Όποιος είναι άνω των 30 θα θυμάται το κλισέ και πολλαπλώς διακωμωδημένο «πού είναι το κράτος;» να αποτελεί το πιο κοινό ρητορικό ερώτημα σε κάθε πιθανή δυσκολία που θα συναντούσε στην καθημερινότητά του ο όψιμος ευρωπαίος πολίτης της Ελλάδας. Ήταν σχεδόν η ενστικτώδης αντίδραση στα χείλη των φιλεύσπλαχνων συμπολιτών μας όταν κάποιο μπαρ προκαλούσε ηχορύπανση, όταν κάποιος πάρκαρε παράνομα ή (στα χρόνια που άρχισε να πέφτει το σκοτάδι) όταν ερχόντουσαν αντιμέτωποι με την απλή θέα ενός μετανάστη.
Το ερώτημα επιβεβαίωνε την πίστη των πολλών στην ιδιότητα του κράτους ως μεγάλου διαμεσολαβητή. Ήταν αποτέλεσμα της καθυστερημένης έλευσης της μεταπολεμικής κανονικότητας στην Ελλάδα του 1980, όπου το μετεμφυλιακό κράτος-τιμωρός έφευγε από το προσκήνιο για να αντικατασταθεί από το κράτος-εγγυητή, το κράτος δικαίου στην υπηρεσία του πολίτη που θα αγκαλιάσει τις ανάγκες και τις ανησυχίες του, ώστε να διασφαλίσει πως η ποιότητα ζωής του δεν θα πέσει κάτω από κάποιο κοινωνικά συμφωνημένο όριο.
Όποιος είναι άνω των 30 θα θυμάται πως υπάρχει μια συγκεκριμένη ημερομηνία, μετά από την οποία το κλισέ και πολλαπλώς διακωμωδημένο ερώτημα «πού είναι το κράτος;» δεν ξανακούστηκε ποτέ: ήταν 6η Δεκέμβρη του 2008.
Δώδεκα χρόνια μετά και με επετειακά σχόλια σαν το παρόν να κυκλοφορούν μαζικά κάθε χρόνο, η μνήμη και η σημασία της εξέγερσης του Δεκέμβρη παραμένει υπό διαρκή συζήτηση, από την οποία ωστόσο συχνά απουσιάζει η βαθιά, οριζόντια και καθολική αλλαγή που προκάλεσε η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Και αυτή για κάποιο λόγο είναι πιο ορατή το 2020· ίσως αντανακλάται καλύτερα στη στάση της αστυνομίας, του πολιτικού προϊσταμένου της, αλλά και της κυβέρνησης που εκπροσωπεί μία μακρά διαδικασία αντι-εξέγερσης, την οποία καταφέρνει με άνεση να κρύψει σε κοινή θέα.
Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που βρέθηκε στο προσκήνιο της εξέγερσης, η οποία έχει κάθε δικαίωμα να την ανακαλεί με τους δικούς της όρους. Άλλωστε μια διάχυτη και ανεξήγητη νέα ριζοσπαστικότητα που είχε δείξει τις διαθέσεις της, υποστασιοποιήθηκε και μαζικοποιήθηκε εκείνη τη στιγμή, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στους millennials της Ελλάδας, αλλά και στο κράτος που μέχρι τώρα επιχειρεί να πνίξει εκδηλώσεις του προβλήματος της νεολαίας στην κούνια.
Το κράτος ξέρει ότι και η γενιά του Δεκέμβρη πριν γίνει γενιά του Δεκέμβρη, μπορούσε να βρεθεί στο πεζούλι του πάρκινγκ στη οδό Μεσολογγίου να πίνει μπύρες, απολαμβάνοντας την άπλα που πλέον έχει αντικατασταθεί από ένα πολυόροφο γιαπί περιστοιχισμένο από βαριά λαμαρίνα. Αν μη τι άλλο, το γεγονός ότι η εκάστοτε νεολαία ακόμα δέχεται τα αντίποινα για τη στιγμή της εξέγερσης και οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές της έζησαν μία λυσσαλέα αντεπίθεση που δεν σταμάτησε ποτέ, δίνει σε αμφότερους το δικαίωμα να την αφηγούνται σαν προσωπική τους υπόθεση.
Όμως δεν ήταν αυστηρά και μόνο προσωπική υπόθεση. Ήταν η στιγμή που το κράτος αποδεσμεύτηκε από οποιαδήποτε υποχρέωση «προστασίας του πολίτη» ως καταστατικό του στοιχείο. Οργουελικώ τω τρόπω και με περίσσεια ειρωνείας, λίγους μήνες μετά η «προστασία του πολίτη» έγινε το όνομα ενός υπουργείου – και μάλιστα του πιο ακατάλληλου να την εξασφαλίσει.
Είναι περίεργο, αλλά με την απόσταση του χρόνου, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τη ζωντανή παρουσία του Δεκέμβρη. Ένα κράτος που δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα σου δολοφονήσει εν ψυχρώ το παιδί, δεν χρειάζεται πια να εγγυηθεί την προστασία κανενός από την εξαθλίωση της κρίσης, τη στοιχειώδη εξασφάλιση της συνταγματικής τάξης, την προστασία της υγείας, τις δημοκρατικές ελευθερίες. Δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα επαναφέρει χουντικά διατάγματα αξημέρωτα, ότι δεν θα καννιβαλίζει το ΕΣΥ σε στιγμή κρίσης (πολλώ δε μάλλον εκτός αυτής) ή ότι θα αναγνωρίζει ρεύμα, νερό και τηλέφωνο ως βασικά αγαθά που δεν επιδέχονται άλλης διαπραγμάτευσης.
Δεν μπορεί με άλλα λόγια να εγγυηθεί πια τον ομαλό βίο του νοικοκυραίου που ήταν εκπαιδευμένος στο βραχύβιο κοινωνικό συμβόλαιο της βαθιάς μεταπολίτευσης με το κράτος ως διαμεσολαβητή των προβλημάτων του. Η ευθεία αντιπαράθεση κράτους και κοινωνίας, μέσα στη θεαματική σύγκρουσή τους τον Δεκέμβρη, άφησε ένα πολύτιμο κατάλοιπο για τους διαχειριστές της κρίσης: την παύση κάθε απαίτησης για διόρθωση στα κακώς κείμενα. Ακόμα και όταν το κράτος εμφανίζεται για να προστατεύσει τον πολίτη από το παράνομο πάρκινγκ, ο ρόλος, ο λόγος και ο τρόπος είναι τόσο τιμωρητικός που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τις πειθαρχικές του σκοπιμότητες.
Αν αυτή η σχέση του κατοίκου της χώρας με το κράτος αλλάζει και συνειδησιακά, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ήταν τόσο στιβαρό όσο παρουσιαζόταν – σε τελευταία ανάλυση, σχεδόν τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν τη δεκαετία του 2010 ως «μέτρα» και πολιτικές δεν έπεσαν από τον ουρανό. Τα είχαν εισηγηθεί σχεδόν όλα οι μανδαρίνοι της προηγούμενης δεκαετίας στους κυβερνώντες, από εξόχως δημόσια βήματα, ακολουθώντας τις επιταγές των διαφόρων λόμπι που τα ζητούσαν. Και απ’ όταν άρχισε η εφαρμογή τους, κατέστη σαφές ότι σκοπός του κράτους δεν ήταν να παρέχει εξασφάλιση στη μεγάλη μάζα της κοινωνίας που τη θεωρούσε ακόμα δεδομένη.
Σε κάθε περίπτωση, γι’ αυτό κανείς δεν ρωτάει πια «πού είναι το κράτος;» στις δύσκολες στιγμές: γιατί στις 6 Δεκεμβρίου του 2008, ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας δολοφόνησε εν ψυχρώ τον έφηβο μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο.