Πριν ακριβώς πενήντα χρόνια, το βράδυ της 7ης προς 8η Δεκεμβρίου 1970 έμενε την ύστατη στιγμή ανυλοποίητο ένα δυνάμει πραξικόπημα, που καίτοι δεν άλλαξε τον ρου της πολιτικής ιστορίας στην Ιταλία, επιμαρτύρησε εν τούτοις τα υπαρκτά, μυστικά όμως, δεδομένα για μία πολιτικο-στρατιωτική εκτροπή που οι ντόπιες και ξένες μυστικές υπηρεσίες, το παρακράτος και τμήμα του πολιτικού κόσμου, είχαν συναρμόσει και θέσει “παρά πόδαν”.
Το διαβόητο Colpo Borghese, όπως χαριτόλογα ονομάσθηκε το ακυρωθέν πραξικόπημα, σαν λογοπαίγνιο ανάμεσα στο όνομα του εμπνευστή του (πρίγκιπα Γιούνιο Βαλέριο Μποργκέζε, διαπρεπούς φασίστα και πρώην επικεφαλής της δύναμης XMas στη διάρκεια του πολέμου) και τη φύση της εξωθεσμικής παρέμβασης για την κατάλυση του αστικού (borghese) καθεστώτος – όχι πλέον εν ενεργεία στρατιωτικών, όπως λίγο πριν είχε συμβεί στην Ελλάδα.
O τρόπος που οργανώθηκε έγινε, χωρίς να γίνει, το Πραξικόπημα Μποργκέζε έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως συνώνυμο του κατεξοχήν “πραξικόπημα οπερέτα” και η χλεύη για την “ανικανότητα” των συντελεστών του που το συνόδευσε, το περιένδυσε με έναν αστικό μύθο, ο οποίος απαθανατίσθηκε και στη μεγάλη οθόνη στην ταινία “Θέλουμε τους Συνταγματάρχες” (Vogliamo i colonelli), κατ’ αντιστοιχίαν με το ελληνικό πραξικόπημα, του Μάριο Μονιτσέλι και πρωταγωνιστή έναν απολαυστικό Ούγκο Τονιάτσι.
Μολαταύτα, τούτη η σημασία διαπλάσθηκε μόνον εκ των υστέρων, όταν η αριστερή εφημερίδα Paese Sera απεκάλυψε ουσιαστικά την ύπαρξή του. Ίσως εάν δεν συνέβαινε αυτό, είναι δυνατόν να μην είχαν μαθευτεί ποτέ οι λεπτομέρειες και ούτε και να είχαν παραπεμφθεί οι υπεύθυνοι για το εν τη γενέσει του “ απορριφθέν” πραξικόπημα. Ούτως ή άλλως την εποχή εκείνη είχε ξεκινήσει η “πολιτική της έντασης”, που είχαν κλιμακώσει το ιταλικό κράτος, οι μυστικές υπηρεσίες και ο παρακρατικός βραχίονάς τους, οι νεοφασιστικές οργανώσεις, μετά τη “σφαγή στην Πλατεία Φοντάνα” στο Μιλάνο, με την έκρηξη βόμβας στην Αγροτική Τράπεζα στις 12 Δεκεμβρίου 1969. Μία πράξη που τερμάτισε την “επέλαση” των παρατεταμένων και μεγαλειωδών εργατικών και σπουδαστικών κινητοποιήσεων, που είχαν ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων στις σφαίρες της εργασίας, των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, της χειραφέτησης των γυναικών, της εκπαίδευσης. Η μεθόδευση από τη μεριά της κρατικής μηχανής της έντασης στην κοινωνία και την πολιτική, ήδη ενέπνεε σε πολλούς τον φόβο για επικείμενη κρατικά σχεδιασμένη συνταγματική εκτροπή manu militari, καθώς ήδη ήταν γνωστό το Piano Solo του στρατηγού Τζοβάνι Ντε Λορέντσο (που είχε εκπονηθεί από το 1964 κι είχε αποκαλυφθεί το 1968 από το περιοδικό L’Espresso) .
Η ένοπλη αυτή εξέγερση, που εξακολουθεί να αποτελεί ακόμα ένα από τα πολλά μυστήρια στην ιστορία της δημοκρατίας στην Ιταλία πραγματοποιήθηκε το βράδυ μεταξύ 7 και 8 Δεκεμβρίου 1970, παραμονή της γιορτής της Αμώμου Σύλληψης της Παναγίας, εάν αυτό έχει κάποιο συμβολισμό. Δεν είναι ξεκάθαρο γιατί εφαρμόστηκε, τι πραγματικά στόχευε και πάνω από όλα γιατί απέτυχε και ποιος το έκανε να αποτύχει. Όλα ξεκινούν αργά το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου όταν ομάδες ακροδεξιών συγκεντρώνονται σε ορισμένα μέρη της πρωτεύουσας: στην περιοχή Montesacro, στα εργοτάξια του μεγαλοκατασκευαστή Ρέμο Ορλαντίνι, που συνδέεται με τις μυστικές υπηρεσίες της SID του Βίτο Μιτσέλι, στο ιστορικό κέντρο, κοντά στην έδρα της νεοφασιστικής Εθνικής Πρωτοπορίας και κοντά στο Πανεπιστήμιο σε ένα γυμναστήριο, που δεν απέχει πολύ από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό Termini. Εν τω μεταξύ, μια ένοπλη φάλαγγα Δασονόμων έλαβε καίριες θέσεις στα περίχωρα της Ρώμης, ενώ μια ομάδα νεοφασιστών είχε ήδη εισέλθει στο οπλοστάσιο του Υπουργείου Εσωτερικών. Μάλιστα, ένα ξεχασμένο από κάποιον ακροδεξιό οπλοπολυβόλο Μπερέτα από το οπλοστάσιο εκείνο, απετέλεσε ένα από τα ακράδαντα αποδεικτικά στοιχεία στη μετέπειτα δίκη.
Η έδρα του πραξικοπήματος βρίσκεται στην περιοχή Nomentano. Περιλαμβάνει τον πρίγκιπα Γιούνιο Βαλέριο Μποργκέζε (φωτογραφία), πραγματικό ηγέτη της συνωμοσίας και ιθύνοντα νού της. O Μποργκέζε, αν και αμετανόητος φασίστας αυτομόλησε στους Αμερικανούς, οι οποίοι διείδαν στο πρόσωπό του ένα μελλοντικά καλοκουρδισμένο ανδρείκελο. Ο Μποργκέζε μεταμορφωμένος σε Αμερικανό αξιωματικό μεταφέρθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ με τζιπ στη Ρώμη και έκτοτε στη βάση της σύστασης και της εκπαίδευσης των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών από το 1945, με διαμόρφωσή τους εντός του ιταλικού εδάφους και στη βάση της CIA στο Μέριλαντ των ΗΠΑ, όπου ο Μποργκέζε μαζί με χιλιάδες άλλους ομοίους του προετοιμάζεται ως πρόμαχος του δυτικού πνεύματος ενάντια στην κομμουνιστική απειλή.
Τον πλαισιώνουν στην ομάδα των συνωμοτών ο συνταξιούχος στρατηγός της Πολεμικής Αεροπορίας Τζουζέπε Καζέρο, και ο γνωστός μετέπειτα σε πολλές υποθέσεις αστυνομικός Σαλβατόρε Πεκορέλλα. Το σχέδιο με την κωδική ονομασία Τόρα Τόρα, όπως ήταν το σύνθημα της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ προβλέπει, εκτός από την κατάληψη των υπουργείων Άμυνας και Εσωτερικών, των κεντρικών γραφείων της RAI (από όπου ο Μποργκέζε επέπρωτο να διαβάσει μια διακήρυξη στο έθνος), των τηλεφωνικών και τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, καθώς και τη συνολική κινητοποίηση του στρατού. Παράλληλα, στον Βορρά τμήματα υπό τον Άμος Σπιάτσι ήσαν έτοιμα να επέμβουν στη βιομηχανική περιοχή και πόλη του Σέστο Σαν Τζοβάνι, προπύργιο του αριστερού συνδικαλισμού και των κινητοποιήσεων στα εργοστάσια.
Εν ολίγοις, όλα είναι έτοιμα, συμπεριλαμβανομένων των καταλόγων πολιτικών και συνδικαλιστικών προσωπικοτήτων που θα συλλαμβάνονταν.
Πριν όμως καλά καλά τα σκοτεινά σχέδια των επίβουλων τεθούν εν ισχύι το πραξικόπημα ανακαλείται. Ο ίδιος ο “μαύρος” πρίγκιπας δέχεται ένα τηλεφώνημα από έναν μυστηριώδη στρατηγό (η έρευνα από τη δικαιοσύνη ουδέποτε θα αποσαφηνίσει ποιος ήταν αυτός) που διατάζει την αναστολή της απόπειρας εξέγερσης: Όλοι ξανά στο σπίτι ή τους στρατώνες. Τι διαδραματίσθηκε εκείνο το βράδυ στη Ρώμη; Ήταν άραγε η πρόβα τζενεράλε για ένα πραγματικό πραξικόπημα; Ήταν μία ηχηρή προειδοποίηση που στάλθηκε στους πολιτικούς σύμφωνα με τις προβλέψεις του Solo Piano του Ντε Λορέντσο; Ή το κλασικό διπλό παιχνίδι, που περιλαμβάνει και γυμνάσια επί του πεδίου για πιθανή εκτροπή, αλλά και ταυτόχρονα έμμεση αποστρατεία της σκληρής πτέρυγας των θιασωτών του στρατιωτικού πραξικοπήματος, που είχε αρχίσει να γιγαντώνεται στην Ιταλία, ιδίως μετά την “επιτυχία” του στην Ελλάδα;
Πολλοί ισχυρίζονται πως έπαιξε ρόλο και η Μοσάντ, επειδή ένα τέτοιο πραξικόπημα θα καθιστούσε ισχυρό άνδρα τον Τζούλιο Αντρεότι, που για τους Ισραηλινούς ήταν πολύ “φιλοπαλαιστίνιος”.
Εκείνο που είναι αδιαμφισβήτητο είναι πως για ότι συνέβη στη Ρώμη τη νύχτα εκείνη οι μυστικές υπηρεσίες το γνώριζαν σε κάθε του λεπτομέρεια. Όπως επίσης και αρκετοί πολιτικοί της κυβέρνησης επίσης είχαν ενημερωθεί. Άλλωστε τα τεκμήρια που παρέδωσε πέντε χρόνια αργότερα στη σχετική δίκη, η πολιτική εκείνη αλεπού, ο Τζούλιο Αντρεότι, ως υπουργός Εσωτερικών, με απώτερο στόχο να εκμηδενίσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, το φανερώνουν απόλυτα. Η τεκμηρίωση που θα παραδώσει ο Aντρεότι στη ρωμαϊκή δικαιοσύνη θα το αποδείξει μόνο πέντε χρόνια αργότερα. Το ίδιο δικαστήριο βέβαια θα κάνει τα πάντα για να καλύψει την έρευνα σε όποια άλλη κατεύθυνση και η πορεία της ακροαματικής διαδικασίας προσανατολίσθηκε στη μετατροπή του πραξικοπήματος σε λαϊκό χρονογράφημα και καρικατούρα και να το αμβλύνει στην εκδοχή του πραξικοπήματος οπερέτας κάποιων νοσταλγών του παρελθόντος.
Μολαταύτα, ό, τι δεν θέλησε να δεχθεί το δικαστήριο τα απεκάλυψε η ανεξάρτητη έρευνα .
Είναι γεγονός ότι για να πραγματώσει το κίνημά του, ο Μποργκέζε γνώριζε ότι χρειαζόταν την υποστήριξη των Ένοπλων Δυνάμεων και άπλετη χρηματοδότηση από βιομηχάνους. Έτσι από το 1969 είχε αρχισει να περιοδεύει ανά την Ιταλία και ιδίως στις πόλεις του Βορρά. Στη Γένοβα, για παράδειγμα, είχε αποσπάσει τη συναίνεση περίπου σαράντα επιφανών εκπροσώπων από το οικονομικό-βιομηχανικό περιβάλλον, μεταξύ άλλων, των βιομηχάνων Κανάλε, Καμέλι, του μεγαλοεργολάβου κι ιδιοκτήτη της ποδοσφαιρικής ομάδας Τζένοα Τζακομο Μπερίνο, του πετρελαιοβιομήχανου Ρικάρντο Γκαρόνε.
Παράλληλα και για τη SID, η προσέγγιση του Μποργκέζε θεωρήθηκε πολύ ενδιαφέρουσα, δεδομένου ότι αντιπροσώπευε την “πρώτη σοβαρή προσπάθεια από την πλευρά της ακροδεξιάς για μία μεθοδική διείσδυση και εμπλοκή στο στρατιωτικό περιβάλλον, με βάση την υπόθεση μιας πιθανής «αυταρχικής λύσης» στην ιταλική πολιτική και κοινωνική κρίση”, όπως προκύπτουν από τα απόρρητα στοιχεία των υπηρεσιων της.
Παράλληλα, ο Μποργκέζε είχε επαφές και με την πανταχού παρούσα Μασονική Στοά Ρ2 του Λίτσιο Τζέλι, αλλά κυρίως και με μέλη της Μαφίας. Από το 1969, μέσω της διαμεσολάβησης του Φελίτσε Τζεοέζε Τζέρμπι, καταπιστευματοδόχου των ακροδεξιών στο Ρέτζο Καλάμπρια, ο πρίγκιπας είχε καταφέρει να έρθει σε επαφή με τις ‘Ndrine της Καλαβρίας, που με τη σειρά τους επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν σχέσεις με την ακροδεξιά . Σύμφωνα με τις μαρτυρίες “μεταμελημένων” μαφιόζων στη δεκαετία του ‘80, στις 26 Οκτωβρίου 1969, ο Μποργκέζε συμμετείχε στην ετήσια σύνοδο κορυφής της Μαφίας στην περιοχή της Madonna di Polsi στο Montalto για να συνάψει συμμαχία με τους ηγέτες της Ντράγκετα.
Αλλά και η σικελική Κόζα Νόστρα είχε έλθει σε επαφή με τον πρίγκιπα Μποργκέζε. Ένας από τους απεσταλμένους του είχε ρωτήσει τα αφεντικά Πίπο Καλντερόνε και Τζουζέπε Ντι Κριστίνα εάν ήσαν πρόθυμοι να διαθέσουν άνδρες από τις συμμορίες τους σε ένα αντικομμουνιστικό πραξικόπημα σε προχωρημένο στάδιο προετοιμασίας. Σε αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, ο πρίγκιπας υποσχόταν χαλάρωση των ποινών σε πολλά μέλη της Μάφιας, αλλά και χορήγηση αμνηστίας από τη νέα κυβέρνηση.
Μετά τις αποκαλύψεις στον Τύπο, στις 17 Μαρτίου 1971, η απόπειρα πραξικοπήματος του Μποργκέζε ήλθε επισήμως στην Βουλή των Αντιπροσώπων από τον Υπουργό Εσωτερικών, Φράνκο Ρέστιβο, και την επομένη διαβιβάσθηκε στον αναπληρωτή εισαγγελέα της Ρώμης, Κλαούντιο Βιταλόνε, που εξέδωσε εντολές σύλληψης για την απόπειρα ένοπλης εξέγερσης εναντίον του κράτους ενάντια στους Μάριο Ρόζα, Σάντρο Σακούτσι, τους επιχειρηματίες Τζοβάνι Ντε Ρόζα, Ρέμο Ορλαντίνι, Τζουζέπε Λο Βέκιο και στον Μποργκέζε (ο οποίος κατάφερε να μείνει ασύλληπτος και στη συνέχεια να φύγει στην Ισπανία, όπου πέθανε το 1974). Η Εισαγγελία της Ρώμης διέταξε αργότερα να κλείσει η έρευνα λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Ο Αντρεότι διέταξε την Εισαγγελία να ανοίξει εκ νέου την έρευνα στις 15 Σεπτεμβρίου 1974 και εξέδωσε νέα εντάλματα συλλήψεων, διευρύνοντας το κατηγορητήριο. Στις 5 Νοεμβρίου 1975, ο ανακριτής Φιλίππο Φιόρε άσκησε διώξεις για 78 άτομα για την απόπειρα πραξικοπήματος Μποργκέζε και για τις επακόλουθες ανατρεπτικές απόπειρες.
Στις 14 Ιουλίου 1978, το Πρωτοδικείο της Ρώμης, στο τέλος της πρωτοβάθμιας δίκης, κήρυξε πως δεν υφίσταται το εγκλημα της ένοπλης εξέγερσης για τα γεγονότα της 7-8 Δεκεμβρίου 1970. Από τους πρώτους 78 κατηγορούμενους, μόνο 46 καταδικάστηκαν. Η ποινή του Εφετείου της 27ης Νοεμβρίου 1984, που επιβεβαιώθηκε αργότερα στο Ανώτατο Δικαστήριο, αθώωσε όλους τους κατηγορούμενους, ακόμη και τους καταδικασμένους “λόγω παραγραφής”. Για τους δικαστές τα εντυπωσιακά γεγονότα της εν λόγω βραδιάς δεν ήταν τίποτα άλλο από τις “μηχανορραφίες τεσσάρων-πέντε εξηντάρηδων” συνταξιούχων. Βεβαίως θα αναρωτιέται κανείς τι θα σκέπτονταν οι ίδιοι δικαστές, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το μυστηριώδες τηλεφώνημα και το πραξικόπημα του “εξηνταχρονου” Μποργκέζε είχε έλθει εις πέρας.