Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, τη νίκη στις εκλογές των ΗΠΑ φέρεται να την εξασφαλίζει ο υποψήφιος των Δημοκρατικών. Στην αναμέτρηση βαθέος κράτους εναντίον βαθιάς Αμερικής, φαίνεται να επικρατεί το πρώτο. Σε μια αντιπαλότητα από την οποία απουσιάζει (επειδή φιμώνεται με νοθεία από το κατεστημένο των Δημοκρατικών) η όποια έστω σοσιαλδημοκρατική πολιτική τύπου Σάντερς, το απαραβίαστο πλαίσιο διεξαγωγής της εκλογικής μάχης είναι εκείνο της πρόταξης και της κυριαρχίας των συμφερόντων της ολιγαρχίας του πλούτου.
Το απαραβίαστο όριο είναι με άλλα λόγια η συστημική διαφθορά και εταιρειοκρατία των ΗΠΑ.
Εντός αυτού του πλαισίου, ο Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε ένα ομοίωμα (ενίοτε καρικατούρα) αντισυστημικής πολιτικής προσωπικότητας και παρουσίας. Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ αποτελεί τον εκπρόσωπο μιας συντηρητικής, έως αντιδραστικής, βαθιάς Αμερικής, θυμωμένης και φοβικής, ουδόλως επαναστατικής, η οποία ωστόσο είναι απολύτως “πραγματική”. Ηγεμονευόμενη από 40 χρόνια νεοφιλελευθερισμού και από την κοινωνία του θεάματος, από trash tv και από reality show είδε ότι ο εργολάβος, τηλε-αστέρας, τσαμπουκάς και “ξύπνιος” Τραμπ μπορούσε να εκφράσει όχι μόνο τις ευαισθησίες και την αισθητική της αλλά και την αντίληψή της για την οικονομία: περισσότερες δουλειές, περισσότερες ευκαιρίες, οικονομικός εθνικισμός διεθνώς, λιγότεροι από τους ατελείωτους πολέμους των γερακιών του βαθέος κράτους.
Αυτός ο απλός έως απλοϊκός συνδυασμός έπεισε και πείθει ακόμα. Ο Τραμπ ηγεμόνευσε πολιτικά στις μπερδεμένες και διεθνώς υποχωρούσες ΗΠΑ: υποχωρούσες όχι εξαιτίας του μόνο, αλλά ήδη πριν από αυτόν, εξαιτίας του Μπους του νεότερου και του Ομπάμα, με τις τυχοδιωκτικές και εγκληματικές πολεμικές τους περιπέτειες.
Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, οι Δημοκρατικοί επέλεξαν μια υποψηφιότητα όχι εναλλακτική του Τραμπ, όχι εν δυνάμει ηγεμονική αλλά του χεριού του κατεστημένου, με μόνο σύνθημα να φύγει ο Τραμπ και με αμφίβολη ικανότητα ολοκλήρωσης και της πρώτης ακόμα θητείας. Ο Μπάιντεν συνασπίζει όσους απλώς δεν θέλουν τον Τραμπ. Κατά τα λοιπά είναι αμφίβολο αν εκπροσωπεί πραγματικά περισσότερες από μερικές χιλιάδες ανθρώπους στην Ουάσινγκτον.
Ο Τραμπ φαίνεται να ηττάται εκλογικά λοιπόν, ο “τραμπισμός” όμως όχι. Και αυτό διότι είναι πιο γειωμένος από τον ταυτοτικό δικαιωματισμό και από τον εξόφθαλμα συστημικό δικομματισμό της ολιγαρχίας του πλούτου.
Είναι αλήθεια ότι ο Τραμπ δεν ήταν όντως πλειοψηφικός. Όπως είναι σαφές ότι το σύστημα των ΗΠΑ, τόσο εν γένει (κυριαρχία του μεγάλου πλούτου και του βαθέος κράτους, διεφθαρμένα μέσα ενημέρωσης κτλ), όσο και σε ό,τι αφορά το εκλογικό σύστημα δεν είναι πραγματικά δημοκρατικό. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο Τραμπ δεν πέτυχε να δομήσει δικό του σύστημα εξουσίας, ικανό να επιβληθεί στους κρίσιμους τομείς στο κατεστημένο της Ουάσινγκτον. Αναλώθηκε σε ρητορικές παλινωδίες, αλλά επί της ουσίας πέρασε ελάχιστες πολιτικές πέρα από αυτές επί των οποίων το κατεστημένο των ΗΠΑ εσωτερικά ομονοεί. Φάνηκαν έτσι τα όρια του όποιου ακροδεξιού “αντισυστημισμού”. Μένει να φανεί αν μπορεί και αν θα κινητοποιηθεί μέρος της κοινωνίας των ΗΠΑ ενάντια στο εκλογικό αποτέλεσμα και μέχρι πότε.
Ο Τραμπ φαίνεται να ηττάται εκλογικά λοιπόν, ο “τραμπισμός” όμως όχι. Και αυτό διότι είναι πιο γειωμένος από τον ταυτοτικό δικαιωματισμό και από τον εξόφθαλμα συστημικό δικομματισμό της ολιγαρχίας του πλούτου.
Είναι αμφίβολο (για το εσωτερικό των ΗΠΑ) τι ακριβώς διαφορετικό θα κάνει στην οικονομία ο Μπάιντεν ή πώς θα διαχειριστεί πλέον την πανδημία. Την ώρα που η Κίνα την έχει αφήσει πίσω της, το κλείσιμο εκ νέου της οικονομίας των ΗΠΑ θα είναι καταστροφικό. Τέλος υπάρχουν κάποιοι που ελπίζουν με τον Μπάιντεν να “γυρίσουν πίσω” οι ΗΠΑ στον διεθνή τους ρόλο και να “σώσουν την παρτίδα” και στα ελληνοτουρκικά. Ξεχνούν αφενός ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, αφετέρου ότι ήταν με τις ΗΠΑ παρεμβαίνουσες και ισχυρές, που ο Ελληνισμός ακρωτηριάστηκε.
Με άλλα λόγια, μια επανάληψη της εξωτερικής πολιτικής Ομπάμα που έβαλε τη φωτιά που καίει ακόμα στην περιοχή μας και εν γένει (Λιβύη, Συρία, Υεμένη, σχεδόν πολεμικό κλίμα με Ρωσία) δεν θα είναι πολύ ευχάριστη για κανέναν. Σε ένα πλαίσιο όπως αυτό δε, μπορεί να δούμε την αντιπάθεια Μπάιντεν για τον Ερντογάν να μετατρέπεται σε βαθιά “φιλία” προς τον ίδιο τον Ερντογάν ή προς κάποιον διάδοχό του, εξαιτίας του γεγονότος ότι η Τουρκία ασκεί διαρκώς μεγαλύτερη πίεση στη Ρωσία ευρύτερα στην περιοχή και σχεδόν στα σύνορά της.
Ο πλανήτης θα συνεχίσει να βρίσκεται σε κίνδυνο, τώρα ίσως και μεγαλύτερο.