ΑΘΗΝΑ
01:14
|
27.04.2024
Το άρθρο του δημοσιογράφου και συνιδρυτή του Ιντερσεπτ, Γκλεν Γκρήνγουολντ, που θίγει την Ουκρανική εμπλοκή των Μπάιντεν και οδήγησε στην παραίτηση του Γκρήνγουολντ.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το άρθρο του Glenn Greenwald για τον Τζο Μπάιντεν, υποψήφιο των Δημοκρατικών για την Προεδρία των ΗΠΑ, και τον γιό του Χάντερ Μπάιντεν, που λογοκρίθηκε από το Intercept, δημοσιεύουμε εδώ μεταφρασμένο. Ο ίδιος ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι το κείμενο δημοσιεύεται χωρίς «χτένισμα» και με πιθανά τυπογραφικά και συντακτικά λάθη, θυμίζοντας ότι, για να δημοσιευτεί, οι αρχισυντάκτες του ζητούσαν να αφαιρεθούν όλες οι παράγραφοι που ήταν αρνητικές για τους Μπάιντεν. 

«Τίτλος: Το αληθινό Σκάνδαλο: Τα Αμερικάνικα Μέσα Ενημέρωσης λένε ψέμματα για να υπερασπίσουν το Τζο Μπάιντεν από τα ημεηλ του Χάντερ

Η δημοσίευση από την Νιού Γιόρκ Ποστ, προ δύο εβδομάδων, των ημεηλς από το λάπτοπ του Χάντερ Μπάιντεν, που αφορούσαν στη δουλειά του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν στην Ουκρανία, και τα άρθρα που ακολούθησαν σε άλλα μέσα και αφορούσαν τις προσπάθειες της οικογένειας Μπάιντεν να κάνει μπίζνες στην Κίνα, προκάλεσαν τις τεράστιες και ασυνήθιστες προσπάθειες από μια ντε φάκτο ένωση μέσων ενημέρωσης, γιγάντων της Σίλικον Βάλεϊ και υπηρεσιών πληροφοριών, να τα εξαφανίσουν. 

Ένα από τα αποτελέσματα ήταν ότι η προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν κατέληξε, λογικά, ότι δεν υπήρχε ανάγκη να απαντήσει ο υποψήφιος της ούτε στα πιο βασικά και σχετικά ερωτήματα που ήγηρε αυτό το υλικό. Και αντί να καταδικάσουν το Μπάιντεν που απόφευγε αυτά τα ερωτήματα – φυσικό κι ενστικτώδες για έναν υγιή Τύπο όταν πρόκειται για προεδρικές εκλογές – οι δημοσιογράφοι κάναν ότι μπορούσαν, ηγέτες στην προσπάθεια εξεύρεσης δικαιολογιών για την σιωπή του Μπάιντεν. 

Μετά το αρχικό άρθρο της Ποστ, τόσο η συγκεκριμένη ερφημερίδα όσο και άλλα μέσα, δημοσίευσαν κι άλλα ημέηλ και κείμενα, κυρίως γραμμένα από ή προς τον Χάντερ Μπάιντεν, ενδεικτικά των προσπαθειών του να κάνει τον πατέρα του να κινηθεί υπέρ της Ουκρανικής ενεργειακής εταιρίας Μπουρίσμα (Burisma), στην οποία ο Χάντερ ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου με μισθό 50.000 δολάρια το μήνα, όπως και προτάσεις για επικερδείς επιχειρηματικές ευκαιρίες στην Κίνα, που προσέβλεπαν στην επιρροή που είχε στον πατέρα του.  

Άτομα που αναφέρονται σε ορισμένα ημέηλ επιβεβαιώνουν την αυθεντικότητα του περιεχομένου τους. Ένας από τους πρώην συνεταίρους του Χάντερ, ο Τόνυ Μπουμπολίνσκι, βγήκε μπροστά και επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα των ημέηλ, και επέμεινε ό,τι ο Χάντερ, μαζί με τον αδελφό του Τζο Μπάιντεν, Τζομ, σχεδίαζαν να περιλάβουν τον πρώην αντιπρόεδρο σε τουλάχιστον μία επιχειρηματική συμφωνία τους στην Κίνα. Και ο στατιστικολόγος των Ρεπουμπλικάνων, Φρανκ Λαντζ (Frank Luntz), που εμφανιζόταν σε μία σειρά ημέηλ, επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα, παρ’ ότι αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που ακολούθησαν.   

Μέχρι τώρα, δεν έχει υπάρξει απόδειξη από πλευράς Μπουμπολίνσκι, ότι ο Μπάιντεν συμμετείχε όντως σε κάποια από τις συζητούμενες επιχειρηματικές συμφωνίες. Η Γουώλ Στρητ Τζόρναλ έγραψε ότι δε βρήκε εταιρικά αρχεία που να δείχνουν ότι κάποια συμφωνία ολοκληρώθηκε και όρι «τα μηνύματα και τα ημέηλ σχετικά με την επιχειρηματική προσπάθεια που παρέδωσε στην Τζόρναλ ο κ. Μπομπουλίνσκι, τα περισσότερα από την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2017, δεν δείχνουν να συζητείται συμμετοχή του Τζο Μπάιντεν ούτε από πλευράς Χάντερ Μπάιντεν ούτε από πλευράς Τζέημς Μπάιντεν».

Όμως, κανείς δεν είχε, έτσι κι αλλοιώς, υποστηρίξει ότι ολοκληρώθηκαν κάποιες τέτοιες συμφωνίες, οπότε το συμπέρασμα δεν καταρρίπτει την υπόθεση. Επιπλέον, πολλά μηνύματα και ημέηλ, που η αυθεντικότητα τους δεν έχει αμφισβητηθεί, δείχνουν ολοκάθαρα ότι ο Χάντερ ήταν απόλυτος πως οποιαδήποτε συζήτηση για την εμπλοκή του Αντιπροέδρου έπρεπε να γίνεται μόνον προφορικά και ποτέ τίποτε να μη γραφτεί. 

Πέραν τούτου, η αρθρογράφος της Τζόρναλ, Κίμπερλυ Στράσελ, που μελέτησε μια ντάνα έγγραφα, βρήκε «ότι η αλληλογραφία και τα ημεηλ που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα από τη Νιού Γιόρκ Ποστ ενισχύονται και εξαπλώνονται», και μέσα σε αυτά και αυτά στα οποία ο Χάντερ επέμενε ότι η σχέση του με τον πατέρα του ήταν το μεγαλύτερο κεφάλαιο που επεδίωκαν οι κινέζοι μεγαλοεπιχειρηματίες με τους οποίους διαπραγματευόταν. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Κυριακάτικοι Νιού Γιόρκ Τάιμς: παρότι δεν υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι η συμφωνία έκλεισε «τα αρχεία που παρουσίασε ο κ. Μπομπουλίνσκι δείχνουν ότι το 2017 ο Χάντερ Μπάιντεν και ο Τζέημς Μπάιντεν μετείχαν σε διαπραγματεύσεις με την κινεζική ενεργειακή και επενδυτική εταιρία CEFC China Energy» και «αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι ο Χάντερ Μπάιντεν έβλεπε το οικογενειακό του όνομα ως πολύτιμο κεφάλαιο, οργισμένα αναφέροντας ότι ‘η οικογενειακή του στάμπα’ είναι ένας λόγος που τον κάνει πολύτιμο στην επιδιωκόμενη συμφωνία». 

Τα ίδια έγγραφα δείχνουν, αναφέρουν οι Τάιμς, «Ότι οι χώρες στις οποίες ο Χάντερ Μπάιντεν, ο Τζέημς Μπάιντεν κι οι συνεταίροι τους είχαν σα στόχους για συμφωνίες, συνέπιπταν με τις χώρες στις οποίες ο Τζο Μπάιντεν είχε παλιότερα εμπλακεί ως αντιπρόεδρος». Η Στράσελ σημειώνει ότι «σε ένα έγγραφο πρόβλεψης κερδών ο Χάντερ εμφανίζεται να λαμβάνει 20% από τη συμφωνία και να κρατά ένα 10% ακόμη για ‘τον μεγάλο’, που ο κ. Μπομπουλίνσκι λέει ό,τι είναι ο Τζο Μπάιντεν». Και ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Ματ Ταΐμπι δημοσίευσε την Κυριακή άρθρο, με επαρκείς αποδείξεις, που δείχνουν πως η προσπάθεια του Μπάιντεν να αντικατασταθεί ένας Ουκρανός εισαγγελέας το 2015 ήταν προς όφελος της Μπουρίσμα.   

Όλο αυτό το φρέσκο υλικό, η αυθεντικότητα του οποίου ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον Χάντερ Μπάιντεν ούτε από την προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν [πατρός], εγείρει σημαντικά ερωτήματα για το κατά πόσον ο πρώην Αντιπρόεδρος και νυν υποψήφιος για την προεδρία γνώριζε τις προσπάθειες του γιού του να περιφέρει τη σχέση του με τον Αντιπρόεδρο εδώ κι εκεί επιδιώκοντας κέρδη, και επίσης για το κατά πόσον ο ίδιος ο Αντιπρόεδρος προέβη σε ενέργειες, από την επίσημη θέση του και με πρόθεση, τουλάχιστον εν μέρει, να οφελήσει τους συνεταίρους του γιού του. Όμως, στις δύο εβδομάδες από την δημοσίευση του αρχικού άρθρου από την Ποστ, ενωμένες μερικές από τις πιο ισχυρές οντότητες της χώρας, μεταξύ των οποίων μέσα ενημέρωσης, προέβησαν σε εξαιρετικά ακραία μέτρα για να αποκρύψουν ή θάψουν αυτά τα ερωτήματα, αντί να αναζητήσουν τις απαντήσεις. 

Τα αρχικά έγγραφα, που έχει στα χέρια της η Νιού Γιόρκ Ποστ, αποκτήθηκαν όταν δόθηκαν για συντήρηση τα λάπτοπ που τα περιείχαν, γιατί είχε πέσει νερό, και ποτέ κανείς δεν ήρθε να τα πάρει, οπότε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού απέκτησε πρόσβαση κι ύστερα τα παρέδωσε τόσο στο FBI όσο και σε έναν δικηγόρο του συμβούλου του Τραμπ, Ρούντυ Τζουλιάνι. Αυτά τα επιβεβαιώνει ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, σε συνεντεύξεις τους τόσο σε μέσα ενημέρωσης όσο και (υπό την απειλή της δίωξης) σε επιτροπή της Γερουσίας, όπου παρέδωσε και την απόδειξη παραλαβής των λάπτοπ, με την αποδεδειγμένη υπογραφή του Χάντερ. Ούτε ο Χάντερ ούτε η προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν τον έχουν διαψεύσει. 

H δημοσίευση του αρχικού άρθρου στη Νιου Γιορκ Ποστ προκάλεσε μια ιδιαίτερα ασυνήθιστη εκστρατεία λογοκρισίας από το Facebook και το twitter. Το Facebook, μέσω ενός παλιού και επί πολλά έτη στελέχους του Δημοκρατικού Κόμματος, υποσχέθηκε να πνίξει την υπόθεση, εν όψει «της επιβεβαίωσης των στοιχείων» (fact check), και ως τώρα δεν έχει δημοσιεύσει κάποιο συμπέρασμα. Κι ενώ ο επικεφαλής του twitter, Τζακ Ντόρσυ, ζήτησε συγγνώμην για την λογοκρισία από του twitter και αντέστρεψε την πολιτική που είχε οδηγήσει στο μπλοκάρισμα όλων των συνδέσμων (links) του άρθρου, ακόμη και σήμερα η Νιου Γιορκ Ποστ, η τέταρτη μεαλύτερη εφημερίδα της χώρας, συνεχίζει να έχει κλειδωθεί εκτός twitter, ανίκανη να ποστάρει εδώ και δύο εβδομάδες, και ενώ πλησιάζουν οι εκλογές. 

Μετά από αυτή την αρχική έκρηξη λογοκρισίας από τη Σίλικον Βάλλεϋ, της οποίας οι ολιγάρχες και οι εργαζόμενοι έχουν σχεδόν αποκλειστικά συνεισφέρει στην προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν, ήταν η σειρά των μέσων ενημέρωσης της χώρας και των πρώην στελεχών της CIA και άλλων υπηρεσιών πληροφοριών, που πήραν να κατασκευάζουν δικαιολογίες γιατί έπρεπε αυτή η δημοσιογραφική έρευνα να εγκαταλειφθεί  ή, τουλάχιστον, να την περιφρονήσουμε. Όπως είθισται στην εποχή του Τραμπ, το θέμα που αναδείχθηκε σε κεντρικό, για να επιτευχθεί αυτό, ήταν μία ακόμη αστήριχτη θεωρία περί ευθύνης του Κρεμλίνου. 

Δεκάδες ειδησεογραφικοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και το Intercept, δημοσίευσαν άμεσα μία δημόσια επιστολή, που την υπέγραφαν πρώην αξιωματούχοι της CIA κι άλλοι πράκτορες της κρατι9κής ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι τα έγγραφα έχουν όλα «τα κλασσικά χαρακτηριστικά» μιας «ρώσικης συνομωσίας παραπληροφόρησης». Όμως, όπως και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί και ακόμη και οι υπηρεσίες πληροφοριών παραδέχονται σιγά σιγά, δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση. Την Παρασκευή, οι Νιου Γιορκ Τάιμς έγραψαν ότι «δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το λάπτοπ περιέχει ρωσική παραπληροφόρηση» και ότι ακόμη και το FBI «παραδέχεται ότι δεν βρήκε καμμία ρώσικη παραπληροφόρηση στο λάπτοπ». 

H Oυάσιγκτον Ποστ την Κυριακή δημοσίευσε άρθρο γνώμης του Τόμας Ριντ, ενός εξ αυτών των κεντρώων καθεστωτικών καθηγητών που συχνά χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης ως φερετζέ έγκρισης των ειδικών για τρελές θεωρίες συνομωσίας, στο οποίο υπήρχε η εξής απίστευτη δήλωση: «Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τις πληροφορίες που διέρρευσαν για το Χάντερ Μπάιντεν ως επιχείρηση ξένων μυστικών υπηρεσιών, ακόμη και αν πιθανότατα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο».   

Ακόμη και στην επιστολή των πρώην στελεχών των υπηρεσιών πληροφοριών που άφηναν να εννοηθεί ότι υπήρχε ρώσικος δάκτυλος, και που δημοσίευσε το Intercept και άλλα μέσα, τα ίδια αυτά στελέχη παραδέχονταν ότι «δεν υπάρχουν αποδείξεις εμπλοκής των ρώσων» – κάτι που παρέλειψαν να αναφέρουν πολλά μέσα ενημέρωσης, όταν δημοσίευαν το γράμμα για να εμφανίσουν την ιστορία ως συνομωσία του Κρεμλίνου, και παρά την κρισιμότητα μιας τέτοιας πληροφορίας: 

Παρά την πλήρη απουσία οποιουδήποτε στοιχείου, η προεκλογική καμπάνια του Μπάιντεν υιοθέτησε πλήρως και επαναλάμβανε τα λεγόμενα των στελεχών των υπηρεσιών πληροφοριών και των ειδησεογραφικών μέσων, για τους λόγους για τους οποίους όφειλαν να μη συζητηθούν όσα ήρθαν στο φως και γιατί δεν πρέπει να απαντηθούν ούτε οι βασικές ερωτήσεις περί αυτών. Η υποδιευθύντρια της προεκλογικής εκστρατείας του Μπάιντεν, Κέητ Μπεντινγκφηλντ, όταν ρωτήθηκε για την πιθανότητα ο Τραμπ να αναφερθεί στα ντημπέητ στα ημέηλς, είπε «Νομίζω πρέπει να είμαστε πάρα μα πάρα πολύ ξεκάθαροι, ότι αν γίνει αυτό πρόκειται για μεγιστοποίηση της ρωσικής παραπληροφόρησης». Η σύμβουλος του Μπάιντεν, Σιμόν Σάντερς, ομοίως προειδοποιούσε από το MSNBC: «Εάν ο πρόεδρος αποφασίσει να μεγαλοποιήσει αυτές τις πρόσφατες λασπολογίες κατά του Αντιπροέδρου και του μόνου ζωντανού παιδιού του, θα πρόκειται για ρώσικη παραπληροφόρηση».

Οι λίγοι συστημικοί δημοσιογράφοι που προσπάθησαν να συζητήσουν για αυτό το υλικό, δαιμονοποιήθηκαν. Η ρεπόρτερ των Νιού Γιόρκ Τάιμς, Μάγκυ Χάμπερμαν, είδε το όνομα της να σύρεται στη λάσπη, στο τουίτερ, επειδή απλώς αναφέρθηκε στην υπόθεση. Ο Μπο Έρικσον του CBS δέχθηκε συντονισμένη επίθεση γιατί ρώτησε το Τζο Μπάιντεν αν θέλει να σχολιάσει την υπόθεση. Και ο Μπάιντεν αρνήθηκε να απαντήσει, κατηγορώντας τον Έρικσον ότι διαδίδει «βρωμιές». 

Η άποψη ότι είναι ανεύθυνο και ακόμη και αντιδεοντολογικό να αναφερθεί κανείς στα συγκεκριμένα έγγραφα έγινε η κυρίαρχη στη συστημική δημοσιογραφία. Ο αρχισυντάκτης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος του NPR, σε μία απίστευτη δήλωση, που καταδεικνύει και την κυρίαρχη κατάσταση στα μέσα ενημέρωσης, δικαιολόγησε απολύτως την άρνηση του ραδιοφώνου να καλύψει το θέμα, γιατί «δε θέλουμε να χάνουμε την ώρα μας με ρεπορτάζ που δεν είναι στα αλήθεια ρεπορτάζ… ή να σπαταλάμε το χρόνο των αναγνωστών και των ακροατών μας με θέματα που δεν είναι παρά περισπασμοί». 

Για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι η ίδια της η εκπομπή δεν ασχολήθηκε με το θέμα, η Λέσλυ Σταλ, του [τηλεοπτικού]  60 Minutes διάλεξε άλλο δρόμο. «Δεν μπορεί να διασταυρωθεί» είπε η ρεπόρτερ του CBS όταν, σε μια συνέντευξη, έθεσε ο πρόεδρος Τραμπ το θέμα ότι δεν κάλυψαν την υπόθεση των εγγράφων Χάντερ Μπάιντεν. Όταν ο Τραμπ της απάντησε επίμονα ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να επιβεβαιωθούν όσα βρέθηκαν στο λάπτοπ, η Σταλ πολύ απλά επαναλάμβανε την ίδια φράση: «δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν».  

Μετά το τελευταίο προεδρικό ντημπέητ, το βράδυ της Πέμπτης, το σχετικό πάνελ του CNN κοροϊδευε το θέμα αυτό ως πολύ πολύπλοκο και δύσκολο να το παρακολουθήσει κάποιος – μια αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία, καθώς, όπως υπερήφανα δήλωσεο  ρεπόρτερ του δικτύου Μπράιαν Στέλτερ, η υπόθεση αυτή σχεδόν δεν έχει αναφερθεί ούτε στο CNN ούτε στο MSNBC. Όπως έγραφαν κι οι Νιου Γιορκ Τάιμς την Παρασκευή, «οι περισσότεροι τηλεθεατές του CNN και του MSNBC πολύ λίγα έχουν ακούσει, κι αν, για τα ανεπιβεβαίωτα ημεηλς του Χάντερ Μπάιντεν. Οι αναφορές του CNN στη λέξη Χάντερ ήταν περίπου 20 δευτερόλεπτα και του MSNBC 24 δευτερόλεπτα, ολόκληρη την προηγούμενη εβδομάδα, και μες στην ίδια μέρα». 

Την Κυριακή, η Κριστιάν Αμανπούρ του CNN με το ζόρι έδειξε ενδιαφέρον για την δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης, χλευάζοντας την Ελίζαμπεθ Χάριγκτον της Εθνικής Επιτροπής των Ρεπουμπικάνων, που ζητούσε να καλυφθεί το θέμα και να διασταυρωθούν οι πληροφορίες των εγγράφων που ήρθαν στο φως. «Δεν θα κάνουμε εμείς τη δική σας τη δουλειά», της απάντησε. Και να πως βλέπει κανείς τους πιο συστημικούς δημοσιογραφους των ΗΠΑ να λένε δημοσίως ότι αρνούνται και να συζητήσουν καν όσα αυτά τα έγγραφα μπορεί να δείχνουν για τον Δημοκρατικό υποψήφιο. Οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι δε θέλουν με τίποτε να μάθουν. 

Όπως έγραψε ο Ταΐμπι την Κυριακή για αυτό το επιδεικτικό δημοσιογραφικό θέαμα, «οι λιγότερο περίεργοι όλων στη χώρα αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, κάτι που συνήθως παρατηρείται σε αυταρχικές μπανανίες». 

Όλες αυτές οι δικαιολογίες και τα προσχήματα – προερχόμενα κυρίως από τα εθνικά μέσα ενημέρωσης που δεν κρύβουν πόσο επιθυμούν τη νίκη του Μπάιντεν- παρουσιάστηκαν την πρώτη εβδομάδα μετά την δημοσίευση του άρθρου της Ποστ, για να επιτύχουν την αποσιώπηση της ιστορίας και να φτιάξουν, ακόμη και σήμερα, μια ασπίδα προστασίας για το Μπάιντεν. Ως αποτέλεσμα, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών γνωρίζει ότι δε χρειάζεται να απαντήσει καν στα πιο βασικά ερωτήματα που θέτουν όσα ήρθαν στο φως, κι αυτό διότι ο εθνικός Τύπος του έχει ήδη κλείσει το μάτι, ότι δεν πρόκειται να τον πιέσει – αντιθέτως θα κατασκευάσει και άμυνες για χάρη του, ώστε να μη χρειαστεί να τα συζητήσει. 

Τα σχετικά ερωτήματα για το Μπάιντεν, που εγείρονται από το ρεπορτάζ, είναι τόσο προφανή όσο και σημαντικά. Κι όμως, ο Μπάιντεν χρειάστηκε να απαντήσει σε πολύ λίγα, γιατί δεν ρωτήθηκε, και όταν ρωτήθηκε τα μέσα ενημέρωσης δικαιολόγησαν την άρνηση του να απαντήσει, αντί να απαιτήσουν μια απάντηση. 

Αποστείλαμε εννέα ερωτήσεις προς το επιτελείο του, για τα συγκεκριμένα έγγραφα, που η κοινή γνώμη δικαιούται να γνωρίζει, μεταξύ των οποίων:

Αν υποστηρίζει ότι ορισμένα εκ των ημέηλ ή των μηνυμάτων είναι κατασκευές (και αν ναι, ποια εξ αυτών)

Αν γνωρίζει εάν ο Χάντερ όντως πήγε τα λάπτοπς στο κατάστημα επιδιορθώσεων του Ντελαγουέαρ

Αν ο Χάντερ του έχει ζητήσει να συναντήσει στελέχη της Μπουρίσμα ή αν όντως συνάντησε στελέχη της

Εάν ο Μπάιντεν γνώριζε για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που κυνηγούσαν στην Ουκρανία και την Κίνα ο γιός και ο αδελφός του, στις οποίες ήταν και ο ίδιος υποψήφιος μέτοχος και 

Πως μπορεί, ως Αντιπρόεδρος, ο Μπάιντεν να σπατάλησε τόση ενέργεια απαιτώντας να απολύσουν τον γενικό εισαγγελέα της Ουκρανίας και γιατί ήταν αποδεκτός ως διάδοχος του ο Γιούρι Λούτσενκο (που έχει κατηγορηθεί κι ο ίδιος για διαφθορά, που δεν είχε καμμία σχετική νομική προϋπηρεσία και που ήταν αχυράνθρωπος του Προέδρου της Ουκρανίας, Πέτρο Ποροσένκο), αν όντως αυτό που επεδίωκε ήταν να καταπολεμήσει τη διαφθορά στην Ουκρανία κι όχι να ευεργετήσει την Μπουρίσμα ή να ελέγξει για κάποιο άλλο λόγο τα εσωτερικά της Ουκρανίας. 

Παρ’ ότι το επιτελείο του Μπάιντεν μας άφησε να εννοήσουμε ότι θα απαντήσουν στα ερωτήματα του Intercept, δεν το έχουν κάνει ακόμη. Η ανακοίνωση που εξέδωσαν και δημοσιεύτηκε σε άλλα μέσα δεν εμπεριέχει καμμία απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, πέραν του ότι ο Μπάιντεν «ποτέ δεν σκέφτηκε καν να μπει σε επιχειρήσεις με την οικογένειά του ή να κάνει οποιαδήποτε επιχείρηση εκτός ΗΠΑ». 

Ακόμη και σήμερα, και ενώ το επιτελείο του Μπάιντεν επαναλαμβάνει τις αβάσιμες απόψεις των ειδησεογραφικών μέσων, ό,τι δηλαδή όποιος συζητεί αυτή την υπόθεση είναι «ενισχυτικός της ρώσικης παραπληροφόρησης», ούτε ο Χάντερ Μπάιντεν ούτε το επιτελείο της προεκλογικής εκστρατείας του πρώην Αντιπροέδρου έχουν πει αν υποστηρίζουν πως τα ημέηλ και τα άλλα έγγραφα (που και αυτοί και ο Τύπος συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν «Ρωσική παραπληροφόρηση»), είναι πλαστά ή αυθεντικά.   

Το επιτελείο του Μπάιντεν ξεκάθαρα θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμμία ανάγκη απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα, χάρη στην πανοπλία δικαιολογιών που τους έχουν   προσφέρει τα μέσα ενημέρωσης, που όμως καταρρέουν στην μικρότερη έρευνα:

Πρώτον, η άποψη ότι το υλικό είναι ύποπτο πλαστογραφίας και δεν μπορεί να διασταυρωθεί – η δικαιολογία που χρησιμοποίησαν για χατήρι του Μπάιντεν η Λέσλυ Σταλ και η Κριστιάν Αμανπούρ, μεταξύ άλλων – είναι ωμό ψεύδος για πολλούς λόγους. Ως ρεπόρτερ που δούλεψα ο ίδιος σε αντίστοιχα μεγάλα αρχεία, μαζί με πολλά άλλα μέσα ανά τον κόσμο (μεταξύ των οποίων και το αρχείο Σνόουντεν το 2014 και το Βραζιλιάνικο Αρχείο του Intercept προ έτους, που αποκάλυψε τη διαφθορά υψηλόβαθμων αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπολσονάρου), κι επίσης κάλυψα το ρεποορτάζ αντίστοιχων αρχείων από άλλα μέσα ((τα Πάναμα Πέηπερς, τα Ουίκυληκς το 2010 και τα ημέηλ Ποντέστα/ Δημοκρατικών το 2016), είναι σαφές για μένα ότι τα έγγραφα από τα ημεηλ του Χάντερ Μπάιντεν έχουν διασταυρωθεί με τρόπους ανάλογους με αυτούς που διασταυρώθηκαν και τα έγγραφα των υποθέσεων αυτών. 

Με ένα αρχείο αυτού του μεγέθους κανείς ποτέ δεν μπορεί ανεξάρτητα να διασταυρώσει κάθε λέξη σε κάθε χαρτί, εκτός αν το αντικείμενο της έρευνας το επιβεβαιώσει εξαρχής, κάτι που πολύ σπάνια συμβαίνει. Αυτό που συμβαίνει με αυτά τα αρχεία είναι πως οι δημοσιογράφοι διασταυρώνουν επαρκώς, ώστε να υπάρχει υψηλή δημοσιογραφική εμπιστοσύνη στο υλικό. Κάποια από τα έγγραφα που σου δίνει η πηγή σου μπορούν να επιβεβαιωθούν ανεξάρτητα, αποδεικνύοντας την αυθεντική πρόσβαση της πηγής σε ένα σκληρό δίσκο, ένα τηλέφωνο ή μια βάση δεδομένων. Άλλες πλευρές σε μια αλυσίδα ημέηλ μπορεί να επιβεβαιώσουν την αυθεντικότητα των ημέηλ και των μηνυμάτων, στα οποία συμμετείχαν. Κάποιος ερευνά τα μη δημόσια δεδομένα των εγγράφων για να δει αν ταιριάζουν με όσα δείχνουν τα έγγραφα. Ειδικοί των τεχνολογιών μπορούν να εξετάσουν το υλικό για να είμαστε σίγουροι ότι δεν υπήρξε καμμία πλαστογραφία.

Αυτή είναι η διαδικασία που επιτρέπει στα μεγαλύτερα και πιο καθιερωμένα μέσα ενημέρωσης ανά τον κόσμο να γράφουν για αντίστοιχα μεγάλα αρχεία που πέρασαν στα χέρια τους, χωρίς έγκριση. Σε όλες τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, κανένα μέσο δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει κάθε λέξη σε κάθε έγγραφο, πριν τη δημοσίευση. Δεν υπήρχε τρόπος να αποδειχθεί αν η πηγή ή κάποιος άλλος είχαν αλλοιώσει ή πλαστογραφήσει μέρος του υλικού. Αυτό το επίπεδο επιβεβαίωσης είναι και αδύνατον να επιτευχθεί και άχρηστο. Αυτό που χρειάζεται είναι επαρκείς αποδείξεις ώστε να υπάρχει πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην αυθεντικότητα.  

Τα έγγραφα Χάντερ Μπάιντεν έχουν επιβεβαιωθεί τουλάχιστον στο βαθμό που έχουν επιβεβαιωθεί και τα έγγραφα όλων αυτών των αρχείων, που γνώρισαν τεράστια δημοσιότητα. Υπάρχουν πηγές στην αλυσίδα των ημέηλς που επιβεβαίωσαν την αλήθεια των δημοσιευμένων ημέηλ. Το αρχείο περιέχει προσωπικές φωτογραφίες και βίντεο του Χάντερ, των οποίων η αυθεντικότητα δεν αμφισβητείται. Πρώην συνεργάτης του Χάντερ δήλωσε, απρόκλητα και ον δε ρεκορντ, ότι όχι μόνον είναι αυθεντικά τα ημέηλ αλλά περιγράφουν με ακρίβεια τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η πρόταση συμμετοχής του πρώην Αντιπροέδρου σε τουλάχιστον μία επιχειρηματική συμφωνία που ο Χάντερ και ο Τζιμ Μπάιντεν επεδίωκαν στην Κίνα. Και, το πιο σημαντικό από όλα, ούτε ο Χάντερ Μπάιντεν ούτε το επιτελείο του Μπάιντεν υποστήριξαν ή εννόησαν ότι οποιοδήποτε εκ των ημέηλ ή των μηνυμάτων είναι κατασκευή.

Γιατί είναι τόσο σημαντική η στάση των Μπάιντεν, που δεν αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα των ημέηλ; Γιατί όταν οι δημοσιογράφοι γράφουν για ένα τεράστιο αρχείο, ξέρουν ότι το πιο σημαντικό για την αυθεντικότητα των ρεπορτάζ τους, είναι η άρνηση αυτής τηε αυθεντικότητας από τα υποκείμενα της έρευνας τους. Αυτό και θα έκανε οποιοσδήποτε, φυσικά, αν μεγάλα μέσα ενημέρωσης ετοιμάζονταν να δημοσιοποιήσουν ή δημοσίευαν ήδη κατασκευασμένα ή πλαστά έγγραφα με το όνομα τους – θα το έπρατταν για να σπείρουν αμφιβολίες για το υλικό ή και να αποδείξουν ως ψευδή τα δημοσιεύματα. 

Η σιωπή των Μπάιντεν μπορεί να μην είναι σημαντική αφ’ εαυτής στο θέμα της αυθεντικότητας, όταν όμως προστεθεί στο βουνό των άλλων αποδείξεων αυθεντικότητας, αποτελεί στοιχείο της: τουλάχιστον το ίδιο σημαντικήμε τα υπόλοιπα στοιχεία επιβεβαίωσης σε άλλες ανάλογες υποθέσεις αντίστοιχα μεγάλων αρχείων. 

Δεύτερον, η συνεχώς επαναλαμβανόμενη άποψη από τα ειδησεογραφικά μέσα και τους πράκτορες της CIA ό,τι τα δημοσιευμένα ημέηλ και μηνύματα είναι «Ρωσική παραπληροφόρηση» κρίνονταν εξ αρχής ως αβάσιμη και αήθης. Καμία απόδειξη, κυριολεκτικά καμμία, δεν έχει έρθει στο φως που να υπονοεί καν ανάμειξη κάποιων Ρώσων στην κοινοποίηση αυτού του υλικού, κι ας μη μιλήσουμε για το περί δήθεν συνομωσίας της Μόσχας.  Όπως πάντα, όλα είναι πιθανά – όταν κάποιος δεν είναι βέβαιος για την προέλευση των στοιχείων, καμμία υπόθεση δεν εξαιρείται- αλλά, στη δημοσιογραφία, χρειάζονται αποδείξεις πριν κάποιο ενημερωτικό μέσο αρχίσει να κατηγορεί δικαίως κάποια ξένη κυβέρνηση για μια αποκάλυψη. Και, καμμία απόδειξη δεν έχει βγει στο φως. Κι όμως, η θεωρία ότι πρόκειται για «Ρώσικη παραπληροφόρηση» έχει δημοσιευτεί σε άπειρα μέσα ενημέρωσης, έχει μεταδοθεί από τηλεοράσεις, από τα κοινωνικά δίκτυα δημοσιογράφων, στηριγμένα σε όσα άνευ αποδείξεων υποστηρίζουν πρώην πράκτορες της CIA. 

Ακόμη χειρότερο είναι το περί «παραπληροφόρησης» στην εξίσωση των μέσων ενημέρωσης. Πως μπορεί αυτό το υλικό να αποτελεί «παραπληροφόρηση» αν τα ημέηλ και τα μηνύματα είναι αυθεντικά και έχουν αποστολέα ή αποδέκτη τον Χάντερ Μπάιντεν; Είναι ακραία ανησυχητική η ευκολία με την οποία τα μέσα ενημέρωσης δημοσιεύουν τέτοια συμπεράσματα, ενώ θεωρητικά οφείλουν να αμφισβητούν κάθε ανακοίνωση των υπηρεσιών πληροφοριών, που δε συνοδεύεται από στοιχεία. Το έπραξαν όμως, διότι ενστικτωδώς ήθελαν να βρουν ένα λόγο να αγνοήσουν το περιεχόμενο των ημέηλ. Έτσι, η σταθερή τους άποψη, μέχρι να βρουν τι άλλο να πουν που να δικαιολογεί την αδιαφορία τους για τις αποκαλύψεις, είναι ότι πίσω από όλα είναι η Ρωσία και ότι το υλικό είναι «παραπληροφόρηση».

Τρίτον, η βιασύνη των μήντια να αθωώσουν το Μπάιντεν, στο ζήτημα πιθανής εμπλοκής του σε σκάνδαλο διαφθοράς στην Ουκρανία και τη Μπουρίσμα, στηρίζεται στις – στην καλύτερη περίπτωση- αστήρικτες από τα στοιχεία αμυντικές δηλώσεις του πρώην Αντιπροέδρου. Μεγάλο μέρος αυτής της ιστορίας επικεντρώνεται στις επιθετικές ενέργειες του Μπάιντεν, όταν ήταν ακόμη Αντιπρόεδρος, τέλη του 2015, να υποχρεώσει την Ουκρανική κυβέρνηση να απολύσει τον επικεφαλής της εισαγγελείας της, Βίκτωρ Σώκιν, και να τον αντικαταστήσει με κάποιον αποδεκτό από τις ΗΠΑ, που εν τέλει ήταν ο Γιούρι Λούτσενκο. Αυτά δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς διότι στηρίζονται σε βίντεο του ίδιου του Μπάιντεν που καυχάται πως πέταξε ως το Κιέβο και υποχρέωσε τους Ουκρανούς να απολύσουν τον Σώκιν, γιατί αλλοιώς θα έχαναν βοήθεια ενός δισεκατομμυρίου.  

Όμως, δύο είναι τα μεγάλα ερωτήματα που από καιρό έχουν φέρει στην επιφάνεια τα συγκεκριμένα γεγονότα, και τα δημοσιευμένα ημεηλ τα επαναφέρουν πιο απαιτητικά από ποτέ: 1) Η τόσο υψηλή προτεραιότητα της Αντιπροεδρίας των ΗΠΑ, να απολυθεί ο επικεφαλής Εισαγγελέας της Ουκρανίας, ήταν λόγω του κερδοφόρου ρόλου του γιού του Μπάιντεν στο συμβούλιο της Μπουρίσμα και 2) Αν δεν ήταν αυτό το κίνητρο, γιατί ήταν τόσο σημαντικό για το Μπάιντεν να υποδείξει ποιος έπρεπε να είναι ο επικεφαλής της Ουκρανικής Εισαγγελίας; 

Η μόνιμη απάντηση στο ερώτημα για τα κίνητρα του Μπάιντεν – και από τον ίδιο και από τους υποστηρικτές του στα μήντια- είναι ότι εκείνος, μαζί με το Δ.Ν.Τ και την ΕΕ ήθελαν να εκδιωχθεί ο Σώκιν, γιατί τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι σύμμαχοι τους ήθελαν να καθαρίσουν τον τόπο στην Ουκρανία, και θεωρούσαν ανεπαρκή, για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τον Σώκιν.

«Η θέση του Μπάιντεν ήταν να καλοπιάσει και υποχρεώσει τον Ποροσένκο να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, που επιθυμούσαν οι δυτικοί υποστηρικτές της Ουκρανίας», έγραψε ο Γκλεν Κέσλερ στην Ουάσιγκτον Ποστ, σε αυτό που η Ποστ χαρακτήρισε «διασταύρωση των στοιχείων». Ο Κέσλερ στήριξε και την βασική αμυντική γραμμή του Μπάιντεν: ότι δηλαδή η απόλυση του Σώκιν ήταν κακή, κι όχι θετική, για τη Μπουρίσμα. «Οι ΗΠΑ έβλεπαν [τον Σώκιν] ως αναποτελεσματικό, και συνδεδεμένο με τον Ποροσένκο και την διεφθαρμένη ολιγαρχία της Ουκρανίας. Συγκεκριμένα, ο Σώκιν απέτυχε να διερευνήσει καταγγελίες για τον ιδρυτή της Μπουρίσμα, Μύκολα Ζλοτσένσκυ», υποστηρίζει. 

Τοποθέτηση για γέλια… οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι τους δεν έχουν πρόβλημα με τη διαφθορά στα καθεστώτα των αχυρανθρώπων τους. Είναι και ήταν πάντα σύμμαχοι με τις πιο διεφθαρμένες κυβερνήσεις του πλανήτη, από το Ριάντ ως το Κάιρο. Από πότε οι ΗΠΑ έχουμν αφοσιωθεί στον αγώνα για καλή διακυβέρνηση των κρατών που προσπαθούν να ελέγξουν; μη γελιόμαστε, η άνθιση της διαφθοράς είναι βασικό εργαλείο στην επιβολή της εξουσίας των ΗΠΑ σε άλλα κράτη και στο άνοιγμα των αγορών για τις αμερικάνικες εταιρίες. 

Πέραν τούτου, αν όντως ο στόχος του Μπάιντεν ήταν η ανεξάρτητη δικαιοσύνη και η ενίσχυση των συστημάτων ενάντια στη διαφθορά, με την απόλυση του Σώκιν, από που κι ως που ήταν αποδεκτός ως διάδοχος του ο Γιούρι Λούτσενκο; Ο Λούτσενκο δεν είχε «κανένα νομικό υπόβαθρο ως γενικός εισαγγελέας», πως να το κάνουμε, ήταν γνωστός λάκες του προέδρου της Ουκρανίας, Πέτρο Ροτοσένκο, είχε υποχρεωθεί «το 2009 να παραιτηθεί από υπουργός Εσωτερικών όταν συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης μεθυσμένος να προκαλεί επεισόδια» και «κατόπιν φυλακίστηκε για κατάχρηση χρήματος και κατάχρηση εξουσίας, αν και οι υποστηρικτές του λένε ότι η δίωξή του ήταν πολιτική». 

Σας πείθει, έστω και κατ’ ελάχιστον, εσάς ότι ο Μπάιντεν θα αποδεχόταν κάποιον σαν τον Λούτσενκο, αν όντως το κίνητρο του ήταν η ενίσχυση της δίωξης της διαφθοράς στην Ουκρανία; Κι όμως, αυτό ακριβώς έκανε ο Μπάιντεν: είπε προσωπικά στον Ποροσένκο όρι ο Λούτσενκο ήταν η αποδεκτή λύση και μόλις ανακοινώθηκε η τοποθέτηση του Λούτσενκο, απελευθέρωσε και το ένα δισεκατομμύριο της βοήθειας. Σίγουρα δεν ήταν η αντιμετώπιση της διαφθοράς το κίνητρο του Μπάιντεν, στην αλλαγή του γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας, για την οποία και χρησιμοποίησε τη θέση του ως Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, κι αυτό το δείχνει η αποδοχή κάποιου σαν τον Λούτσενκο.

Όσο για την άλλη δικαιολογία, που και ο Μπάιντεν και οι σύμμαχοι του στα μήντια επαναλαμβάνουν – ότι δηλαδή η απόλυση του Σώκιν δεν ήταν θετική για τη Μπουρίσμα γιατί ο Σώκιν δεν είχε δήθεν προχωρήσει σε έρευνα εις βάρος της – γι αυτή κι αν δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να την θεμελιώνει. 

Είναι αλήθεια ότι, και σε αυτά τα ημέηλ, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι το κίνητρο του Μπάιντεν ήταν να ευεργετήσει τη Μπουρίσμα απαιτώντας την απομάκρυνση του Σώκιν. Όμως τίποτε δεν δείχνει ότι ο Σώκιν είχε βάλει προσκόμματα στην έρευνα της Μπουρίσμα. Μάλιστα, το 2019 οι Νιού Γιόρκ Τάιμς δημοσίευσαν μία από τις πιο πλήρεις έρευνες ως σήμερα για την προάσπιση του Μπάιντεν σχετικά με την Ουκρανία και την απόλυση του συγκεκριμένου εισαγγελέα, στην οποία, ενώ σημείωναν ότι «δεν βρέθηκαν αποδείξεις ότι ο πρώην Αντιπρόεδρος προσπάθησε ηθελημένα να βοηθήσει το γιό του, ζητώντας επίμονα την απόλυση του γενικού εισαγγελέα», κατέληγαν στο εξής, για το Σώκιν και τη Μπουρίσμα: «Η πίεση του Μπάιντεν τελικά έφερε αποτέλεσμα. Ο γενικός εισαγγελέας, στόχος κριτικής και από άλλα δυτικά κράτη και από τους διεθνείς δανειστές, εκδιώχθηκε λίγους μήνες μετά από το Ουκρανικό Κοινοβούλιο. Μεταξύ εκείνων που ωφελήθηκαν ήταν και ο Χάντερ Μπάιντεν, ο νεώτερος γιός του κου Μπάιντεν, που εκείνη την περίοδο ήταν στο διοικητικό συμβούλιο εταιρίας ενέργειας, ιδιοκτησίας Ουκρανού ολιγάρχη, που τον είχε βάλει στο μάτι ο εκδιωχθείς γενικός εισαγγελέας.».

Προσέθεταν οι Τάιμς: «Το γραφείο του κου Σώκιν είχε αμελήσει τις έρευνες για τον [δισεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη της Μπουρίσμα] Ζλοτσένσκυ και τις επιχειρήσεις του, της Μπουρίσμα συμπεριλαμβανομένης». Μάλιστα, γράφουν, ο Λούτσενκο, ο αντικαταστάτης που ενέκρινε ο Αντιπρόεδρος Μπάιντεν, «αρχικά συνέχισε την έρευνα για τον κο Ζλότσενσκυ και τη Μπορίσμα, για να τους αθωώσει από όλες τις κατηγορίες μετά από δέκα μήνες».

Είτε, λοιπόν, ήταν στις προθέσεις του Μπάιντεν να ευνοήσει την Μπουρίσμα απαιτώντας την απόλυση του Σώκιν, είτε όχι, η υπόθεση κατέληξε προς όφελος της Μπουρίσμα, αφού ο άπεορος Λουτσενκο «αθώωσε [τον ιδρυτή της Μπουρίσμα] από όλες τις κατηγορίες μες σε δέκα μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του».

Η νέα αναλυτική έρευνα του δημοσιογράφου Ταϊμπι την Κυριακή επίσης ενισχύει ιδιαίτερα την άποψη ότι υπήρχαν ανταγωνισμοί μεταξύ Σώκιν και Μπουρίσμα, τέτοιου μεγέθους που η σπόλυση του Ουκρανού εισαγγελέα ήταν προς όφελος της εταιρίας Μπουρίσμα. Ο Ταϊμπι, που δημοσιογραφούσε από τη Ρωσία πολλά χρόνια, και έχει πολύ καλές πηγές στην περιοχή, σημειώνει: «Παρά τα αρνητικά δημοσιεύματα για τον Σώκιν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχαν πολλές ανοικτές έρευνες για την Μπουρίσμα και τον Ζλότσενσκυ. Αυτό το αναγνώρισαν, τουλάχιστον μια φορά, και οι αμερικάνοι ρεπόρτερς, πριν γίνει ταμπού να αναφέρεσαι σε τέτοιες υποθέσεις, χωρίς να σε περιορίζουν λέξεις σαν το ‘αδρανείς’. Να πως το αναφέρει ο Κεν Βόγκελ στους Νιού Γιόρκ Τάιμς, το Μάη του 2019: ‘Όταν ο κος Σώκιν έγινε Γενικός Εισαγγελέας το Φεβρουάριο του 2015, παρέλαβε μια σειρά ερευνών για την εταιρία και τον κο Ζλοτσέβσκυ, μεταξύ των οποίων και υποψίες για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ο κ. Σώκιν επίσης, από την εποχή που ήταν επικεφαλής του υπουργείου Οικολογίας και Φυσικών Πόρων της Ουκρανίας, ξεκίνησε έρευνα για την παροχή επικερδών αδειών εμπορίας φυσικού αερίου σε εταιρίες ιδιοκτησίας του κου Ζλοτσέβσκυ. Ουκρανοί αξιωματούχοι με τους οποίους μίλησα αυτή την εβδομάδα επιβεβαιώνουν ότι ήταν πολλές οι ανοικτές υποθέσεις εκείνη την εποχή. ‘Ήταν από επτά ως δεκατέσσερις’ μου είπε ο Σερχί Χορμπατιούκ, πρώην επικεφαλής του τμήματος ειδικών ερευνών της Γενικής Εισαγγελίας, όταν τον ρώτησα πόσες υποθέσεις έτρεχαν για τη Μπουρίσμα. ‘Ήταν μερικές που συμπτυχθήκαν σε μία, κάποιες είχαν κλείσει ήδη, οπότε δενν μπορώ να δώσω ακριβή αριθμό’. Αλλά, επιμένεο ο Χορμπατιούκ, ήταν πολλές και οι περισσότερες άρχισαν υπό τον [προηγούμενο εισαγγελέα] Γιαρέμα και πάντως ήταν ανοικτές υπό το Σώκιν. Ο αριθμός που δίνει ο Χορμπατιούκ συμπίπτει με αυτόν που μου έδωσε o πιο πρόσφατος στη θέση, Ρούλσαν Ρυαμποσάπκα, που πέρισυ δήλωσε ότι, τη μία περίοδο ή την άλλη, υπήρχαν 13 ή 14 ανοικτές υποθέσεις, που αφορούσαν στη Μπουρίσμα ή στο Ζλοσέβσκυ».

Ο Ταΐμπι εξετάζει δημοσιεύματα της ίδιας περιόδου στην Ουκρανία και τις ΗΠΑ, για να στηρίξει ότι υπάρχαν και άλλες υποθέσεις εις βάρος της Μπουρίσμα και του Ζλοτσέβσκυ, τις οποίες είχε αμελήσει ο γενικός εισαγγελέας που εκδιώχθηκε με απαίτηση Μπάιντεν. Σημειώνει ότι ο ίδιος ο Σώκιν έχει επαναλάβει πολλές φορές ότι, την εποχή που ο Μπάιντεν απαιτούσε την απόλυση του, εκείνος, ως εισαγγελέας κυνηγούσε, βάσει των ανοικτών ερευνών, το Ζλοτσέβσκυ. Καταλήγοντας, ο Ταΐμπι γράφει: «Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για ανοικτές έρευνες για τη Μπουρίσμα ακόμη και λίγο πριν την απόλυση του Σώκιν, που ο ίδιος [ο πρώην εισαγγελέας] την αποδίδει στην εντολή που έδωσε για κατάσχεση περιουσίας του Ζλοτσέβσκυ το Φεβρουάριο του 2016». Και ο Ταΐμπι σημειώνει: «η υπόθεση γίνεται ακόμη πιο περίεργη, όταν αρχίσεις να αναρωτιέσαι γιατί οι ΗΠΑ θα έκαναν τέτοια επίδειξη ισχύος για την απόλυση του Σώκιν, αφήνοντας μετά στη θέση του τον διάδοχο του, το Γιούρι Λούτσενκο, που όλοι τον θεωρούν πλήρως αποτυχημένο στον αγώνα ενάντια στη διαφθορά και στον αγώνα κατά του διεφθαρμένου Ζλοτσέβσκυ ειδικότερα». Ανακεφαλαιώνοντας: «Δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ό,τι οι υποθέσεις εις βάρος της Μπουρίσμα έκλεισαν όλες από το διάδοχο του Σώκιν, που είχε επιλεγεί με την σύμφωνη γνώμη του Μπάιντεν, ενώ ο γιός του [Αντιπροέδρου] παρέμενε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αυτής για μία ακόμη τριετία και μισθό πάνω από 50.000 δολάρια το μήνα».

Τα γνωστά και δημοσιευμένα στοιχεία, ενισχυμένα από τα πρόσφατα ημέηλς, μηνύματα και δημόσιες καταθέσεις, υποδεικνύουν ότι ο γιός του Τζο Μπάιντεν, Χάντερ, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στον Αντιπρόεδρο για προσωπικό κέρδος. Και, επίσης, αναδεικνύουν σειρά ερωτημάτων για το αν γνώριζε γι αυτό ο Τζο Μπάιντεν και αν ο ίδιος είχε εμπλακεί σε ένα είδος νομιμοποιημένης διαφθοράς. Ειδικότερα, οι πιο πρόσφατες πληροφορίες που βγήκαν στο φως, δείχνουν ότι ο Μπάιντεν χρησιμοποίησε την εξουσία του για να ευεργετήσει τους συνεταίρους του γιού του και επέτρεψε να χρησιμοποιούν το όνομα του και ο γιός του και ο αδελφός του, όταν επεδίωκαν να ανοιχτούν επιχειρηματικά στην Κίνα. Και, είναι ερωτήματα που ένας κατ’ ελάχιστον υγιής Τύπος θα απαιτούσε να απαντηθούν και δε θα τα έθαβε – ασχέτως του αριθμού αντίστοιχων σκανδάλων στα οποία εμπλέκεται η οικογένεια Τραμπ.  

Αποδεικνύεται εν τέλει ότι το αληθινό σκάνδαλο δεν είναι οι έκνομες επαφές του πρώην Αντιπροέδρου, αλλά το σκάνδαλο των υποστηρικτών και συμμάχων του στα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ. Όπως τονίζει και ο τίτλος του άρθρου του Ταΐμπι, «Στις αποκαλύψεις για το Χάντερ Μπάιντεν, η Λογοκρισία είναι μεγαλύτερο σκάνδαλο από την ίδια την υπόθεση».

Η αλήθεια είναι ότι ο Τύπος των ΗΠΑ τέσσερα χρόνια τώρα σχεδίαζε αυτή τη στιγμή, μαγείρευε δικαιολογίες για να αρνηθεί να δημοσιεύσει ειδήσεις που πιθανώς θα βοηθούσαν στην επανεκλογή του Τραμπ. Και ένας πολύ σημαντρικός παράγοντας είναι ότι οι δημοσιογράφοι στα εθνικής εμβέλειας μέσα, στη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον και τη Δυτική Ακτή, δεν στηρίζουν απλά το Μπάιντεν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αλλά θα κάναν τα πάντα για να φύγει ο Τραμπ. 

Πρέπει να είσαι πολύ αγαθός για να πιστέψεις ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διαχωρίσει μια τόσο έντονη πολιτική προτίμηση από τη δημοσιογραφική του άποψη. Αρκετοί ούτε καν μπαίνουν στον τόπο να υποκριθούν: όσοι ασκούν κριτική στο Μπάιντεν δέχονται επιθέσεις όχι από το επιτελείο του αλλά από ρεπόρτερ του πολιτικού ρεπορτάζ, στα εθνικής εμβέλειας μέσα, που δεν κρύβουν την προθυμία τους να βοηθήσουν την εκλογή Μπάιντεν. 

Μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι εκλογές του 2016. Εκείνη την προεκλογική περίοδο τα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων και το Ιντερσεπτ, έκαναν τη δουλειά τους. Σα δημοσιογράφοι μετέδιδαν για το περιεχόμενο όλων των αυθεντικών εγγράφων που ήταν είδηση: χαρακτηριστικά, τα ημέηλς που δημοσίευσαν τα Wikileaks από τα ινμποξ του Τζων Ποντέστα και της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών, που, μεταξύ άλλων, αποκάλυπταν τόσο εκτεταμμένη διαφθορά, ώστε οδήγησαν στην παραίτηση των πέντε κορυφαίων στελεχών της Επιτροπής. Το γεγονός ό,τι τα ημέηλ ήταν προϊόν χακαρίσματος και ό,τι οι υπηρεσίες πληροφοριών επέρριπταν ευθύνες στη Ρωσία, δεν διέψευδαν την αυθεντικότητα του υλικού, και γι’ αυτό τα μέσα ενημέρωσης σε όλη τη χώρα μετέδιδαν περί αυτών επανειλημμένα.   

Παρ ‘όλα αυτά, για μια τετραετία οι δημοσιογράφοι κατηγορούνταν, από τις συντριπτικά Δημοκρατικές και αριστερίζουσες πολιτιστικές τους κοινότητες, ως εν μέρει υπεύθυνοι για την άνοδο του Τραμπ: οι πόλεις στις οποίες ζουν είναι κατά κύριο λόγο Δημοκρατικές και ο πληθυσμός τους – αστικός, επαγγελματίες απόφοιτοι πανεπιστημίων – περιέχει ελάχιστους, και αν, οπαδούς του Τραμπ. Έρευνα των Νιού Γιόρκ Τάιμς στα στοιχεία των προεκλογικών εκστρατειών, καταγράφει ένα μικρό μέρος αυτής της Ιστορίας κοινωνικής απομόνωσης και ομογένειας: «Ο Τζο Μπάιντεν έχει ξεπεράσει τον Πρόεδρο Τραμπ στις πιο πλούσιες και μορφωμένες περιοχές των ΗΠΑ, συγκεντρώνοντας εκεί πολύ περισσότερα χρήματα για την προεκλογική του εκστρατεία, σε σημείο που συγκέντρωσε σε δύο μέρες περισσότερα απ’ ότι ο κος Τραμπ σε δύο μήνες… Δεν είναι μόνον ότι η μεγαλύτερη υποστήριξη στον κο Μπάιντεν έρχεται κυρίως από τις δύο ακτές… Υπό τον κο Τραμπ οι Ρεπουμπικάνοι χάνουν συνεχώς υποστήριξη μεταξύ των λευκών αποφοίτων πανεπιστημίων. Στις περιοχές με μέσο οικογενειακό εισόδημα άνω των εκατό χιλιάδων δολαρίων, ο κος Μπάιντεν έχει συντρίψει τον κο Τραμπ, συγκεντρώνοντας 486 εκατομμύρια έναντι 167 εκατομμυρίων [που συγκέντρωσε ο Τραμπ]. Μόνο στον ταχυδρομικό κώδικα 10024 στην [πολύ πλούσια] περιοχή του άνω δυτικού Μανχάταν (Upper West Side), δόθηκαν οκτώ εκατομμύρια στην εκστρατεία του Μπάιντεν, και όλη η Νέα Υόρκη συγκέντρωσε γι’ αυτόν 85,6 εκατομμύρια, περισσότερα από κάθε άλλη πολιτεία, πλην της Καλιφόρνιας.. Το μέσο οικογενειακό εισόδημα στις ΗΠΑ το 2019 ήταν 68.703 δολάρια. Σε περιοχές που ξεπερνά αυτό το ποσό ο κος Μπάιντεν μάζεψε 389,1 εκατομμύρια δολάρια παραπάνω από τον κο Τραμπ. Κάτω από αυτό το μέσο εισόδημα, ο κος Τραμπ προηγείται κατά 53,4 εκατομμύρια».

Επί τέσσερα χρόνια, λοιπόν, τα μέσα εθνικής εμβέλειας μόχθησαν να εφεύρουν νέα δημοσιογραφικά στάνταρντ για αυτές εδώ τις εκλογές, γιατί δεν ήθελαν να ξαναζήσουν την περιφρόνηση και την αρνητική στάση των ακραία φίλο-Δημοκρατικών, αντί-Τραμπικών κύκλων τους. Τα νέα δημοσιογραφικά στάνταρντ αφορούν στην αντιμετώπιση εγγράφων που έχουν προέλθει από χακάρισμα – κάτι που ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει και που αποτελεί ανάθεμα για την βασικότερη λειτουργία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Για παράδειγμα, ο Εκτελεστικός Εκδότης της Ουάσιγκτον Ποστ, Μάρτυ Μπάρον, εξέδωσε οδηγία, που προειδοποιούσε τους δημοσιογράφους της Ποστ περί του τι θα έπρεπε και τι δεν θα έπρεπε να συζητούν όταν είχαν στα χέρια τους υλικό από χακάρισμα, ακόμη και όταν δεν αμφισβητείται η αυθεντικότητά του.

Ένα μέσο ενημέρωσης που φτάνει να εξετάζει τον μη σχολιασμό υλικού που ξέρει ότι είναι αυθεντικό και που αφορά στο δημόσιο συμφέρον, λόγω προέλευσης, κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οφείλει να κάνει η δημοσιογραφία. Πριν τις εκλογές του 2016, ας πούμε, οι Νιού Γιόρκ Τάιμς έλαβαν μέσω ταχυδρομείου τις φορολογικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και δημοσίευσαν επ’ αυτών παρότι δεν είχαν ιδέα ποιος τα έστειλε ή πώς τα απέκτησε: αν δηλαδή κάποιος τα έκλεψε ή αν προήλθαν από χακάρισμα ξένης δύναμης. 

Ο δημοσιογράφος Ντέηβιντ Μπάρστοου, που έχει λάβει τρία βραβεία Πούλιτζερ, ρωτήθηκε από το εθνικό ραδιόφωνο (NPR) γιατί έγραψαν για αυτά, ενώ δεν γνώριζαν την πηγή προέλευσης ή τα κίνητρά της. Ο Μπάρστοου εξήγησε πολύ ωραία ποιά ήταν πάντα η βασική αρχή της δημοσιογραφίας: ο δημοσιογράφος ενδιαφέρεται μόνο για δύο θέματα. Πρώτον, αν τα έγγραφα είναι αυθεντικά και δεύτερον αν η δημοσίευσή τους είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Δεν ενδιαφέρουν το δημοσιογράφο τα κίνητρα μιας πηγής ή ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκαν όταν αποφασίζει να γράψει. 

Τα ενημερωτικά μέσα των ΗΠΑ πολλές φορές κλαίγονται, ότι οι άνθρωποι δεν τα εμπιστεύονται πια, ότι όλο και περισσότεροι τα θεωρούν ανάξια εμπιστοσύνης και ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν πιο αξιόπιστα, από ιστορικά μέσα, ακόμη και τα μέσα που μεταδίδουν φέηκ νιουζ. Μια χαρά ξέρουν να παραπονιούνται, αλλά δεν κοιτάνε καθόλου σε πιο βαθμό και για ποιους λόγους είναι τα ίδια υπεύθυνα για αυτό. 

Ένα μέσο ενημέρωσης που αποποιείται την κεντρική του λειτουργία – να αναζητεί τις απαντήσεις σε ερωτήματα προς τους κατέχοντες εξουσία- είναι ένα μέσο ενημέρωσης που του αξίζει να χάσει την πίστη και την εμπιστοσύνη του κοινού. Και αυτό ακριβώς αποποιήθηκαν τα αμερικάνικα μέσα ενημέρωσης- με ελάχιστες εξαιρέσεις- με αυτή την υπόθεση: πήραν την πρωτοβουλία να μην διερευνήσουν τα ντοκουμέντα και προτίμησαν να κατασκευάζουν δικαιολογίες για τους λόγους που τα αγνόησαν και πρέπει να τα αγνοήσουμε.  

Όπως είπε την Κυριακή ο συνάδελφος μου, Λη Φαγκ: «Τα διπλά πολιτικά στάνταρντ των μέσων ενημέρωσης φέτος ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, και πολλά από τα υποτίθεται ανεξάρτητα και αριστερά μέσα είναι το ίδιο συστημικά και δειλά με τα κυρίαρχα εταιρικά μέσα. Όλοι βλέπουν τι γίνεται και παραδίδονται στο φόβο». Και, ο Ταΐμπι, όταν συζητούσαμε το άρθρο του της Κυριακής, μου έδωσε σε μια γραμμή το πιο σημαντικό σημείο: «Το ζήτημα είναι ότι ο Τύπος έχει απωλέσει το ρόλο του, όταν δε νοιάζεται για την αλήθεια της πληροφορίας, αλλά για το ποιος ωφελείται από αυτήν».

Το άρθρο μετέφρασε από την αγγλική η Λαμπρινή Θωμά. Το πρωτότυπο μπορείτε να βρείτε εδώ .

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα