Πέρασαν κιόλας επτά χρόνια από εκείνο τον Νοέμβρη του Euromaidan, όταν ξεκινούσαν στο Κίεβο οι διαδηλώσεις μερικών δεκάδων χιλιάδων οπαδών της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης, που κατάφεραν σε μερικούς μήνες, τον Φεβρουάριο του 2014, υπό την προφανέστατη καθοδήγηση ΝΑΤΟϊκών μυστικών υπηρεσιών και πρεσβειών, να οδηγήσουν στην ανατροπή και φυγή στη Ρωσία του διεφθαρμένου προέδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς και τη ριζική αλλαγή του προσανατολισμού της χώρας.
Από εθνολογικά συγγενέστερη προς τη Ρωσία πρώην σοβιετική Δημοκρατία (κυριολεκτικά κομμάτι της ιστορικής Ρωσίας, πολλά από τα εδάφη της οποίας μαζί με τον αμιγώς ρωσικό και ρωσόφωνο πληθυσμό τους αποτελούν σήμερα ουκρανική επικράτεια) η Ουκρανία μετατράπηκε σε μια βραδυφλεγή βόμβα, που κατέστρεψε και συνεχίζει να δηλητηριάζει τις ευρω-ρωσικές σχέσεις και δημιούργησε τη μεγαλύτερη αιμορραγούσα γεωπολιτική πληγή στο υπογάστριο της Μόσχας.
Τυφλωμένο από τις αυταπάτες περί “ισότιμης ένταξης” στη “λέσχη της Δύσης” κατά τις δεκαετίες της σοβιετικής και μετασοβιετικής κατάρρευσης, το Κρεμλίνο και η φιλοδυτική ρωσική ελίτ υποτίμησαν ή έστω δεν κατόρθωσαν να αποκρούσουν το συστηματικό και πολυετές υπονομευτικό έργο της αμερικανικής κυρίως “διπλωματίας”, που αναζήτησε και βρήκε τον “αδύναμο κρίκο” για το πιο πετυχημένο χτύπημα στις προσπάθειες του Βλαντίμιρ Πούτιν να ανασυγκροτήσει την ηττημένη στον ψυχρό πόλεμο Ρωσία και την επιρροή της στον περίγυρό της. Ο ουκρανικός εμφύλιος και η “ρωσοφοβική Ουκρανία” αποτελούν τη μεγαλύτερη ρωσική ήττα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης: αποτελούν εν πολλοίς συνέχειά της, ενώ βέβαια βασικότερο θύμα των γεωπολιτικών τυχοδιωκτισμών είναι και πάλι ο λαός της Ουκρανίας, που βλέπει δειλός, μοιραίος και άβουλος αντάμα το βιοτικό του επίπεδο να καταρρέει σταθερά και να ασελγούν συστηματικά στην οικονομία, την ιστορία, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, ακόμη και την Εκκλησία του ευρωατλαντικοί “Δαναοί”, μοιράζοντας ως δώρα μια βίζα για φθηνή εργασία στην Ε.Ε. και αμέτρητα παραμύθια για πακτωλούς επενδύσεων. Αντί για επενδύσεις, συγγενείς λιγοστών ολιγαρχών, μερικών γνωστών και από τη μετασοβιετική λεηλασία της Ρωσίας, μαζί με καλομαθημένους γόνους δυτικών πολιτικών, όπως ο Χάντερ Μπάιντεν, γιος του πρώην αντιπροέδρου και νυν εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, καταληστεύουν ανενόχλητοι τον πλούτο της καταρρέουσας Ουκρανίας και με την ευκαιρία αποκρύπτουν τα κέρδη και τις κομπίνες από τον Αμερικανό φορολογούμενο.
Με σύμβολο τα κουλουράκια της τότε υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ, που μοίραζε αυτοπροσώπως στους διαδηλωτές μαζί με τον σπεσιαλίστα στις ειδικές αντιρωσικές επιχειρήσεις τότε πρέσβη στο Κίεβο και νυν πρέσβη στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, οι αμερικανικές υπηρεσίες κατέλαβαν στην κυριολεξία και ελέγχουν πλήρως το ουκρανικό κράτος. Οι Αμερικανοί “σύμβουλοι” μοιράζονται την εξουσία μόνο με τους ολιγάρχες της χώρας και μια πλήρως διεφθαρμένη κρατική γραφειοκρατία, πρόθυμη να ξεπουλήσει και τα τελευταία “ασημικά” της φτωχότερης πλέον χώρας της Ευρώπης, η οποία είχε το 2013 κατά κεφαλήν εισόδημα 4030 δολάρια ΗΠΑ και κατρακύλησε το 2019 στα 2656 δολάρια, πριν καν υπάρξει η πανδημία του κορονοϊού, η οποία σίγουρα βύθισε την οικονομία της χώρας ακόμη βαθύτερα.
Ενδεικτική της κατάρρευσης είναι και η δραματική μείωση του πληθυσμού της, με τις εκτιμήσεις να ποικίλουν (ελλείψει αντικειμενικών μετρήσεων) από 8,3 έως και 20 ολόκληρα εκατομμύρια, σε σχέση με τα 45 εκατομμύρια κατοίκων προ επταετίας και ακόμη χειρότερα έναντι των 48 εκατομμυρίων κατοίκων της τελευταίας υπαρκτής απογραφής του 2001. Τρέχουν πλέον να σωθούν όχι μόνο ως συνήθως οι άνεργοι, που αναζητούν οπουδήποτε και οποιοδήποτε μεροκάματο, αλλά προπαντός όσοι ρωσόφωνοι καταφέρνουν να ξεφύγουν από την εθνικιστική παράνοια και οι νέοι, που δεν θέλουν να στρατευθούν στον πιο παράλογο αδελφοκτόνο πόλεμο της πρόσφατης ιστορίας.
Την αμερικανική επικυριαρχία στην Ουκρανία κατήγγειλαν προ ημερών έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κίεβο και οι ακτιβιστές του κόμματος “Αντιπολιτευόμενη Πλατφόρμα – Για τη Ζωή”, το οποίο επικρίνει την αντιρωσική υστερία, που προωθεί η εθνικιστική, αν όχι φιλοναζί, κυβέρνηση της χώρας, αρνούμενη να προμηθευτεί το ρωσικό εμβόλιο κατά του κορονοϊού και να δεχθεί ρωσική βοήθεια για το πρακτικά διαλυμένο σύστημα υγείας, όπως προτείνουν οι ψυχραιμότεροι και κάνουν οι περισσότερες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, καθώς δεν έχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές προστασίας του πληθυσμού. Η διαμαρτυρία φαίνεται πως άγγιξε ευαίσθητες χορδές της ουκρανικής κοινής γνώμης, που παρακολουθεί παθητικά και τρομοκρατημένη τη λεηλασία της χώρας, για αυτό και η πρεσβεία των ΗΠΑ έσπευσε να ανακοινώσει ότι δεν εμπλέκεται στα εσωτερικά της Ουκρανίας (!), όπως πράττει η Ρωσία, η οποία “εισέβαλε στην Ουκρανία, ευθύνεται για 13.000 νεκρούς στον πόλεμο και υπονομεύει τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας”.
Η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κίεβο τεχνηέντως, βέβαια, ξέχασε ότι η “νόμιμη” κυβέρνηση της Ουκρανίας είναι προϊόν εκλογικών αναμετρήσεων βίας και νοθείας, με παρακρατικές οργανώσεις και συμμορίες να αλωνίζουν τη χώρα, που υπόκειται σε βίαιη “ουκρανοποίηση” του ρωσόφωνου πληθυσμού, ο οποίος πρακτικά ήταν και παραμένει το ήμισυ, αν όχι η πλειονότητα των κατοίκων της. Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και από το γεγονός ότι όλοι οι εκλεγμένοι πρόεδροί της έχουν ως μητρική τους γλώσσα τη ρωσική και χρειάστηκε να πάρουν μαθήματα ουκρανικής για να παριστάνουν δημοσίως τους Ουκρανούς εθνικιστές και τους ρεβανσιστές, που επαναφέρουν ως “ήρωες” τους συνεργάτες των Γερμανών ναζί και τους σφαγείς Εβραίων, Πολωνών και λοιπών μειονοτήτων, που έδρασαν τις παραμονές και κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής. Το δυτικό “αφήγημα” για την Ουκρανία διαγράφει από την πρόσφατη μνήμη μας ότι η κυβέρνηση του Κιέβου κινήθηκε το 2014 με στρατό, πυροβολικό και αεροπορία εναντίον επαρχιών της με ρωσόφωνους πολίτες στην Ανατολική Ουκρανία, που βαφτίστηκαν “κάτοικοι β΄ κατηγορίας” και “είδος υπό εξαφάνιση”, επειδή έσπευσαν να αυτοοργανωθούν σε πολιτοφυλακές, να εξασφαλίσουν προφανώς στρατιωτική βοήθεια από τη Ρωσία για την αυτοάμυνά τους και να επιδιώξουν καθεστώς αυτονομίας, στο οποίο και υποτυπωδώς ζουν έκτοτε, έχοντας ιδρύσει τις λεγόμενες “Λαϊκές Δημοκρατίες” του Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ.
Η “εναλλακτική” λύση, που προσέφερε το πολυδιαφημισμένο “δημοκρατικό” καθεστώς του Κιέβου σε όσους δεν επιθυμούν να αρνηθούν την ιστορία τους και να γίνουν ξαφνικά χώρα αντισοβιετικού και αντιρωσικού μίσους, όπως αυτό, που διακατέχει τους απογόνους των Λευκών εμιγκρέδων και των συνεργατών των Ναζί από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, οι οποίοι εν πολλοίς καθορίζουν τις τύχες της σημερινής Ουκρανίας, ήταν να καούν ζωντανοί, όπως οι τουλάχιστον 48 άτυχοι αντιφασίστες, που βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στο φλεγόμενο Οίκο των Συνδικάτων της Οδησσού στις 2 Μαΐου 2014. Κανείς δεν διώχθηκε, ούτε τιμωρήθηκε ποτέ για το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα, ούτε φυσικά για την αποδεδειγμένη από πολλές πηγές πρόσκληση από την τότε “αντιπολίτευση”, ξένων ελεύθερων σκοπευτών, οι οποίοι σκόρπισαν το χάος στους δρόμους του Κιέβου πυροβολώντας στοχευμένα εναντίον αμάχων διαδηλωτών και ανδρών των σωμάτων ασφαλείας ταυτοχρόνως.
Στο σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας, που υλοποιείται επιμελώς από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια, εντάχθηκε και το εκκλησιαστικό project “Ουκρανικό αυτοκέφαλο”, το οποίο παραχωρήθηκε με προφανέστατο σκοπό να διαρραγούν ει δυνατόν και οι τελευταίοι δεσμοί, που συνδέουν το άλλοτε ενιαίο έθνος-κράτος των Ρως, προγόνων των σημερινών Ρώσων, Ουκρανών και Λευκορώσων και να επιταχυνθεί η “ουκρανοποίηση” των απρόθυμων να την ακολουθήσουν ρωσόφωνων στην Ουκρανία. Η αμερικανική διπλωματία ενέταξε στη φαρέτρα της το “όπλο” της Ορθοδοξίας, η οποία βυθίζεται παγκοσμίως σε ένα πρωτοφανές σχίσμα, που υπονομεύει πλέον τις όποιες αδύναμες ιστορικές και πνευματικές σχέσεις είχαν απομείνει μεταξύ ρωσικού και ελληνικού κόσμου, μεταξύ Βαλκάνιων και Αράβων ορθοδόξων.
Υπ’ αυτήν την έννοια αβέβαιο παραμένει το μέλλον της μόνης συμφωνίας διευθέτησης του ουκρανικού ζητήματος, που επιτεύχθηκε από το λεγόμενο “κουαρτέτο της Νορμανδίας”, δηλαδή τη Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία και Ουκρανία στο πλαίσιο της Ομάδας Επαφής του Μινσκ, η οποία επιδιώκει να αποκαταστήσει τον διάλογο ανάμεσα στις πλευρές της ουκρανικής σύγκρουσης, δηλαδή το Κίεβο, το Ντονιέτσκ και το Λουγκάνσκ. Από τα επτά σημεία των συμφωνηθέντων του Παρισίου στις 9 Δεκεμβρίου της περασμένης χρονιάς, το Κίεβο τήρησε μόνο δύο, και αυτά εν μέρει, αποδεχόμενο μερική ανταλλαγή 234 αιχμαλώτων και ασταθή κατάπαυση του πυρός, που παραβιάζεται σποραδικά από τους παρακρατικούς ένοπλους εθνικιστικούς σχηματισμούς, οι οποίοι έχουν ενταχθεί στον τακτικό ουκρανικό στρατό. Η ουκρανική ηγεσία αποφεύγει να συζητήσει απευθείας με τις τοπικές ηγεσίες στο Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας και προπαντός να αναγνωρίσει το προβλεπόμενο από τις συμφωνίες ειδικό καθεστώς των δύο επαρχιών, καλώντας σε αναθεώρηση των προβλεπόμενων όρων του Μινσκ, πρόταση, που δεν αποδέχεται ούτε η Ρωσία, αλλά ούτε δείχνουν να συζητούν Παρίσι και Βερολίνο.
Η αμερικανική διπλωματία έχει μόνο οφέλη από τη διατήρηση ανοιχτού του ουκρανικού προβλήματος, σε αντίθεση με τις κομβικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που έχουν δείξει σημάδια κόπωσης και ενδιαφέροντος για την εξομάλυνσή του, ενώ η εκλογή Τζο Μπάιντεν μάλλον ενθαρρύνει τις φιλοδοξίες των ηγετών του Κιέβου. Οι ελπίδες, που είχαν γεννηθεί από την εκλογή στην προεδρία του κωμικού ηθοποιού Βολοντίμιρ Ζελένσκι, άρχισαν γρήγορα να καταρρέουν, καθώς κάθε εκλεγμένος ηγέτης στην Ουκρανία είναι δέσμιος των ξένων επικυρίαρχων από την μια και των ακραίων εθνικιστικών-νεοναζί σχηματισμών, για αυτό και είναι υποχρεωμένος (προφανώς ματαιοπονώντας) να διακηρύττει επιστροφή στην Ουκρανία της Κριμαίας, οι κάτοικοι της οποίας ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία την επανένωσή της με τη Ρωσία και επέστρεψαν στον ιστορικό κορμό της χώρας, που θεωρούσαν και θεωρούν πάντοτε πατρίδα τους και δεν πρόκειται βέβαια ποτέ να τους διαψεύσει, αν δεν ηττηθεί η ίδια σε παγκόσμιο πόλεμο. Το ίδιο απίθανη μοιάζει και η ανάκτηση από το Κίεβο του ελέγχου, όπως παλιά, στην ανατολική Ουκρανία, εάν δεν γίνει αποδεκτό κάποιο ειδικό καθεστώς στις επαρχίες αυτές και δεν υπάρξει επιτέλους η βούληση να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του ρωσόφωνου πληθυσμού της χώρας.