Την ώρα που η αστυνομία σε σχεδόν όλες τις χώρες περιβάλλεται με ακόμη περισσότερες εξουσίες για τήρηση της τάξης, λόγω της πανδημίας και των διαμαρτυριών (πέραν της επιφυλακής τους στην Ευρώπη για τα πρόσφατα τρομοκρατικά κτυπήματα), στην Ιταλία η κοινή γνώμη σοκαρίστηκε για μία φορά ακόμη για την παράλογη για τα δεδομένα του ορθού λόγου επιβράβευση της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Στις 28 Οκτωβρίου, η Υπουργός Εσωτερικών Λουτσάνα Λαμορτζέζε και ο Αρχηγός της Αστυνομίας Φράνκο Γκαμπριέλι αποφάσισαν την προαγωγή δύο αξιωματικών του σώματος που καταδικάσθηκαν τελεσίδικα για τις πολύ σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφηκαν στη διάρκεια της καταστολής των διαδηλώσεων κατά της Συνόδου της G8 στη Γένοβα το 2001.
Η απαράδεκτη τούτη απόφαση και μάλιστα από μία υπουργό μίας “κεντροαριστερής” κυβέρνησης, αφορά τους Πιέτρο Τρογιάνι και Σαλβατόρε Γκάβα, που είχαν καταδικασθεί σε τρία χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκιση συν πέντε χρόνια απαγόρευσης άσκησης οιουδήποτε δημόσιου αξιώματος. Ο μεν Τρογιάνι παραπέμφθηκε για μία ”συνηθισμένη πρακτική” της αστυνομίας που αφορά την κατασκευή ψευδών στοιχείων κατηγορίας, ήτοι την “εισαγωγή” δύο κοκτέιλ μολότοφ στο εσωτερικό του Λυκείου Ντίατζ (Diaz), που φιλοξενούσε διαδηλωτές, ο δε Γκάβα για ψευδή επιβεβαίωση των στοιχείων. Η δόλια τούτη και προσχεδιασμένη ενέργεια είχε στόχο να σταθεί ως δικαιολογία για την αιματηρή επιδρομή στο κτήριο και την αναφορά που θα δινόταν στα μέσα ενημέρωσης με τα στοιχεία που καθιστούσαν αναγκαία την αστυνομική επέμβαση.
“Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι οι αστυνομικοί που έχουν καταδικαστεί για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένουν στην υπηρεσία και, μάλιστα, προάγονται σε ανώτερες θέσεις”, σχολίασε ο Τζάνι Ρουφίνι, γενικός διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας της Ιταλίας.
Μάλιστα, ο Ρουφίνι επισημαίνει πως σε μια περίοδο με μεγάλη ένταση στους δρόμους, οι αστυνομικές δυνάμεις “πρέπει να δεσμευθούν ότι θα διαχειρισθούν τις επιχειρήσεις για την τήρηση της δημόσιας τάξης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα που ισχύουν για την διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ηγεσία της πρέπει να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να ενισχύσουν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των αστυνομικών δυνάμεων σε στιγμές όπως αυτές. Αντίθετα, αποφάσεις όπως αυτές της 28ης Οκτωβρίου κινδυνεύουν να κλονίσουν και εξασθενίσουν” αυτήν τη σχέση. Ιδίως ενώ η Ιταλία βρίσκεται στις παραμονές της εικοστής επετείου των πολύ σοβαρών γεγονότων στη Γένοβα.
Μία υπόθεση σοβαρής καταπάτησης των ατομικών δικαιωμάτων και ζοφερό παράδειγμα κρατικής βίας, για την οποία η (μήπως παρατεταμένα σκόπιμη;) απουσία ανάλογων νομοθετικών μέτρων απετέλεσε μία από τις αιτίες που ευνόησαν την ατιμωρησία των αυτουργών της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα και παρά τα αιτήματα της Διεθνούς Αμνηστίας της Ιταλίας, δεν προβλέπονται κωδικοί ταυτοποίησης των αστυνομικών, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ευχερής, ή ακόμη και δυνατή, η αναγνώρισή τους σε περιστατικά βίας ή αυθαιρεσίας. “Οι προαγωγές αυτές ακούγονται ως αδίκημα για εκατοντάδες ανθρώπους που συνελήφθησαν, κρατήθηκαν αυθαίρετα και βασανίστηκαν σε αυτή τη μαύρη σελίδα της ιταλικής ιστορίας”, τόνισε ο Ρουφίνι.
Βέβαια, η επιβράβευση των αστυνομικών για την “θεάρεστη” δράση τους στα έκτροπα στη Γένοβα δεν είναι ούτε μεμονωμένο, ούτε και σημερινό φαινόμενο. Το 2017 μερίδα της κοινής γνώμης στην Ιταλία είχε ξεσηκωθεί από την είδηση ότι νέος υποδιοικητής της Διεύθυνσης Ερευνών κατά της Μάφιας ήταν ο Τζιλμπέρτο Καλνταρότσι, ο οποίος είχε καταδικασθεί σε τρία χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκιση για ψευδορκία. Ο Καλνταρότσι είχε υπογράψει τις ψευδείς και ποταπές αναφορές που κατηγορούσαν και θεωρούσαν υπεύθυνους για τα επεισόδια τους ανθρώπους που έφαγαν ξύλο μέσα στο Λύκειο Ντίατζ ενώ…κοιμόντουσαν!
Εκείνη την εποχή δε, ο Καλνταρότσι ήταν ο υψηλότερος βαθμοφόρος των ειδικών κατασταλτικών δυνάμεων (Sco), αμέσως μετά τον Φραντσέσκο Γκρατέρι, που, αφού πρώτα είχε προαχθεί, παρά την καταδίκη του, σε Αρχηγό Τμήματος στο Μπάρι, στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε ακόμη περισσότερο η εύφημος και ένδοξη σταδιοδρομία του και αφού κιόλας εξέφρασε τη μεταμέλειά του, υποστηρίζοντας πως εκείνη τη νύκτα τον είχαν εξαπατήσει, προήχθη σε ΄Έπαρχο…
Βέβαια, η πρόφαση ότι “εξαπατήθηκε” τη νύκτα της επίθεσης στο Ντίατζ κατέπεσε στο δικαστήριο το 2006, καθώς ένας νεαρός Γερμανός αναγνώρισε στις βιντεοσκοπημένες εικόνες τον Γκρατέρι στη μορφή ενός ψηλού άνδρα με σκούρο κοστούμι, γενειάδα και κράνος.
Πριν από τον Καλνταρότσι σε Αρχηγό Τμήματος είχε προαχθεί επίσης το 2017 και ο Αντριάνο Λάουρο, ο επικεφαλής των κατασταλτικών δυνάμεων που είχε κατηγορήσει τους διαδηλωτές ότι εκείνοι σκότωσαν τον Κάρλο Τζουλιάνι με τις…πέτρες τους.
Τα στελέχη της ιταλικής αστυνομίας που εμπλέκονται στα γεγονότα της Γένοβας είχαν αποδυθεί σε μία εκτεταμένη επιχείρηση για τον εκφοβισμό των μαρτύρων στις δίκες, όπως καταγγέλλει και η Επιτροπή για Αλήθεια και Δικαιοσύνη για τη Γένοβα: πολλοί Γερμανοί νεαροί, θύματα της αστυνομίας τον Ιούλιο του 2001, δηλώνουν πως όταν επέστρεφαν στην Ιταλία για τις δίκες ή για διακοπές, φοβούνταν γιατί σε πολλές περιστάσεις έχουν βρεθεί μπροστά σε ένστολους αξιωματικούς (με προφανείς προθέσεις και τρόπο αντιμετώπισής τους), αναφέρει η Επιτροπή. Αναρωτιέται δε “πως είναι δυνατόν να εξηγήσουν σε αυτούς τους ανθρώπους ότι η Ιταλία έχει αλλάξει, όταν σήμερα είναι ένας από τους ανώτερους επικεφαλής των μηχανισμών ασφαλείας μας ο άνθρωπος εκείνος που είχε κάνει τα πάντα για να τους κατηγορήσει άδικα και φρόντιζε να καλύψει τους πραγματικούς αυτουργούς των ξυλοδαρμών και των βασανιστηρίων” και των αυθαίρετων κρατήσεών τους στο Ντίατζ και το Μπολτσανέτο.
Ανάλογη ήταν και η μεταχείριση πολλών άλλων αξιωματούχων των κατασταλτικών δυνάμεων, που παρόλο που καταδικάσθηκαν για τη βία, τα ψεύδη και τα χαλκευμένα στοιχεία που προετοίμασαν, το κράτος τους επεφύλαξε ένοξη καριέρα.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση και του Σπάρτακο Μόρτολα, που προήχθη σε Αρχηγό Τμήματος, παρότι καταδικάσθηκε σε τρία χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκιση, διότι ως επικεφαλής της ασφάλειας Digos στη Γένοβα διέπρεψε στην κατασκευή ψευδών αναφορών και πλαστών στοιχείων για την επέμβαση στο Ντίατζ και για τον διάσημο ξυλοδαρμό ενός ανηλίκου από αστυνομικούς (μία φωτογραφία που έχει γίνει πλέον διάσημη και εμβληματική). Μάλιστα η προαγωγή του, καίτοι καταδικασμένου, προκάλεσε ακόμη και την αγανάκτηση του συνδικάτου των αστυνομικών.
Για τη Γένοβα, ο Μόρτολα ήταν μεταξύ των 28 αστυνομικών που παραπέμφθηκαν για την εισβολή στο Ντίατζ και τα συμπαρομαρτούντα. Ένας από εκείνους που σχεδίασε την επιχείρηση και χάλκευσε τα στοιχεία, ο Μόρτολα συνόδευσε τις αστυνομικές δυνάμεις, αλλά παρέμεινε έξω από το Λύκειο, την ώρα που οι βόμβες Μολότοφ περνούσαν από χέρι σε χέρι αστυνομικών για να τοποθετηθούν (σχεδόν απροκάλυπτα και κυνικά) μέσα στο κτήριο. Τούτος ο κομπασμός και η ανεμελιά στοίχησε στους αστυνομικούς την καταδίκη, που όμως δεν αποδείχθηκε αποχρών λόγος για να αποταχθούν από το σώμα.
Ο Μόρτολα μάλιστα επανεμφανίσθηκε ως επικεφαλής των δυνάμεων καταστολής και στις διαμαρτυρίες του NO-TAV ενάντια στην υπερταχεία Λιόν-Τορίνου στην Κοιλάδα της Σούζα. Κοντολογίς, είναι εκείνος που εκλήθη να καταστείλει ένα κίνημα ενάντια σε ένα μεγάλο έργο που η αντίθεση στην υλοποίησή του είχε γίνει το κύριο σύνθημα στην προεκλογική εκστρατεία του Κινήματος Πέντε Αστέρων, κυβερνητικού εταίρου (πρώτα της Λέγκας, μετά του Δημοκρατικού Κόμματος).
Ανάλογες ήταν και οι σταδιοδρομίες και άλλων “σάπιων μήλων”, καταδικασμένων για αυθαιρεσίες και βασανισμούς αστυνομικών, που όπως φαίνεται η δράση τους στη Γένοβα ήταν όχι ένα αποτροπιαστικό στοιχείο, αλλά ένα παραπάνω εύσημο για τον προβιβασμό τους.
Ο Τζάνι Λουπέρι, επικεφαλής των υπηρεσιών της UCIGOS το 2001, που σύμφωνα με τα στοιχεία στη δίκη ήταν εκείνος που κρατούσε την τσάντα που περιείχε τις μολότοφ, προήχθη στην κεφαλή της Aisi (Υπηρεσία Πληροφοριών και Εσωτερικής Ασφάλειας).
Ο Ανζοΐνο Αντρεάσι, που τότε ήταν Υπαρχηγός Τμήματος και ως υπαρχηγός παράλληλα αναπληρωτής διευθυντής του Sisde στη Γένοβα, ως συνταξιούχος προσφέρει συμβουλές για τη διεθνή τρομοκρατία.
Ανάλογες προαγωγές είχαν και οι Βιντσέντσο Καντερίνι, τότε διοικητής της VII Ειδικής Κινητής Μονάδας, που καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια. Το 2005 προήχθη σε Αρχηγό Τμήματος έως την συνταξιοδότησή του, ο Φιλίπο Φέρι, επικεφαλής της άμεσης δράσης στη Λα Σπέτσια, ο οποίος προήχθη στην αντίστοιχη θέση επικεφαλής στη Φλωραντία, αλλά και ο Όσκαρ Φιοριόλι, τοτινός Αρχηγός του Τμήματος στη Γένοβα, που προήχθη σε Αρχηγό στη Νάπολη και σήμερα ηγείται των υπηρεσιών ασφαλείας στα μέσα συγκοινωνίας (σιδηροδρόμους, αυτοκινητοδρόμους) και στα ταχυδρομεία.
Η μεταχείριση που η ιταλική αστυνομία επιφυλάσσει στα στελέχη της είναι ενδεικτική και για τον τρόπο που το κράτος ζηλόφθονα διεκδικεί να έχει μόνο αυτό το κατ’ επέκταση της αποστροφής του Βέμπερ το αποκλειστικό “μονοπώλιο της βίας” (νόμιμης και έκνομης) και να λειτουργούν τα εντεταλμένα όργανά του υπό καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας, ακόμη κι όταν φαλκιδεύουν στοιχεία, βασανίζουν χωρίς λόγο, διαπομπεύουν, εξευτελίζουν, προβοκάρουν και βιαιοπραγούν αυθαίρετα.
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Νάπολη, το Μιλάνο, το Τορίνο κι αλλού (όπου, όπως γράφαμε, η αστυνομία και η κρατική μηχανή εκμεταλλεύθηκαν την προβοκάτσια των ακροδεξιών και των νεοφασιστών για να επιτεθούν και να κηλιδώσουν την νόμιμη και δίκαια διαμαρτυρία των πληττόμενων από τα σκληρά περιοριστικά μέτρα) οδηγούν σε μία περαιτέρω αστυνομοκρατία στην Ιταλία. Μία τάση, που σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο, επεκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης, μηδέ, όπως γίνεται ορατό, της Ελλάδος εξαιρουμένης.