Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύεται με τον καιρό (και με κόπο) ως ένας από τους πιο “επικοινωνιακούς” πρωθυπουργούς που έχουν περάσει από το Μέγαρο Μαξίμου. Η ιδιαίτερη μέριμνα για την εξωτερική του εικόνα κατέστη ήδη σαφής από την προεκλογική περίοδο του 2019, όταν οι τυχαίες βόλτες στην Κυψέλη συνοδεύονταν από αυθόρμητες εκδηλώσεις λατρείας του γυναικείου πληθυσμού, ενώ οι συμμετοχές του σε εκπομπές “ποικίλης ύλης” αναδιαμόρφωναν άρδην τις παραδομένες προσδοκίες αναφορικά με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις υποψήφιων πρωθυπουργών.
Επιπλέον, η μέχρι τώρα διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνησή του έφερε τον ίδιο στο προσκήνιο της προβολής, μέσω κυρίως των (δεκατριών μέχρι στιγμής) τηλεοπτικών διαγγελμάτων προς τον ελληνικό λαό. Εντός αυτού του πλαισίου επικοινωνιακής δεινότητας έρχεται να προστεθεί και η πρόσφατη δήλωσή του στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Γραμματείας της Ν.Δ. πως “η χρονική συγκυρία μας επιβάλλει με ελεύθερη βούληση να περιορίσουμε την ελευθερία μας”, η παραδοξότητα της οποίας αξίζει έναν ειδικότερο σχολιασμό.
Το καλοκαίρι του 1956 ο Gregory Bateson και τρεις ακόμα συνεργάτες του δημοσίευσαν την έρευνά τους με τίτλο “Προς μια θεωρία της σχιζοφρένειας”, θέτοντας τις βάσεις για μια συστημική θεώρηση της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας. Εκτός όμως από τις πρωτοποριακές για την εποχή νέες μεθοδολογικές συνισταμένες, η συγκεκριμένη έρευνα εισήγαγε και την έννοια του “διπλού δεσμού” (double-bind), της οποίας η αναλυτική ενάργεια έμελλε να χρησιμεύσει ως εργαλείο και σε άλλα πεδία, πέραν της ψυχιατρικής.
Ο “διπλός δεσμός” ορίζει την αντιφατική συνύπαρξη εντός του ίδιου επικοινωνιακού μηνύματος δύο διαφορετικών και αντικρουόμενων (ρητών ή άρρητων) εντολών. Το υποκείμενο που δέχεται το μήνυμα βρίσκεται παγιδευμένο χωρίς διαφυγή εντός αυτού του παραμορφωτικού επικοινωνιακού προτύπου, και αναγκάζεται να αναπτύξει σχήματα ερμηνείας και επικοινωνίας πέραν των γνωστών λογικών τύπων, οδηγούμενο σταδιακά προς σχιζοφρενικές ψυχικές δυναμικές.
Αν οι παράδοξες και αντιφατικές εντολές των γονιών προς τα νήπια φαίνεται πως έχουν αιτιώδη σχέση με την ψυχοπαθολογική ανάπτυξη των δεύτερων, η προτροπή του Πρωθυπουργού προς τους πολίτες να αποποιηθούν την ελευθερία τους ιδία βουλήσει έρχεται να διαμορφώσει μια ανάλογη παγίδευση εντός ενός παραμορφωμένου μηνύματος με σκοπό τελικά την καθήλωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Βέβαια, το ίδιο το μέτρο της καραντίνας, εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια του “διπλού δεσμού”, αφού η εντολή του εγκλεισμού, μιας συνθήκης που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη σωματική και ψυχική υγεία, δίδεται προς όφελος της μείωσης της μετάδοσης του ιού, δηλαδή της δημόσιας υγείας. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια εντολή η οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή από τα υποκείμενα ως έχουσα λογικό νόημα, αφού, εν προκειμένω, η μείωση της μετάδοσης μπορεί να δώσει χρόνο στην πολιτεία να οχυρώσει το σύστημα υγείας και να μπορέσει σε μελλοντικό χρόνο να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη υγειονομική κρίση.
Στην παρούσα συγκυρία όμως μια ανάλογη προοπτική διαχείρισης είναι εκτός πλάνου. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη απέδειξε ότι η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης αποτελεί γι’ αυτήν περισσότερο ζήτημα απαγορεύσεων και προσπαθειών διαχείρισης των οικονομικών απωλειών, παρά διασφάλισης της υγείας των πολιτών και ειδικά των ευαίσθητων ομάδων. Τα διαρκώς αυξανόμενα πανελλαδικά κρούσματα του ιού σε δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων μαρτυρούν για το γεγονός πως δεν έγιναν όλο αυτό το διάστημα ούτε οι πιο στοιχειώδεις κινήσεις για τη διαχείριση της εξέλιξης του κύματος της πανδημίας. Έχει γίνει σαφές πως η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να στηρίξει το Ε.Σ.Υ., ούτε να προστατεύσει οικονομικά και υγειονομικά το λαό. Άλλωστε, ένα ενδεχόμενο τέτοιο “άνοιγμα” προς προνοιακές πολιτικές (ούτως ή άλλως αφετηριακά αντίθετο προς τις ιδεολογικές αφετηρίες του κυβερνώντος κόμματος) είναι πιθανό να “άνοιγε την όρεξη” στους πολίτες και για άλλες, ευρύτερες, κατακτήσεις.
Τούτων δοθέντων, ο διπλός δεσμός του πρωθυπουργικού μηνύματος έρχεται απλά να προωθήσει και να συντηρήσει την παγίδευση των πολιτών εντός μιας κατάστασης όπου, όπως θα έλεγε και η ομάδα του Bateson, “ό, τι και να κάνεις, θα χάσεις”. Η μόνη προοπτική που μπορεί να αντιπαρατεθεί σε ένα τέτοιο επικοινωνιακό σόφισμα είναι βέβαια εκείνη που δεν εξαρτάται από την επικοινωνία, αλλά από την παλιά καλή κινητοποίηση των οργανωμένων (ή ανοργάνωτων) μαζών και την αποτύπωση της πολιτικής ισχύος τους στο δημόσιο χώρο.