ΑΘΗΝΑ
08:54
|
02.07.2024
Με την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να παραμένει, ορισμένοι συστημικοί αρθρογράφοι επανεισήγαγαν έναν πολιτικό όρο απαξίωσης και περιφρόνησης, χωρίς επεξηγηματικές αναφορές στο ιστορικό και διπλωματικό…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί. Ο αγώνας δρόμου και διεκδικήσεων στην ανατολική Μεσόγειο με έπαθλο τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον καθορισμό αποκλειστικών οικονομικών ζωνών αποτελεί μια μόνιμη πηγή διπλωματικών κινδύνων και πιθανής πολεμικής ανάφλεξης στην περιοχή. Στο πλαίσιο μάλιστα των τελευταίων, χρονικά, τουρκικών ενεργειών και με άξονα τις “περιπολίες” του πλοίου Όρουτς Ρέις, ορισμένοι συστημικοί κυρίως αρθρογράφοι και σχολιαστές της ελληνικής επικαιρότητας έσπευσαν να δώσουν “εθνική γραμμή” προκαταβολικού προσανατολισμού της όποιας διπλωματικής στρατηγικής από την κυβέρνηση της ΝΔ, υπονοώντας σαφώς ότι αν η Ελλάδα δεν “ακολουθήσει” την “εθνική γραμμή” μπορεί να καταλήξει σε ένα δόγμα “φινλανδοποίησης” της εξωτερικής της πολιτικής – και όχι μόνο αυτής – που θα συνιστούσε πράξη ενδοτικότητας και δειλίας.

Βέβαια, κανένας από αυτούς τους αρθρογράφους και τους σχολιαστές δεν έκανε ταυτόχρονα τον κόπο να ενημερώσει το ελληνικό, αναγνωστικό κοινό για το ακριβές περιεχόμενο και το ιστορικό και διπλωματικό βάθος της φινλανδοποίησης και έτσι ο όρος έμεινε ξεκρέμαστος και αποκομμένος από όλα τα κατάλληλα εργαλεία ερμηνείας και περιεχομένου που τον διαμόρφωσαν. Ίσως σε αυτό έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η πρώτη χρονικά αναφορά έγινε, διόλου τυχαία, σε κυριακάτικη αρθρογραφία γνωστού διευθυντή μεγάλης και καθημερινής, αστικής εφημερίδας που διατηρεί διαχρονικά εξαιρετικές σχέσεις με το πολιτικό και διπλωματικό προσκήνιο και παρασκήνιο της Ουάσιγκτον.

Εξάλλου, ο όρος φινλανδοποίηση πήρε έντονες αρνητικές αποχρώσεις και απαξιωτικές αναφορές από τους Αμερικανούς στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και κυρίως, όπως θα δούμε, την περίοδο της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Οφείλουμε να καλύψουμε το κενό ενημέρωσης και πληροφόρησης για το τι πραγματικά σήμαινε η φινλανδοποίηση για να διαπιστώσουμε αν όντως η ελληνική πολιτική και ανεξάρτητα από την κυβέρνηση της ΝΔ “κινδυνεύει” από τη φινλανδοποίηση της ή το μοντέλο που εφάρμοσαν πρώτοι οι Σκανδιναβοί, “είναι το μόνο προϊόν της χώρας μας το οποίο δεν μπορεί να εξαχθεί σε καμία άλλη”, όπως υποστήριζαν κατά καιρούς οι ίδιοι.

Ο χειμερινός πόλεμος

Ο όρος φινλανδοποίηση αναφέρεται στην εξωτερική και εν μέρει εσωτερική πολιτική που εφάρμοσε η Φινλανδία μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στις διεθνείς και διπλωματικές σχέσεις της πρώτα με τη Σοβιετική Ένωση και μετά το 1991, με τη Ρωσία. Στην αυγή του 20ου αιώνα, η Φινλανδία ήταν ρωσική επαρχία με μία μοναδική ιδιαιτερότητα για το σύνολο της τσαρικής αυτοκρατορίας: είχε το δικό της, αυτόνομο κοινοβούλιο και πρωθυπουργό και κυβέρνηση που προέκυπταν από ελεύθερες και αδιάβλητες εθνικές εκλογές. Τον Νοέμβρη του 1917, το Ελσίνκι διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Ρωσία, εκμεταλλευόμενο την Οκτωβριανή Επανάσταση και πιστεύοντας ότι η προσοχή των μπολσεβίκων θα βρισκόταν αλλού σε σχέση με τα όσα θα συντελούνταν βόρεια της Αγίας Πετρούπολης. Πολύ γρήγορα, η χώρα διασπάστηκε ανάμεσα στους Λευκούς και τους Κόκκινους και κυλίστηκε σε έναν από τους πιο σύντομους, αλλά και αιματοβαμμένους εμφυλίους πολέμους της οικουμένης. Τον Μάιο του 1918, οι Λευκοί επικράτησαν έχοντας ως πολιτικο-στρατιωτικό ηγέτη τον παλιό τσαρικό στρατηγό, Καρλ Γκούσταφ Έμιλ Μάνερχαϊμ και σημαντική υλική και στρατιωτική βοήθεια από τη Γερμανία του Κάιζερ. Ακολούθησε ένα λουτρό αίματος: στο σύνολο ενός πληθυσμού που τότε μετά βίας ξεπερνούσε τα τρία εκατομμύρια κατοίκους, 8.000 κομμουνιστές εκτελέστηκαν και ακόμη 20.000 αφέθηκαν να πεθάνουν από πείνα και δίψα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Λαπωνίας.

Παρά την απίστευτη σφαγή, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Φινλανδίας δεν τέθηκε εκτός νόμου, όσοι ηττημένοι Κόκκινοι παρέμειναν ζωντανοί δεν καταδιώχθηκαν και επέστρεψαν στις εστίες και τις εργασίες τους, η χώρα έσπευσε να υιοθετήσει νομοθεσία γενικής αμνηστίας για όσα διαδραματίστηκαν στη διάρκεια του εμφυλίου και πραγματοποιήθηκαν εκλογές για νέο κοινοβούλιο και κυβέρνηση, όπου το Ελσίνκι είχε ήδη παραχωρήσει πλήρη πολιτικά, κοινωνικά και μισθολογικά δικαιώματα στις γυναίκες ψηφοφόρους και εργαζόμενες – η δεύτερη χώρα που θέσπισε τέτοια μεταρρύθμιση μετά τη Νέα Ζηλανδία.

Μάλιστα, το 1926, σχηματίστηκε για πρώτη φορά, κυβέρνηση συνασπισμού ανάμεσα στους νικητές και τα κομματικά υπολείμματα των ηττημένων, με άξονα το πρώτο πρόγραμμα εκβιομηχάνισης της Φινλανδίας, που έως τότε βάσιζε την οικονομία της στη γεωργία, την αλιεία και τα δασικά προϊόντα, πρόγραμμα που είχε εντυπωσιακές ομοιότητες με όσα είχε αρχίσει να υλοποιεί η Σοβιετική Ένωση στην άλλη πλευρά της λίμνης Λάντογκα που τότε αποτελούσε το κατεξοχήν φυσικό σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η περίοδος του μεσοπολέμου ήταν ένα διάστημα αμοιβαίας δυσπιστίας και ανοιχτής όσο και ελάχιστα συγκαλυμμένης εχθρότητας ανάμεσα στη Μόσχα και το Ελσίνκι. Η Σοβιετική Ένωση και προσωπικά ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν φοβούνταν ότι η Φινλανδία θα αποτελούσε την προφανή προκεχωρημένη βάση των δυτικών εχθρών των σοβιετικών δημοκρατιών σε έναν νέο πολεμικό γύρο. Οι Φινλανδοί έτρεμαν στην ιδέα ότι η μικρή χώρα τους, των μόλις 3,7 εκατομμυρίων, θα έμπαινε στο στόχαστρο του Στάλιν για να αποκατασταθεί η εδαφική προτεραία της Οκτωβριανής Επανάστασης κατάσταση. Και οι δύο κοιτούσαν τον γεωγραφικό χάρτη με αγωνία – το Λένινγκραντ απείχε 26 χιλιόμετρα από τις στρατιωτικές βάσεις της φινλανδικής Καρελίας, οι πάγοι του χειμώνα γεφύρωναν στεριά και θάλασσα στον κόλπο του Βίιπουρι (σημερινό Βίμποργκ της Ρωσίας) και ολόκληρη η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις δύο χώρες καλυπτόταν από τις πρώτες μηχανοκίνητες μεραρχίες του Κόκκινου Στρατού.

Τον Αύγουστο του 1939, όταν δημοσιεύεται (μερικώς) το σύμφωνο μη επίθεσης ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση (σύμφωνο Ρίμπεντροπ -Μολότοφ), οι Φινλανδοί πανικοβάλλονται. Θεωρούν ότι η συμφωνία ανάμεσα στη Μόσχα και το Βερολίνο περιέχει ειδικό, μυστικό πρωτόκολλο το οποίο προβλέπει την με κάποιο τρόπο συνεργασία ή ανοχή των δύο δυνάμεων είτε στον τεμαχισμό της χώρας τους είτε στην εισβολή του Κόκκινου Στρατού. Σχηματίζεται νέα κυβέρνηση με ισχυρούς άνδρες τον στρατάρχη πλέον Μάνερχαϊμ και τον πολιτικό, Γιούχο Πάασικιβι. Ο δεύτερος μεταβαίνει στη Μόσχα, μετά τον διαμελισμό της Πολωνίας για διαπραγματεύσεις, ενώ ο πρώτος αναλαμβάνει να αναδιοργανώσει όπως-όπως τον φινλανδικό στρατό. Και οι δύο θεωρούν ότι ο πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση είναι αναπόφευκτος.

Στις διαπραγματεύσεις, ο Πάασικιβι μπλοφάρει ανοιχτά, όπως και ο Μολότοφ από πλευράς Σοβιετικών. Οι Φινλανδοί ζητούν υλική και στρατιωτική βοήθεια από τη Βρετανία και τη Γαλλία. Ο πρωθυπουργός της δεύτερης, Εντουάρ Νταλαντιέ υπόσχεται προσωπικά την αποστολή εκστρατευτικού σώματος 10.000 και έπειτα 50.000 Γάλλων για να εξασφαλιστεί η εδαφική ακεραιότητα της Φινλανδίας. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Νέβιλ Τσάμπερλεν υποστηρίζει ότι θα στείλει σμήνη των πολεμικών αεροσκαφών της RAF για να αναχαιτίσουν τον Κόκκινο Στρατό. Ο Μάνερχαϊμ πληροφορείται τις υποσχέσεις και σχολιάζει πικρόχολα : “Τα ίδια έλεγαν και στους Πολωνούς. Στο τέλος, θα μείνουμε μόνοι μας”.

Στις 30 Νοεμβρίου 1939 ξεσπά ο πόλεμος που θα επονομαστεί “Χειμερινός” με την επίθεση της Σοβιετικής Ένωσης σε τρία διαφορετικά σημεία των σοβιετο-φινλανδικών συνόρων: την Καρελία, τη Σάλα και το Πέτσαμο. Κανένας διεθνής παράγοντας δεν δίνει την οποιαδήποτε τύχη στους Φινλανδούς. Η νίκη του Κόκκινου Στρατού που αποτελείται από τέσσερις στρατιές των 560.000 ανδρών και η προέλαση στο Ελσίνκι θεωρούνται ζήτημα μερικών ημερών – ίσως και ωρών.

Οι Φινλανδοί έχουν άλλη άποψη. Ο Μάνερχαϊμ έχει συλλάβει ένα στρατηγικό σχέδιο άμυνας όπου ο φινλανδικός στρατός των 80.000 στρατιωτών και επιστρατευμένων (ανάμεσα του είναι και πολλές γυναίκες) θα προκαλέσει τις μέγιστες δυνατές απώλειες στον Κόκκινο Στρατό, προκειμένου είτε να επιβραδύνει την τελική του επικράτηση είτε να προκαλέσει πανικό στο Κρεμλίνο από την παράταση των εχθροπραξιών. Με αυτόν τον σκοπό, ο φινλανδικός στρατός έχει διασπαστεί σε μικρές και ευέλικτες μονάδες που κινούνται πάνω σε πέδιλα του σκι, στρατοπεδεύουν μέσα στα χιονοσκέπαστα δάση χωρίς μέσα θέρμανσης παρά μόνο τα ρούχα τους και μερικές φορητές θερμάστρες, φορούν αποκλειστικά λευκές στολές, αόρατες στο μάτι λόγω του χιονιού και διαθέτουν ελάχιστα φορητά όπλα και πυρομαχικά. “Πολεμήστε με ό,τι έχετε, ακόμη και με τα νύχια ή τα δόντια σας”, διατάζει ο Μάνερχαϊμ. Ορισμένοι Φινλανδοί λοχίες χρησιμοποιούν τα άδεια, γυάλινα μπουκάλια για να παρασκευάσουν ένα μείγμα βενζίνης που παίρνει φωτιά με ένα κουρέλι: είναι η πρώτη εφαρμογή της βόμβας-μολότοφ.

Ο “Χειμερινός Πόλεμος” που υποτίθεται ότι θα ήταν στρατιωτικός περίπατος για τη Μόσχα, εξελίχθηκε σε ένα άνευ προηγουμένου μακελειό εκατέρωθεν – αλλά, οι ολιγάριθμοι ούτως ή άλλως Φινλανδοί είναι εκείνοι που πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα. Εκατόν δέκα χιλιάδες είναι οι νεκροί του πολέμου και ακόμη 84.000 οι ανάπηροι, ενώ περίπου 55.000 ήταν τα ορφανά παιδιά εκ των οποίων τα 10.000 αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη γειτονική Σουηδία που άνοιξε τα σύνορα για να υποδεχθεί τους ανήλικους πρόσφυγες. Στον Κόκκινο Στρατό οι συνολικές απώλειες ξεπερνούν τους 230.000 νεκρούς, τραυματίες και αγνοουμένους μέσα στα χιόνια.

Οι Φινλανδοί έχουν και την τύχη και τις ακραίες καιρικές συνθήκες με το μέρος τους. Όταν το ιππήλατο πυροβολικό του Κόκκινου Στρατού προσπάθησε να διασχίσει την παγωμένη λίμνη Λάντογκα, μια ξαφνική μεταβολή του καιρού πρώτα έσπασε και έπειτα πάγωσε ξανά την επιφάνεια της λίμνης, εγκλωβίζοντας δεκάδες άλογα μέσα στους πάγους, όπου βρήκαν φρικτό θάνατο. Τα παγωμένα άλογα της Λάντογκα, αυτά τα χειμερινά γλυπτά θανάτου που παρέμειναν για μήνες ορατά στη λίμνη, υπήρξαν για χρόνια μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι φονικές μάχες εξαντλούν τις σωματικές και ψυχολογικές αντοχές και τις εφεδρείες της Φινλανδίας και την υπομονή του Στάλιν. Τον Φεβρουάριο του 1940, ξεκινούν εκ νέου διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός και την ειρήνευση, με φόντο την πολιορκία του Βίιπουρι από τον Κόκκινο Στρατό. Το αίμα ρέει άφθονο μέχρι τη στιγμή που οι Φινλανδοί ενδίδουν να παραδώσουν ολόκληρη την Καρελία και το στρατηγικό λιμάνι, Χάνκο στους Σοβιετικούς. Ο πληθυσμός, περίπου 350.000 άτομα κάθε ηλικίας, εκτοπίστηκε από την Καρελία και πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς προς το Ελσίνκι και τις άλλες φινλανδικές πόλεις της ενδοχώρας. Εκεί, και παρά τις αντιδράσεις μερίδας των πολιτικών, ο Πάασικιβι θα εκπονήσει ένα πρόγραμμα αναγκαστικής στέγασης των προσφύγων στις κατοικίες των υπόλοιπων Φινλανδών. “Δεν θα ιδρυθούν πια στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Φινλανδία και οι πρόσφυγες είναι οι πρώτοι που υπερασπίστηκαν την πατρίδα μας”, είπε ο Πάασικιβι στους αντιδρώντες, επιβάλλοντας προσωπικά το πρόγραμμα περίθαλψης των προσφύγων.

Ο συνεχιζόμενος πόλεμος

Ο Χειμερινός Πόλεμος και οι λυσσώδεις μάχες του εξωθούν το ναζιστικό Βερολίνο σε εσφαλμένα συμπεράσματα για την πραγματική, οργανωτική και μαχητική, ικανότητα του Κόκκινου Στρατού, ενώ η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ παραγνωρίζει τις ιδιομορφίες ενός πολέμου σε συνθήκες πολικού ψύχους. Ο Χίλτερ και οι επιτελείς του θεωρούν ότι είναι ζήτημα εβδομάδων η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, μόλις ξεκινήσει η “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα”. Στην έναρξη της εισβολής των γερμανικών στρατευμάτων στη Σοβιετική Ένωση, οι Φινλανδοί συντάσσονται με τους ναζί, καταλήγοντας σε μία συμφωνία όπου οι πρώτοι θα πολεμήσουν για να ανακτήσουν την Καρελία. Σύμφωνα με τον Μάνερχαϊμ, που προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτήν την επιλογή που υπαγορεύτηκε από τον ίδιο, τον πρόεδρο της χώρας, Ράιστο Ρίτι και τους διαδοχικούς, κουίσλινγκ πρωθυπουργούς, Γιόχαν Βίλελμ Ράνγκελ και Έντβιν Λινκόμιες, “είχαμε μπροστά μας μόνο απαίσιες επιλογές, όλες τους, πολύ κακές. Καταλήξαμε σε αυτήν που φαινόταν η λιγότερο κακή”. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι ο Μάνερχαϊμ θα επαναλάβει αυτή την φράση τρία χρόνια αργότερα, όταν θα αρχίσει να οικοδομείται το δόγμα φινλανδοποίησης της εξωτερικής τε και εσωτερικής πολιτικής της χώρας προς τη Μόσχα, με τον ίδιο στη θέση του προέδρου. Η Φινλανδία δείχνει να έχει μπροστά της πάντα μόνο απαίσιες επιλογές…

Η σύμπραξη της Φινλανδίας με τη ναζιστική Γερμανία σε αυτήν την περίοδο που ονομάστηκε “Συνεχιζόμενος Πόλεμος”, δεν είναι ανέφελη ούτε και ομαλή για “συμπολέμους”, όπως χαρακτήριζαν τη σύμπραξη οι Φινλανδοί πολιτικοί. Μετά την ανακατάληψη της Καρελίας, οι φινλανδικές κυβερνήσεις θα αρνηθούν να παραδώσουν στους ναζί τους Εβραίους της χώρας και τους Εβραίους πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη (με εξαίρεση μια ολιγάριθμη ομάδα που είχε δραπετεύσει από την Πολωνία την άνοιξη του 1941). Παράλληλα, θα αρνηθούν να συνδράμουν τους Γερμανούς στην πολιορκία του Λένινγκραντ, προκαλώντας παράκρουση πρώτα στον Χίτλερ και μετά στον στρατάρχη Έριχ φον Μάνσταϊν, ενώ ο Στάλιν πρόσεξε και αξιολόγησε θετικά τη στάση αυτή των Φινλανδών. Αποτέλεσμα αυτής της φινλανδικής απόφασης, ήταν μία μεραρχία της Βέρμαχτ που στάθμευε στη Λαπωνία να στραφεί ενάντια στους Φινλανδούς της μεθορίου, τον χειμώνα του 1943, προκαλώντας μια άνευ προηγουμένου σφαγή, έως την τελική ήττα της από τα φινλανδικά στρατεύματα και τη μεταφορά των επιζώντων με τρένα στα παλιά σύνορα Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης στη χερσόνησο της Καρελίας. Εκεί, οι Γερμανοί στρατιώτες διατάχθηκαν να διασχίσουν τον πάγο που κάλυπτε τα νερά με κατεύθυνση το υπό πολιορκία Λένινγκραντ, όπου και εξοντώθηκαν από τα πυρά του Κόκκινου Στρατού. Πάντως στη Λαπωνία παρέμεναν γερμανικές δυνάμεις, περίπου 100.000 άνδρες, οχυρωμένοι σε δικά τους φρούρια έως και το 1944, όταν και εκδιώχθηκαν από τους Φινλανδούς, έπειτα και από την οριστική κατάληξη στις ειρηνευτικές διαδικασίες με τη Μόσχα.

Η συντριβή της Βέρμαχτ από τον Κόκκινο Στρατό επανάφερε τους Φινλανδούς πολιτικούς και στρατιωτικούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Μόσχα και ενώ ο Στάλιν είχε σταματήσει προσωπικά την αναδιοργάνωση του Κόκκινου Στρατού και την προέλαση προς την Καρελία. Το καλοκαίρι του 1944, η κυβέρνηση συνεργασίας με τους ναζί και επικεφαλής τον Έντβιν Λινκόμιες κατέρρευσε και την προσωρινή προεδρία της χώρας ανέλαβε ο Μάνερχαϊμ. Σκοπός πια των Φινλανδών ήταν “να συνυπάρξουμε με τους γείτονες, διδασκόμενοι από τα λάθη του παρελθόντος. Όλων μας τα λάθη”, σύμφωνα με τη φράση του Πάασικιβι.

Από τα λάθη του φαίνεται ότι διδασκόταν και ο Στάλιν. Ενόψει της απώθησης της Βέρμαχτ μέχρι και το Βερολίνο, ο ηγέτης του Κρεμλίνου, όπως έχουμε ήδη γράψει, σταμάτησε κάθε πολεμική εμπλοκή στην Καρελία, αξιολογώντας θετικά και την απόφαση των Φινλανδών για παύση κάθε πολεμικής δραστηριότητας μετά την επικράτηση σε βάρος του Κόκκινου Στρατού στο φινλανδικό τμήμα της χερσονήσου. Και σίγουρα, το σκληρό μάθημα και το ματωμένο πάθημα του “Χειμερινού Πολέμου” δεν μπορούσε να επαναληφθεί για να τρωθεί εκ νέου το προσωπικό κύρος του Στάλιν και η πολεμική ακτινοβολία του Κόκκινου Στρατού μετά την κατατρόπωση της Βέρμαχτ στο Στάλινγκραντ, τη Μόσχα, το Κουρσκ και το Λένινγκραντ. Οι δύο χώρες και οι πολιτικές ηγεσίες τους έδειχναν όντως να έχουν διδαχθεί από τα προπολεμικά λάθη τους και τις μεσοπολεμικές μπλόφες τους.

“Φινλανδοποίηση”

Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1944 και ολοκληρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Οι Φινλανδοί παραχωρούσαν στη Σοβιετική Ένωση μια λωρίδα γης στη Χερσόνησο της Καρελίας, την πόλη του Βίιπουρι/Βίμποργκ και μία ναυτική βάση στην περιοχή μαζί με τα ορυχεία νικελίου στον Αρκτικό Ωκεανό. Παράλληλα ψηφιζόταν ειδική νομοθεσία ενάντια στους συνεργάτες πολιτικούς των Γερμανών που προσδιορίστηκαν ονομαστικά και στενά ανάμεσα σε οκτώ μόλις πρόσωπα και καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης, ενώ η φινλανδική κυβέρνηση αναλάμβανε να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό και τις ένοπλες δυνάμεις από φιλοναζιστικά στοιχεία. Ας σημειωθεί βέβαια το γεγονός ότι μετά την έκτιση των ποινών, πάρα πολλοί παλιοί ναζιστές ξαναβρήκαν τον δρόμο για τη μεταπολεμική, πολιτική και οικονομική, αποκατάσταση. Τέλος, το Ελσίνκι υποχρεωνόταν να καταβάλει πολεμικές επανορθώσεις στη Μόσχα, ύψους 300 εκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων μέσα σε έξι χρόνια, ποσό και διάρκεια που αναπροσαρμόστηκαν το 1948, σε 226 εκατομμύρια και οκτώ χρόνια, αντίστοιχα.

Με εξαίρεση τον όρο περί αποζημιώσεων, όπου υπήρξε αρχική και σκληρή κριτική από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, η συμφωνία έτυχε της καθολικής πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής στη Φινλανδία. Στις πρώτες βουλευτικές εκλογές της επόμενης χρονιάς, με σύστημα απλής αναλογικής, το Κομμουνιστικό Κόμμα αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες με το 25% των ψήφων και των εδρών. Έναν χρόνο αργότερα, ο Γιούχο Πάασικιβι αναδείχθηκε πρόεδρος της Φινλανδίας, διαδεχόμενος τον στρατάρχη Μάνερχαϊμ, θέση που κράτησε για δέκα χρόνια, έως το 1956. Μετά από τον Πάασικιβι, τη θέση ανέλαβε ο Ούρχο Κέκονεν, που παρέμεινε πρόεδρος έως και το 1981.

Οι δύο αυτοί πρόεδροι που παρέμειναν στον θώκο έως το βαθύ γήρας των 80 ετών και έχοντας ως δεύτερη γλώσσα τα ρωσικά, ενσάρκωσαν την περίφημη πολιτική της φινλανδοποίησης που επίσημα στη χώρα ονομάζεται “δόγμα Πάασικιβι-Κέκονεν”. Τον απαξιωτικό και περιφρονητικό όρο “φινλανδοποίηση” εισήγαγαν πρώτα οι Αμερικανοί και έπειτα, για κάποια χρόνια, το ΝΑΤΟ, κυρίως μετά το 1956 και την επέμβαση του Κόκκινου Στρατού στην Ουγγαρία.

Η Φινλανδία σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου απέφευγε συστηματικά να αντιπαρατεθεί σε ζητήματα διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής με το Κρεμλίνο. Δεν καταδικάστηκαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της Μόσχας στην Ουγγαρία, το 1956, και την Τσεχοσλοβακία, το 1968, όπως και η εισβολή στο Αφγανιστάν, το 1979. Σε μία χώρα που είχε ένα από τα παλιότερα και πιο φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα και απολάμβανε πρωτοφανή ακόμη και για δυτική ή σκανδιναβική δημοκρατία οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ισότητα, ο Τύπος αυτολογοκρινόταν ασύστολα για όσα διαδραματίζονταν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ή στις “ενοχλητικές” ειδήσεις πέρα από τη συνοριακή γραμμή και τα παλιά όρια της λίμνης Λάντογκα. Το 1971, όταν ένας εκδοτικός οίκος αποφάσισε να εκδώσει το βιβλίο, “Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ” του Αλεξάντερ Σολζενίτσκιν, η κυβέρνηση απαγόρευσε την κυκλοφορία και κατάσχεσε τα πρώτα αντίτυπα του. Το 1973, ο πρόεδρος Κέκονεν έσπευσε να ενημερώσει προσωπικά τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ για την απόφαση του φινλανδικού κοινοβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και να τον διαβεβαιώσει πως η ένταξη αυτή σε καμία περίπτωση δεν θα έπληττε τις καλές διμερείς σχέσεις ανάμεσα στη Μόσχα και το Ελσίνκι. Η “δυσφορία”, όπως ερμηνεύτηκε, του Μπρέζνιεφ οδήγησε το φινλανδικό κοινοβούλιο σε μία πρωτάκουστη απόφαση : επιβράδυνε τον ρυθμό των διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ (η Φινλανδία έγινε πια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις το 1995) και ταυτόχρονα ανέβαλε τις προεδρικές εκλογές για τέσσερα χρόνια με ειδικό, πολιτειακό νόμο, προκειμένου να εξαλείψει την πιθανότητα να εκλεγεί πρόεδρος ένας υποψήφιος που οι Σοβιετικοί “δεν τον θεωρούσαν αρκετά του χεριού τους”, σύμφωνα με την έκφραση της Ουάσιγκτον.

Το 1979, η απόφαση της Φινλανδίας να μην καταδικάσει ή έστω να σχολιάσει την εισβολή του Κόκκινου Στρατού στο Αφγανιστάν, αποδοκιμάστηκε ανοιχτά και επιθετικά από το αμερικανικό κατεστημένο. Στο σχετικό editorial των New York Times της εποχής αναλύεται το σκεπτικό της φινλανδοποίησης κατά τους Αμερικανούς πολιτικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες : “Η φινλανδοποίηση είναι μια αξιοθρήνητη κατάσταση όπου ένας μικρός και αδύναμος γείτονας, τρομαγμένος από τη δύναμη και την πολιτική σκληρότητα μιας ολοκληρωτικής υπερδύναμης, κάνει εξευτελιστικές και επαίσχυντες παραχωρήσεις των κυριαρχικών ελευθεριών του. Η στάση αυτή είναι μία στάση δειλίας”.

Όταν πληροφορήθηκε το δημοσίευμα των New York Times, ο πρόεδρος Κέκονεν σχολίασε ως εξής: “Κανένα κράτος, καμία χώρα δεν απολαμβάνει την απόλυτη ανεξαρτησία. Δεν υπάρχει ούτε ένα κράτος που να μη χρειάστηκε να υποκύψει σε ιστορικά αναπόφευκτα. Το πόσο δειλοί είναι οι Φινλανδοί, το έχουν αποδείξει όταν χρειάστηκε να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Το πόσο απέφυγαν να μας βοηθήσουν κάποιοι εκείνη την κρίσιμη ώρα, την ώρα της ανάγκης, το απέδειξε η ιστορία. Έχουμε συγκεκριμένους γείτονες και συγκεκριμένο πολιτικό και γεωπολιτικό παρελθόν, όπως δεν το έχουν στις ΗΠΑ ή τη Δυτική Γερμανία όπου σήμερα μας επικρίνουν. Σε όλους αυτούς, λέμε τούτο: ως χώρες που εισάγετε τα πολλά, πρωτότυπα και αξιόπιστα, βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα μας, σκεφτείτε ότι αυτά οφείλονται στις θυσίες, την εργασία, αλλά και την ειρήνευση και την ηρεμία της φινλανδικής κοινωνίας. Αλλά δεν τρέφουμε και αυταπάτες – η φινλανδοποίηση δεν είναι προϊόν προς εξαγωγή”.

Βέβαια και κατά την ίδια περίοδο και ο “δυνατός και σκληρός” γείτονας, η Σοβιετική Ένωση, είχε κάνει τις δικές του κινήσεις. Μετά την αποκατάσταση πλήρων εμπορικών σχέσεων που σε έναν μεγάλο βαθμό “αντικατέστησαν” την υποχρέωση καταβολής πολεμικών επανορθώσεων, η Μόσχα αποστρατιωτικοποίησε σταδιακά και σε έναν μεγάλο βαθμό τα σύνορα της με την Φινλανδία, απέσυρε τα βαρέα όπλα και πυροβόλα στα παγωμένα υψίπεδα της Πορκάλα, έξω από το Ταλίν της Εσθονίας, που έβλεπαν “πιάτο” το Ελσίνκι και υποβάθμισε μέχρι λουκέτου τις ναυτικές βάσεις της στην Καρελία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Στάλιν απέσυρε και την οποιαδήποτε υποστήριξη στο φινλανδικό Κομμουνιστικό Κόμμα που σύντομα εξαφανίστηκε, εξηγώντας την απόφαση του ως εξής: “Τι να τους κάνω τους Φινλανδούς κομμουνιστές, όταν μπορώ να συνεννοηθώ τόσο καλά με τον Πάασικιβι;¨”.

Αντίθετα, τα αγαθά και τα πλεονεκτήματα της φινλανδοποίησης στην οικονομία και την κοινωνία, για να θυμηθούμε τη φράση του Κέκονεν, θα μπορούσαν να αποτελέσουν “προϊόντα προς εξαγωγή” με προορισμό τις δυτικές δημοκρατίες. Η πάλαι ποτέ φτωχή, αγροτική και δασική χώρα των 3,7 εκατ. κατοίκων, κατάφερε να είναι ακόμη και σήμερα μία προηγμένη καπιταλιστική χώρα 5,56 εκατ. κατοίκων με αιχμή του οικονομικού της δόρατος τη βιομηχανία, την τεχνολογία και τις υπηρεσίες. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να έχει γίνει χωρίς ένα αυστηρά δημόσιο, αξιόπιστο και αποκεντρωμένο, εκπαιδευτικό σύστημα που βρίσκεται σταθερά ψηλά στις αξιολογικές κατατάξεις όλων των διεθνών οργανισμών.

Οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη δίγλωσση Φινλανδία (επίσημες γλώσσες της χώρας είναι τα φινλανδικά και τα σουηδικά, καθώς υπάρχει σημαντική σουηδική μειονότητα στο έδαφος της χώρας), είναι οι καλύτερα και υψηλότερα αμειβόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, με εξίσου αυστηρή και διαρκή αξιολόγηση και επανεκπαίδευση. Ακόμη και τα ιδιωτικά σχολεία βρίσκονται υπό δημόσιο και αποκεντρωμένο έλεγχο και κρατική εποπτεία και χρηματοδότηση με τους ίδιους όρους που ισχύουν και στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη Φινλανδία πρέπει να είναι απόφοιτοι τουλάχιστον πανεπιστημίου με προτεραιότητα σε όσους έχουν μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, ακόμη και οι αστυνομικοί όπου επιλέγονται έπειτα από εξετάσεις κυρίως απόφοιτοι σχολών ψυχολογίας και κοινωνικών επιστημών.

Αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης και καθολικής προτεραιότητας είναι πως οι Φινλανδοί μαθητές πρωτοπορούν στους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες, την έρευνα, την κατανόηση και την ανάπτυξη κειμένου, τις δεξιότητες. Στο εκπαιδευτικό σύστημα επίσης δίνεται έμφαση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα αγγλικά, όπως και τα ρωσικά έχουν περίοπτη θέση – ακολουθούν τα γερμανικά. Την ίδια στιγμή και σταθερά, η Φινλανδία έχει κρατήσει υποχρεωτική τη στρατιωτική θητεία για τους άνδρες που υπηρετούν για 12 μήνες και επανεκπαιδεύονται κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια για μερικές εβδομάδες και έως την ηλικία των 37 ετών και εθελοντική για όσες γυναίκες το επιθυμούν. Ίσως είναι περιττό να επισημάνουμε ότι το πλαίσιο διεθνών σχέσεων που διαμορφώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στη Φινλανδία και τη Σοβιετική Ένωση, παραμένει εν πολλοίς εν ισχύι ακόμη και σήμερα, ανάμεσα πια στο Ελσίνκι και το Κρεμλίνο του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Φυσικά, η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 έχει επηρεάσει καταλυτικά τη φινλανδική οικονομία και πολιτική, αν και η χώρα παραμένει σταθερά, από άποψη όλων των συνυπολογιζόμενων δεικτών, στις 14 πλουσιότερες του κόσμου: το 2018, η Φινλανδία παρουσίαζε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1,6% του ΑΕΠ, που διαμορφωνόταν στα 270 δισ. ευρώ, την ώρα που το κατά κεφαλήν εισόδημα βρισκόταν στα 47.598 ευρώ τον χρόνο (το 2009, ήταν στα 50.089 ευρώ). Αποτέλεσμα των κρισιακών κραδασμών είναι η πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος και η απώλεια της κυβερνητικής ηγεμονίας από τους Σοσιαλδημοκράτες. Στις τελευταίες εκλογές, της 4ης Απριλίου 2019, κανένα κόμμα δεν ξεπέρασε το 18% των ψήφων και δεύτερη δύναμη πίσω από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αναδείχθηκαν οι ακροδεξιοί Καθαροί Φινλανδοί με 17,48%. Σήμερα, η χώρα έχει ως πρωθυπουργό την 34χρονη σοσιαλδημοκράτισσα Σάννα Μαρίν, που έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και μεγάλωσε σε οικογένεια “του ουράνιου τόξου” με δύο μητέρες. Ηγείται μιας κυβέρνησης κοινοβουλευτικής ανοχής και συνεργασίας ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες, τους φιλελεύθερους Κεντρώους, την οικολογική Πράσινη Συμμαχία και τους κεντροδεξιούς της Εθνικής Συμμαχίας, με την κατά περίπτωση κοινοβουλευτική και πολιτική υποστήριξη και της Αριστερής Συμμαχίας.

Αν δεχτούμε τη φράση του Κέκονεν ως απόλυτα αληθινή, τότε η φινλανδοποίηση δεν προσφέρεται για εξαγωγή. Από την άλλη, αναρωτιέται κανείς αν η Αθήνα έχει υποκύψει σε “ιστορικά αναπόφευκτα” και σε μία “στάση δειλίας” όχι απέναντι στην Άγκυρα, αλλά απέναντι στη Ουάσιγκτον και τους κατά καιρούς τοποτηρητές της στην ελληνική επικράτεια που διασφαλίζουν τα συμφέροντα της “σκληρής υπερδύναμης” στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο.

Πάντως, αν ποτέ θελήσει η Ελλάδα να γίνει όχι η “Δανία του Νότου”, όπως υποσχόταν κάποτε ψευδώς ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, αλλά η “Φινλανδία της Μεσογείου”, ας θυμούνται ορισμένοι ότι τα σωστά μοντέλα αντιγραφής και μίμησης είναι σαν τα σωστά κτήρια και ανεγείρονται από τα θεμέλια – η σημασία και η προτεραιότητα που δίνουν οι Φινλανδοί στο εκπαιδευτικό τους σύστημα και την παιδεία των σημερινών και αυριανών πολιτών τους θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή αρχή για τη… φινλανδοποίηση της Ελλάδας.  

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα