Μετά από την ανακοίνωση της επιβολής κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, ένα “ωσαννά” ακούστηκε από γνωστούς Έλληνες δημοσιογράφους και πολιτικούς – κυρίως κυβερνητικούς αλλά όχι μόνο. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν να εξετάσουμε το αν πρέπει να πανηγυρίζουμε ή αντιθέτως να παραμείνουμε λίγο πιο σκεπτικοί – αν και σε ό,τι αφορά τους κυρίαρχους μιντιακούς κύκλους και τους ενσωματωμένους τους αναλυτές, η απάντηση έχει ήδη δοθεί.
Οι εν λόγω κυρώσεις αφορούν πρόσωπα (άρα είναι ασήμαντες ως προς το σκέλος αυτό) και την τουρκική αμυντική βιομηχανία – σαφώς σημαντικότερες. Σε ό,τι αφορά την τελευταία, σύμφωνα με το Bloomberg, οι κυρώσεις των ΗΠΑ αποκόπτουν την πρόσβαση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας από τη χρηματοδότηση και τη μεταφορά τεχνολογίας από τις πρώτες σε ό,τι αφορά νέα συμβόλαια: “Κατά μέσο όρο, περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια αξίας των αμυντικών συμβάσεων που αφορούν αμερικανικές εταιρείες περνούν από την [τουρκική] υπηρεσία κάθε χρόνο. Ένα σημαντικό μέρος αυτού του εμπορίου θα συνεχιστεί καθώς οι κυρώσεις δεν ισχύουν αναδρομικά. Ωστόσο, δεν θα επιτρέπονται νέες άδειες χρήσης ή επεκτάσεις σε υφιστάμενες μετά τη λήξη”.
Όπως μάλιστα μετέδιδε το CNBC, η τουρκική λίρα δεν επηρεάστηκε ιδιαιτέρως, λόγω του συμβολικού χαρακτήρα των κυρώσεων σε ό,τι αφορά την τουρκική οικονομία, η οποία άλλωστε κατά βάση πλήττει την προεδρία Ερντογάν.
Η επιβολή κυρώσεων σαφώς δεν είναι θετική για την Τουρκία, δημιουργεί ζητήματα, εφόσον διατηρηθεί, για μελλοντικά συμβόλαια της αμυντικής βιομηχανίας της και δείχνει την (προϊόντος του χρόνου) αύξουσα δυσθυμία του κατεστημένου στις ΗΠΑ. Ωστόσο, το γεγονός ότι επελέγησαν οι ελαφρύτερες δυνατές κυρώσεις, σε συνδυασμό με την σιωπή Μπάιντεν καταδεικνύει και τον δρόμο της συμφιλίωσης: ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης για την επανεκκίνηση των σχέσεων των δύο κρατών, με διακανονισμό όχι μόνο του θέματος των S-400 αλλά των εν γένει σχέσεων Τουρκίας και Ρωσίας.
Το σημαντικό δεν είναι αυτές καθαυτές οι κυρώσεις λοιπόν από στρατηγικής άποψης: είναι ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκαν. Ο λόγος δεν είναι ούτε το Αιγαίο, ούτε η Κύπρος, ούτε η Συρία, ούτε η Λιβύη, ούτε το Ιράκ, ούτε ο Καύκασος. Δεν είναι καμιά πολεμική ή και επιθετική ενέργεια της Τουρκίας διεθνώς. Δεν είναι οι πολιτικές ελευθερίες, ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως συχνά κάνουν με μη αρεστές στις ίδιες, κυβερνήσεις, οι ΗΠΑ. Ο λόγος είναι οι σχέσεις με τη Ρωσία.
Περιγράφεται έτσι το τι προσδοκούν κατά βάση οι ΗΠΑ από την Τουρκία: όχι κυρίως να πάψει την επιθετικότητά της απέναντι στα γειτονικά της κράτη, αλλά να συνταχθεί πλήρως στην αντιρωσική πολιτική των ΗΠΑ. Αν το πράξει αυτό, η ανοχή των ΗΠΑ στις τουρκικές πολιτικές θα διευρυνθεί αντιστοίχως. Με άλλα λόγια, αν ο άσωτος υιός επιστρέψει, κάποιοι εξ ημών (των γειτόνων της Τουρκίας) θα γίνουμε ο σιτευτός μόσχος.
Επιπλέον, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν, ακόμα περισσότερο από την Τουρκία, χτυπούν τη Ρωσία, η οποία θα πρέπει να πουλά οπλικά συστήματα σε κράτη που θα φοβούνται κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Την ώρα που όπως έχουμε πολλές φορές εξηγήσει, καθίσταται σαφές εκ νέου το προφανές, ότι δηλαδή ή αντιτουρκικό μέτωπο θα υπάρξει ή αντιρωσικό, εμείς πανηγυρίζουμε επειδή φτιάχνεται το δεύτερο. Κοινό μέτωπο κατά Ρωσίας, Τουρκίας και εν τέλει Κίνας και Ιράν δεν μπορεί να φτιαχτεί και αν ποτέ φτάσουμε κοντά στο να φτιαχτεί θα αποδειχτεί αποτυχημένο. Αντί να πανηγυρίζουμε λοιπόν ψοφοδεώς και βλακωδώς, βλέποντας το τυρί αλλά όχι τη φάκα, θα πρέπει, αν ποτέ αποκτήσουμε εθνική, ελληνική εξωτερική πολιτική, να κάνουμε τα πάντα για να μην επιβάλλονται κυρώσεις εμμέσως ή άμεσα κατά της Ρωσίας, προκειμένου να συρρικνωθεί ο τουρκικός ρόλος.
Η λογική ότι κάθε τι που πλήττει έστω και λίγο την Τουρκία βοηθάει μακροπρόθεσμα την Ελλάδα είναι αφελής, αν δεν είναι υποβολιμαία.
Τέλος δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως όσο ο Ερντογάν δέχεται πλήγματα, άνθρωποι που παλαιότερα βρίσκονταν στον κύκλο του και σχεδίαζαν την πολιτική του (βλ. Νταβούτογλου) προσπαθούν να κερδίσουν χώρο. Νεοοθωμανισμός και τουρκικός επεκτατισμός μπορούν να υπάρξουν και σε φιλοαμερικανική εκδοχή, δηλαδή ίσως και σε πιο επικίνδυνη.