, από τη μια μεριά, των κλασικών νεοφιλελεύθερων ελίτ που ομνύουν ακόμα πίστη στην “παγκοσμιοποίηση” (περιλαμβανομένων των ηγεσιών Γερμανίας και Γαλλίας) και, από την άλλη μεριά, όσων θέλουν μια πιο “επιθετική” πολιτική βασισμένη στους εθνικισμούς, όπως οι νεοσυντηρητικοί αρχιτέκτονες των επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή.

Για αρκετούς από τους πρώτους, και τουλάχιστον για τη γερμανική ηγεσία, μοιάζει να προέχει η ομαλή “επανενσωμάτωση” της Τουρκίας στο δυτικό σύστημα, για τους δεύτερους η ανατροπή του Ερντογάν. Με έναν τόσο δυναμικό και φιλόδοξο ηγέτη, όπως ο Τούρκος Πρόεδρος, ένας τρόπος να τον οδηγήσεις σε καταστροφή είναι να τον ενθαρρύνεις να προχωρήσει πέραν των “κόκκινων γραμμών” σε κάποιο από τα πολλά μέτωπα που έχει τώρα ανοίξει.

Αξίζει, υπό το φως της εξελισσόμενης κρίσης στη Συρία, και εν αναμονή του αποτελέσματός της, να δει κανείς τις επεξεργασίες των κυριότερων αμερικανικών “δεξαμενών σκέψης” (think tanks) για την Τουρκία στην αμέσως προηγούμενη περίοδο. Τα κυριότερα από τα αμερικανικά think tank παραμένουν απαισιόδοξα για τις πιθανότητες ομαλής επαναφοράς της Άγκυρας στο δυτικό (και ισραηλινό) “μαντρί”.

Οι αμερικανικές στρατιωτικές ελίτ και η Τουρκία

Από τα γνωστότερα think tank των ΗΠΑ, με φημολογούμενες στενές σχέσεις με τη CIA, η Rand Corporation δημοσίευσε τον Ιανουάριο μια έκθεση με τίτλο “Η εθνικιστική πορεία της Τουρκίας. Συνέπειες για την στρατηγική εταιρική σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας και τον Στρατό των ΗΠΑ” (“Turkey’s Nationalist Course. Implications for the US-Turkish Strategic Partnership and the US Army”). Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια προγράμματος που χρηματοδότησε το αμερικανικό Γενικό Επιτελείο.

Η έκθεση περιγράφει τα εξής τέσσερα σενάρια για το μέλλον της Τουρκίας, τα τρία εκ των οποίων είναι μη ευνοϊκά για τις ΗΠΑ:

  1. Η Τουρκία συνεχίζει να είναι δύσκολος σύμμαχος.
  2. Ανατρέπεται ο Ερντογάν και ένας νέος ηγέτης ακολουθεί μια πιο φιλοδυτική εξωτερική και αμυντική πολιτική.
  3. Η Τουρκία επιδιώκει πιο δραστήρια να εξισορροπήσει τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ, όπως και με ευρασιατικούς συμμάχους και εταίρους (Ρωσία, Ιράν, Κίνα).
  4. H Τουρκία αποχωρεί από το ΝΑΤΟ και αναπτύσσει στενή συνεργασία και διάφορες συμμαχίες με δυνάμεις στην Ευρασία και τη Μέση Ανατολή.

Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν πολύ πιθανή την απώλεια του ελέγχου της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ και άλλων αμερικανικών και ΝΑΤΟΪκών βάσεων στην Τουρκία, κάτι που θα προκαλέσει τεράστια προβλήματα στη συνέχιση των σχετικών επιχειρήσεων στη νοτιοδυτική Ασία, ενώ οι εναλλακτικές διευκολύνσεις στην περιοχή έχουν “ουσιαστικούς περιορισμούς”.

Αντιμέτωπη με τα ενδεχόμενα αυτά, η Rand συνιστά την αποκατάσταση, την καλλιέργεια και την ενδυνάμωση των σχέσεων ανάμεσα στις αμερικανικές και τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Ιδιαίτερα, η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη περαιτέρω προσπαθειών για την εμβάθυνση του διαλόγου μεταξύ των Αμερικανών στρατιωτικών και του τουρκικού ΓΕΕΘΑ και την αναβίωση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για την αμερικανική και τουρκική άμυνα (High-Level Group on US and Turkish Defense), λαμβάνοντας υπόψιν την αυξημένη σημασία του τουρκικού Υπουργείου Άμυνας.

Από αυτό το σημείο βέβαια μέχρι να σκεφθεί κάποιος καχύποπτος ότι οι Αμερικανοί δεν ενδιαφέρονται παρά να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ενός νέου πραξικοπήματος, δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση και εύκολα τη διαβαίνει η (πλησίον των θέσεων του Τούρκου προέδρου) Yeni Safak, όπως και δημοσιογραφικά όργανα προσκείμενα στους Τούρκους “ευρασιατιστές”, πόσο μάλλον που στην ίδια την αμερικανική έκθεση υπάρχει και η εξής “φρασούλα”: “Αναφέρεται ότι οι μεσαίοι αξιωματικοί είναι εξαιρετικά θυμωμένοι (σ.σ. “frustrated”, που μπορεί να αποδοθεί και ματαιωμένοι)… Αυτή η δυσαρέσκεια μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ένα καινούριο πραξικόπημα σε κάποια στιγμή”.

Η Rand θέλει στενότερες σχέσεις των Τούρκων στρατιωτικών με τις ΗΠΑ, αλλά δεν της αρέσουν καθόλου οι σχέσεις των Τούρκων στρατιωτικών με τους Ρώσους και η συνεργασία τους στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ιδέες της Rand στον στρατιωτικό τομέα συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τις απόψεις του απόστρατου στρατηγού Ben Hodges, πρώην επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που πρότεινε τον Ιούνιο 2019 την ιδέα δημιουργίας μιας συμμαχίας “Τουρκία-ΗΠΑ 2.0”. Στην παρουσίασή του αυτή ο Αμερικανός στρατιωτικός υπογραμμίζει ότι η αγορά των S-400 δεν ήταν θεσμική αγορά του τουρκικού κράτους, αλλά ενός οργανισμού που αναφέρεται προσωπικά στον Τούρκο πρόεδρο, γεγονός που εκτιμά δηλωτικό της ύπαρξης δυνάμεων μέσα στην κυβέρνηση που επιθυμούν καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Σκληρός επικριτής του Ερντογάν, ο Hodges υποστηρίζει τον Δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου και υπογραμμίζει ότι “πολλά μπορεί να γίνουν έως τις εκλογές του 2023”, κάτι που εύκολα ερμηνεύεται ως προαναγγελία πιθανού πραξικοπήματος. Όπως η Rand, έτσι και ο Hodges προτείνει μάξιμουμ συνεργασία με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.

Το αμερικανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων

To Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (CFR) είναι το σημαντικότερο αμερικανικό think tank, στο “κέντρο” της αμερικανικής πολιτικής διαδικασίας. Τον Νοέμβριο του 2018, δημοσίευσε την έκθεση υπό τον τίτλο “Ούτε φίλος, ούτε εχθρός”, στην οποία υποστηρίζεται ότι ΗΠΑ και Τουρκία εξελίχθηκαν από αμφίσημοι σύμμαχοι σε ανταγωνιστές και συστήνεται η ανεύρεση εναλλακτικής στο Ιντσιρλίκ, η συνέχιση της υποστήριξης προς το κουρδικό YPG και η διακοπή της συνεργασίας στο πρόγραμμα του F-35. Πρώην νεοσυντηρητικός, εμπειρογνώμων με το CFR και το Δημοκρατικό Κόμμα, ο Max Boot απηύθυνε έκκληση τον Οκτώβριο του 2019 για μια σοβαρή αναθεώρηση των σχέσεων με την Τουρκία. Υποστήριξε την ανάγκη περιορισμού της αμερικανοτουρκικής στρατιωτικής συνεργασίας και αποχώρησης των ΗΠΑ από το Ιντσιρλίκ. Τα αμερικανικά αεροσκάφη πρέπει να μεταφερθούν στην βάση Muwaffaq Salti στην Ιορδανία και άλλες βάσεις στον Κόλπο, ενώ τα τακτικά πυρηνικά όπλα πρέπει να πάνε πίσω στις ΗΠΑ ή σε “πιο αξιόπιστες ΝΑΤΟϊκές χώρες”. Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Πρόεδρος του CFR Richard Haas.

Πάντως δεν συμφωνούν όλοι με αυτή τη γραμμή. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο στο Foreign Affairs (που εκφράζει το CFR) η καταστροφή της αμερικανο-τουρκικής σχέσης χαρακτηρίζεται “επικίνδυνη” και τονίζεται ότι τα αμερικανικά συμφέροντα θα πληγούν αν οι διμερείς σχέσεις καταρρεύσουν ή αν γίνει η Τουρκία αντίπαλος των ΗΠΑ. Ανάλογη προσέγγιση υιοθετεί και η Rachel Ellehuus του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS).

Οι νεοσυντηρητικοί εξτρεμιστές και η Τουρκία

Εκ των γεννητόρων νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού, εκ των αρχιτεκτόνων των αμερικανικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή και υποστηρικτικό της στενότερης δυνατής συμπόρευσης των ΗΠΑ με το Ισραήλ, το American Enterprise Institute περνάει γενεές δεκατέσσερις την Τουρκία του Ερντογάν.

“Λαγός” των νεοσυντηρητικών, ο αναλυτής του ΑΕΙ Μάικλ Ρούμπιν είχε προαναγγείλει το πραξικόπημα κατά Ερντογάν τον Μάρτιο 2016 με ένα άρθρο του στο οποίο καλούσε τους Τούρκους αξιωματικούς να μην φοβηθούν τίποτα και να ανατρέψουν τον πρόεδρό τους. Τρεις μήνες αργότερα κάμποσοι Τούρκοι στρατιωτικοί τον άκουσαν κατά τα φαινόμενα και έχασαν τη ζωή τους

Τώρα, ο Ρούμπιν υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αλλάξει η Τουρκία παρά δια μέσου της άμεσης πίεσης. Εκτιμά επίσης ότι ο τουρκικός στρατός έχει μετατραπεί, μετά το αποτυχόν πραξικόπημα, από συνταγματικό θεματοφύλακα του λαϊκού χαρακτήρα της Τουρκίας σε προωθητική δύναμη του Ισλάμ, ενώ η στρατηγική σχέση με τη Ρωσία μεταβάλλει την ισορροπία δυνάμεων σε όλη τη Μέση Ανατολή υπέρ της Μόσχας.

Σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς που θέλουν εντατικοποίηση των σχέσεων με τους Τούρκους συναδέλφους τους, ο Ρούμπιν προτείνει να μπει η Τουρκία σε “καραντίνα” στο ΝΑΤΟ και να ασκηθεί μια πολιτική “μέγιστης πίεσης” στην Τουρκία, με υποστήριξη στους Κούρδους και στην Κύπρο και επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα.  

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα