“Το μοντάζ είναι κάπως σαν τον θάνατο. Κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά ένα πρόσωπο πριν αυτό πεθάνει”. Η ετυμηγορία του Πιερ Πάολο Παζολίνι για την αλήθεια στην Έβδομη Τέχνη ισχύει και για τη δική του βιολογική ζωή και δημόσια παρουσία που διακόπηκαν απότομα με τη δολοφονία του σαν σήμερα, 2 Νοεμβρίου του 1975.
Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι αυτή η απότομη λήξη του βίου του είναι μάλιστα που επικυρώνει και αντιστρέφει τη ρήση του: όσο το τέλος του μοντάζ κλείνει το κινηματογραφικό έργο και επιτρέπει να το γνωρίσουμε, τόσο ο θάνατος ενός φυσικού προσώπου ανοίγει τη μονταζιέρα για την ανασύνθεση της προσωπικότητάς του: διαδικασία που ελλείψει κάποιου αυταρχικού auteur με τον τελικό λόγο, δεν κλείνει ποτέ.
Η διαφορά του Παζολίνι είναι ότι για εκείνον, υπήρξαν δύο οι εν ενεργεία post-mortem μονταζιέρες, με τις λειτουργίες τους ριζικά διαφορετικές. Η μία είναι καλογυαλισμένη: έχει τα γρανάζια της μοιρασμένα στα φεστιβάλ και τις σχολές κινηματογράφου, τα δοκίμια για το σινεμά, τις ακαδημίες που διυλίζουν την πρωτοπορία από το έργο. Μοντάρει και ξαναμοντάρει συνεχώς τον Παζολίνι ως κινηματογραφιστή σε εναλλασσόμενα πάνελ και δοκίμια που επαναλαμβάνουν με συσσίφειο τρόπο τη διαδρομή από το Ακατόνε στις 120 Μέρες στα Σόδομα ξανά και ξανά και ξανά – εσχάτως και σε σεμινάρια μέσω Zoom.
Η άλλη μονταζιέρα είναι θορυβώδης και προβληματική. Κολλάει, βγάζει καπνούς, καίει τα φιλμ και τσοντάρει b-rolls από άλλες ταινίες. Συνηθέστερα απτόητη από τις κινηματογραφικές αρετές του δημιουργού με τον οποίον καταπιάνεται, πραγματοποιεί από καιρού εις καιρόν αυτοψίες στην Ιταλία της δεκαετίας του ‘70, έχοντας το σώμα του Παζολίνι ως το πιο βολικό σημείο να κάνει την πρώτη του τομή το νυστέρι. Αυτή η μονταζιέρα μοιάζει νεκροφιλική, επιστρέφοντας συνεχώς στις περιστάσεις του θανάτου του με μία εμμονή στα όρια της πρωκτικής καθήλωσης, αναμοχλεύοντας συνεχώς τη μακρά κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου και τα αόρατα θανατηφόρα χτυπήματα που άφησε στο σώμα της ανθρωπότητας.
Ο Παζολίνι είχε το κατάλληλο προφίλ για να πεθάνει βίαια. Ως κομμουνιστής (έστω και με παλινωδίες) εν τω μέσω μίας αντι-εξέγερσης, μπροστά στη βία της οποίας ωχριούσαν οι δικτατορίες των γειτονικών χωρών. Ως αντικαθεστωτικός με δημόσιο λόγο σε μία εποχή που η παρακμή της πολιτικής πρακτικής τραυμάτιζε σχεδόν κάθε φωνή. Και τέλος, ως ομοφυλόφιλος στο μέσο μιας εποχής που κανονικοποιούσε τη θνησιμότητα της σεξουαλικής παρέκκλισης – πρώτα με το όπλο του φασίστα και την επόμενη δεκαετία που δεν πρόλαβε να ζήσει ο ίδιος, εξισώνοντας το AIDS με μαύρη πανούκλα που έστειλε ο Θεός στους μιαρούς.
Έτσι, για δεκαετίες, ο θάνατος του Παζολίνι μπορούσε να θεωρείται “απλή” παρενέργεια της ομοφυλοφιλίας του, ένα φυσικό απότοκο μιας σεξουαλικότητας που τολμούσε να βγει στο προσκήνιο προς μεγάλη ικανοποίηση των ιδρωμένων κίτρινων φυλλάδων της παρακρατικής ακροδεξιάς που έχει καταλάβει το ιταλικό mainstream. Δημοσιογραφικές έρευνες που αμφισβητούσαν σοβαρά ότι η αιτία ήταν ένα ψωνιστήρι που πήγε στραβά είχαν στο πλευρό τους και τις ενδείξεις από τη στοχευμένη βαρβαρότητα της επίθεσης: τους λιωμένους όρχεις· το καμένο πτώμα. Αλλά δεν στάθηκαν ικανές να αλλάξουν τις κυρίαρχες εντυπώσεις.
Δεκαετίες μετά, αποκαλύφθηκε αυτό που κάποιοι είχαν καταλάβει εξαρχής, ότι ο Παζολίνι σκοτώθηκε σε ενέδρα και ότι ο θάνατός του επήλθε από ομάδα δραστών. Ήταν ένα μαφιόζικο χτύπημα. Η εξήγηση ήρθε πάλι γρήγορα: ο Παζολίνι είχε μπλέξει με έναν εκβιαστή που είχε κλέψει τις μπομπίνες για τις 120 Μέρες στα Σόδομα. Σύμφωνα με το νέο αφήγημα, προσεκτικά ταιριασμένο στις ανάγκες του 21ου αιώνα, ο Παζολίνι δεν πέθανε ως ομοφυλόφιλος, αλλά ως κινηματογραφιστής.
Οι αποκαλύψεις θα συνεχίζονταν και φτάνουν σχεδόν μέχρι σήμερα. Άλλα στοιχεία άρχισαν να δένουν με την υπόθεση: οι κατηγορίες του Παζολίνι κατά του μαφιόζικου καθεστώτος της Χριστιανοδημοκρατίας μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων. Το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα Petrolio που θεωρήθηκε ότι περιέχει αρκετές άβολες αλήθειες για τη διεφθαρμένη άρχουσα τάξη της Ιταλίας.
Και φυσικά, σε ευθεία σύνδεση με τα παραπάνω, ήταν οι θεωρίες που είχε αναπτύξει στα τελευταία χρόνια της ζωής του για την επιβίωση και οριζόντια εξάπλωση του φασισμού μέσα από το μοντέλο διακυβέρνησης της Ιταλίας που έφτιαχναν μία απειλητική δημόσια γλώσσα. Απειλητική ακριβώς επειδή η κριτική του δεν ομοίαζε με τα φληναφήματα που γέμισαν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης από τη δεκαετία του ‘90 και εντεύθεν, υποβοηθούμενα από τους αφορισμούς σε ιλουστρασιόν, ότι ο φασισμός είναι οποιαδήποτε κακή ατομική συμπεριφορά.
Εν αντιθέσει με τον “καθημερινό φασισμό” των μαϊντανών του τότε και του τώρα, η αφήγηση του Παζολίνι για την εξάπλωση του φασισμού είχε υλικότητα. Εντοπιζόταν στην παρακμή των κοινωνικών εκπροσωπήσεων της Καθολικής Εκκλησίας, στην κενή σημειολογία των αντιστάσεων χωρίς όραμα και στον πολιορκητικό κριό που είχαν στήσει στην κορυφή του κράτους βιομήχανοι και μαφιόζοι, υποβοηθούμενοι πάντα από την αμερικάνικη αρωγή. Αυτοί οι τρεις παράγοντες στάθηκαν ικανοί να κάμψουν το πιο μάχιμο μεταπολεμικό κομμουνιστικό κίνημα στην Ευρώπη, χτυπημένο τόσο από τις παρακρατικές δολοφονίες των διαφόρων Καλαμπρέζι, όσο και από το αδειασμένο του περιεχόμενο, χτυπημένο ανεπανόρθωτα από τον ιστορικό συμβιβασμό.
Αφ’ ης στιγμής ο ίδιος δεν είναι εδώ για να μοντάρει τη ζωή του, μπορούμε πλέον να πούμε παρά τις ενστάσεις του ότι ο Παζολίνι δολοφονήθηκε κατά βάση ως ένας πρότυπος κομμουνιστής. Οι γελοίες επιμέρους απόψεις στις οποίες τον καταδίκασε το συγκρουσιακό ταμπεραμέντο του κατά καιρούς δεν μπορούν να αλλάξουν το γεγονός ότι η ίδια η πράξη της δολοφονίας του ήταν η ταπεινωτική καταστολή ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στην αδυσώπητη κριτική του υπάρχοντος. Κι αυτή είναι η διαφορά του Παζολίνι με αυτούς που θα μονταριστούν σε δημόσια θέα στις νεκρολογίες του μέλλοντος.
Η έκρηξη των τιμών στην ενέργεια δεν προέρχεται από λάθος χειρισμούς των «27», αλλά από κεντρικές ταυτοτικές επιλογές τους.
27.
03.
22