Φαίνεται ότι η κυβέρνηση κρίνει ότι της περισσεύουν τα αντιαεροπορικά συστήματα εν μέσω έντασης με την Τουρκία. Φαίνεται επίσης ότι για το Υπουργείο Εξωτερικών η χώρα δεν έχει άλλα προβλήματα και μπορεί να εμπλακεί άμεσα στο ηφαίστειο της Μέσης Ανατολής.
Έτσι εξηγείται ότι η Αθήνα αποφάσισε να αφαιρέσει μια συστοιχία πυραύλων Patriot, που προστατεύει μια από τις κρισιμότερες περιοχές της Ελλάδας, και να τη στείλει κατεπειγόντως, μαζί με τους στρατιωτικούς που την εξυπηρετούν, στη Σαουδική Αραβία. Μαζί θα πάει και το ένα από τα δύο AN/MSQ- 104 Κέντρα Ελέγχου Πυρός που διαθέτει η χώρα μας. Δηλαδή, αν για κάποιο λόγο χαλάσει το άλλο, η Ελλάδα θα μείνει χωρίς αντιαεροπορική άμυνα! Αυτά όλα, ενώ βρισκόμαστε σε πολύ σοβαρή κρίση με την Τουρκία.
Θέλει μάλιστα να το κάνει αμέσως, εντός Δεκεμβρίου, και ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος μείζονος σύρραξης με το Ιράν, με χρήση ακόμα και τακτικών πυρηνικών όπλων, προτού φύγει ο Τραμπ από την αμερικανική προεδρία, όπως μας προειδοποιεί ο ίδιος ο πρώην αρχηγός της CIA και σειρά διεθνών παρατηρητών.
Σε εμάς τουλάχιστο είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψουμε ότι τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται στην Αθήνα ή ότι Έλληνες αξιωματικοί μπορεί να συμφωνούν με αυτές.
Τι εξυπηρετούν οι Patriot στη Σαουδική Αραβία
Δεν νομίζουμε ότι η Σαουδική Αραβία χρειάζεται τους ελληνικούς Patriot για να αμυνθεί από τους Ιρανούς ή τους Χούθι της Υεμένης και δεν μπορεί να επιτευχθεί διαφορετικά αυτό. Προφανώς οι σύμμαχοι της Σαουδικής Αραβίας, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχουν τον τρόπο να εξασφαλίσουν την άμυνα μιας τόσο στρατηγικής χώρας και δεν περίμεναν ούτε χρειάζονταν την ελληνική συμβολή για να το πράξουν.
Γιατί λοιπόν η πρεμούρα; Κατά τα φαινόμενα για ένα και μοναδικό λόγο, που δεν είναι άλλος από το να «χώσουν» ακόμα πιο βαθιά τη χώρα μας στο φιλοαμερικανικό-φιλοισραηλινό-αντιιρανικό μπλοκ στη Μέση Ανατολή, να καταστρέψουν οριστικά και πλήρως τις σχέσεις με μια παραδοσιακά φιλική χώρα, όπως το Ιράν, και να βαθύνουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις βαθιάς εξάρτησης της Ελλάδας (και της Κύπρου) από τον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ. Όλα αυτά με άμεσο και σοβαρό κόστος στην ελληνική αμυντική ικανότητα και στο διεθνές κύρος και τις σχέσεις της χώρας, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια.
Η κυβέρνηση, αν όχι όλος σχεδόν ο πολιτικός κόσμος, έχουν αποφασίσει να συμπορευθούν με τον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ σε όλα σχεδόν τα θέματα. Δεν θα συζητήσουμε εδώ τη σκοπιμότητα αυτής της επιλογής. Ακόμα όμως και στα πλαίσια μιας τέτοιας επιλογής, δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί η Αθήνα σπεύδει να υλοποιήσει τόσο επικίνδυνα για την ελληνική εθνική ασφάλεια σχέδια, όπως η άμεση ελληνική στρατιωτική εμπλοκή στο μέτωπο της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν και την Υεμένη.
Το κάνει μάλιστα για χατήρι μιας Σαουδικής Αραβίας που σήμερα μπορεί να είναι εχθρός, αύριο μπορεί να είναι φίλος της Τουρκίας και πάντως υποστηρίζει επί μισό αιώνα σταθερά τις θέσεις της Άγκυρας για το Κυπριακό στην Ισλαμική Διάσκεψη. Και αποξενώνεται ταυτόχρονα από τις δυνάμεις στον αραβομουσουλμανικό κόσμο που απέτρεψαν έως σήμερα την αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο. Τι είδους πολιτική είναι αυτή;
Αφήνουμε το ότι η Σαουδική Αραβία είναι ένα μεσαιωνικό βασίλειο, οπαδός των πιο οπισθοδρομικών εκδοχών του Ισλάμ, με τις πιο άθλιες επιδόσεις σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη τη Μέση Ανατολή, πατρίδα των τζιχαντιστών, που έχει επέμβει στην Υεμένη προκαλώντας έναν από τους χειρότερους λιμούς εδώ και δεκαετίες, σύμφωνα με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Άμυνα δεν είναι μόνο τα αεροπλάνα και τα πολυβόλα. Είναι και το ηθικό κεφάλαιο μιας χώρας. Τι νομίζουν οι ιθύνοντες; Κάνει καλό στην εικόνα της Ελλάδας, μιας χώρας που βασίζει μάλιστα όλη την εξωτερική της πολιτική στην επίκληση του διεθνούς δικαίου, η ταύτισή της με ένα τέτοιο καθεστώς;
Αποδομώντας τα εξωτερικά στηρίγματα της Ελλάδας
Η Ελλάδα (και η Κύπρος) επί πολλές δεκαετίες και αιώνες ακόμα είχε αναπτύξει μια σειρά από παράπλευρες σχέσεις, με τη Μόσχα, με το Βελιγράδι, με τους Παλαιστίνιους και με πολλούς άλλους, που απετέλεσαν ένα είδος «στρατηγικού βάθους» της χώρας, της επέτρεψαν να αντισταθεί στις δυτικές πιέσεις, να αμυνθεί απέναντι στην Τουρκία, να μείνει κάπως εκτός των φονικών μεσανατολικών συγκρούσεων και της προσέδωσαν ένα διεθνές κύρος αρκετά σημαντικότερο από το μέγεθός της. Σήμερα την πολιτική αυτή ασκεί η Τουρκία του Ερντογάν και η Ελλάδα που την άρχισε την εγκατέλειψε, με τα αποτελέσματα που όλοι μπορούν να διακρίνουν δια γυμνού οφθαλμού.
Εδώ και πολλά χρόνια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις καταστρέφουν συστηματικά τις παράλληλες αυτές σχέσεις για να ικανοποιήσουν τρίτες δυνάμεις. Ο Οτσαλάν θα μπορούσε να φτάσει στην Τουρκία από διάφορες χώρες, τον πήγαν από την Ελλάδα, για να καταστραφεί και ο ελληνοκουρδικός άξονας. Ως Υπουργός Εξωτερικών ο Γιώργος Παπανδρέου πρωταγωνίστησε, ως μη όφειλε, στην ανατροπή του Μιλόσεβιτς. Αργότερα, με Υπουργό Άμυνας από το κόμμα της ΝΔ, ήθελαν να δώσουν όπλα στο Αζερμπαϊτζάν για να καταστρέψουν τις σχέσεις μας με την Αρμενία. Ο προηγούμενος πρωθυπουργός πήγε και υποστήριξε τον εβραϊκό χαρακτήρα της Ιερουσαλήμ, προτού καν αποφασίσει ο Τραμπ να μεταφέρει εκεί την πρεσβεία του. Αναλάβαμε «θρησκευτική εκστρατεία» στην Ουκρανία, την καρδιά του ρωσικού χώρου, λες και θέλαμε να πείσουμε τη Μόσχα ότι είμαστε εχθροί της.
Είπαμε να ανήκουμε «εις την Δύσιν», όπως ομνύουν πλέον όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα σήμερα. Δεν είπαμε όμως να δίνουμε τα πάντα και να καταστρέφουμε τις σχέσεις μας με όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα και το διεθνοπολιτικό μας κεφάλαιο, ούτε να αναλαμβάνουμε κινδύνους πολεμικών εμπλοκών σε θέατρα που δεν μας αφορούν. Γιατί με αυτές τις πολιτικής η Ελλάδα κινδυνεύει να διαπιστώσει, με πολύ οδυνηρό τρόπο, όπως πρόσφατα η Αρμενία, το κόστος που μπορεί να έχει αυτός ο βαθμός εξάρτησης και μονομέρειας της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Ίσως δεν είμαστε πολύ μακριά από το σημείο αυτό. Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει κάποια σχέση, μας έκανε πάντως εντύπωση η πρόσφατη ναρκοθέτηση ενός ελληνόκτητου τάνκερ ελλιμενισμένου στη Σαουδική Αραβία. Παραδοσιακά είχαμε ως χώρα διατηρήσει ένα είδος ασυλίας στις φονικές μεσανατολικές συγκρούσεις και ήταν αυτή μάλλον, και όχι τα C4I, που επέτρεψε την ασφαλή διεξαγωγή Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο κίνδυνος για την Αθήνα και τη Λευκωσία είναι, κάποια στιγμή, γυμνές πλέον από τις παραδοσιακές σχέσεις που τους επέτρεπαν να ισορροπούν κάπως διεθνώς και να διαθέτουν κάποιους βαθμούς ελευθερίας, να μην έχουν άλλη επιλογή από το να κάνουν ό,τι τους πούνε οι δήθεν “φίλοι και σύμμαχοι”, είτε πηγαίνοντας σε καταστροφικές παραχωρήσεις κυριαρχίας, αν χρειαστεί να τα ξαναβρούν αυτοί με την Άγκυρα, είτε σε καταστροφική σύρραξη με την Τουρκία. Και ίσως να μπορούμε να πάμε την Τουρκία στη λίθινη εποχή, όπως βγαίνουν και λένε στα κανάλια τώρα μερικοί καθηγητές στρατιωτικών σχολών, μόνο που κινδυνεύουμε να πάμε και εμείς μαζί της, κάτι που λησμονούν να αναφέρουν. Μήπως να κάνουμε όλοι μερικά εντατικά μαθήματα ελληνικής ιστορίας προτού, αντί να γιορτάσουμε το ’21, κινδυνέψουμε να το τελειώσουμε; Γιατί θα βλέπαμε, αν κάναμε τέτοια μαθήματα, μια αλυσίδα λεονταρισμών χωρίς προετοιμασία και καθ’ υπόδειξιν τρίτων, που ακολουθήθηκαν από παραχωρήσεις και καταστροφές.
“Αντιτουρκικές συμμαχίες”
Υποτίθεται, θα μας πουν, ότι αναζητούμε συμμάχους κατά της Τουρκίας στην Αίγυπτο, το Ισραήλ, τα Εμιράτα, ακόμα και τη Σαουδική Αραβία. Δηλαδή περιμένει κανείς στα σοβαρά τη Σαουδική Αραβία ή τα Εμιράτα να κηρύξουν πόλεμο στην Τουρκία σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης; Αν το πιστεύει, καλό θα ήταν να επισκεφθεί γιατρό.
Εκτός αν γίνει μίνι παγκόσμια σύρραξη στη Μέση Ανατολή. Τότε, το καλύτερο που θα είχε να κάνει η χώρα και η Κύπρος, θα ήταν να μείνουν όσο πιο μακριά μπορούν, γιατί μικρές χώρες είμαστε και θα κινδυνεύσουμε κυριολεκτικά να εξαϋλωθούμε.
Όσο για το Ισραήλ φρόντισε να το ξεκαθαρίσει το ίδιο με τον πιο επίσημο τρόπο με δηλώσεις υπουργών του και του πρέσβη του στην Αθήνα. Δεν πρόκειται να εμπλακεί σε ελληνοτουρκική σύρραξη.
Το μόνο που πετύχαμε δίνοντας τα πετρέλαια της Κύπρου στην Exxon, ανακοινώνοντας πανηγυρικά αγωγούς που δεν θα γίνουν ποτέ και συμμαχίες χωρίς πραγματικό περιεχόμενο, μετατρέποντας ολόκληρη τη χώρα σε απέραντη στρατιωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών και καταστρέφοντας τις σχέσεις μας με όλους τους τρίτους, ήταν να συμβάλουμε στην αναζωπύρωση μιας ελληνοτουρκικής έντασης από την οποία δεν έχουμε να κερδίσουμε το παραμικρό και στην επανεμφάνιση του τουρκικού επεκτατισμού, χωρίς να έχουμε ένα σχέδιο αντιμετώπισής του και χωρίς να βελτιώσουμε ουσιαστικά τη θέση μας απέναντι στην Άγκυρα.
Άλλωστε για ποιες συμμαχίες μιλάμε όταν, σε μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας για πολιτικούς, ο πρώην και ο νυν Υπουργός Άμυνας δήλωσαν ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, θα είμαστε μόνοι μας;
Μοιάζει να βρισκόμαστε σε σημείο ξένης εξάρτησης που δεν γνώρισε ποτέ η χώρα, ούτε καν κατά τη διάρκεια του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Ακόμη και τότε ακουγόταν έστω η φωνή ενός Γεωργίου Παπανδρέου και ενός Ηλία Ηλιού στη Βουλή για το Κυπριακό. Υπήρχε αντιπολίτευση στην Ελλάδα.
Καλό θα είναι να αλλάξει άμεσα ρότα η χώρα, προτού μας βρει κανένα ακόμα πιο μεγάλο κακό από όσα μας έχουν ήδη συμβεί και επιβεβαιωθεί ο σπουδαίος λογοτέχνης μας, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, που έβαζε τον ήρωά του να πει στην Πολιορκία:“Δεν υπάρχει πιο σίγουρος θάνατος για ένα έθνος, πλην να παραδώσεις την πολιτική στους συμμάχους σου”.