Επί πολλές δεκαετίες, ιδίως κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου της κρίσης που ξεκίνησε το 2008, όλα τα οικονομικά και πολιτικά κέντρα αναμασούν έως κορεσμού πως η μόνη διέξοδος για τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης και θέσεων εργασίας είναι η μείωση της φορολογίας σε επιχειρήσεις και μεγάλα εισοδήματα. Ακόμη και στη σημερινή δυσμενή συγκυρία, όπου η πανδημία έχει απορρυθμίσει και τις δύο βασικές παραμέτρους της συσσώρευσης του κεφαλαίου (παραγωγή και ζήτηση), η αντίδραση απέναντι στην όποια προοπτική φορολογικών αλλαγών συναντά μεγάλη αντίδραση, με πρωταγωνιστικό επιχείρημα την μελλοντική ωφέλεια που θα ολάκερη η κοινωνία από το “μη μου άπτου” των μεγάλων περιουσιών και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Μόνο που το αστήρικτο τούτο επιχείρημα ελέγχεται από ένα εκ των προπυργίων της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, τη London School of Economics, που σε πρόσφατη ανακοίνωση τεκμαίρει πως πενήντα χρόνια φορολογικών μεταρρυθμίσεων με επίκεντρο τις μειώσεις στην επιβάρυνση των πλουσίων, όχι μόνο διεύρυναν το υπάρχον κενό εισοδήματος, αλλά ούτε καν αποδείχθηκαν επωφελείς για την κοινωνία, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του Διεθνούς Ινστιτούτο Ανισοτήτων (ΙΙΙ) του LSE, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το ποσοστό ανεργίας δεν επηρεάστηκαν θετικά από τις φοροελαφρύνσεις που ωφέλησαν τις πλουσιότερες τάξεις από το 1965 έως το 2015 σε 18 χώρες του ΟΟΣΑ, από τις ΗΠΑ έως το Ηνωμένο Βασίλειο και από τη Γαλλία στην Ιταλία.
Το τελικό συμπέρασμα, όπως το συνοψίζει ο λέκτορας του LSE και επικεφαλής της έρευνας Ντέιβιντ Χόουπ, αποφαίνεται πως στην παρούσα κρίση της Covid-19 οι πλούσιοι θα πρέπει να συμβάλουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο για την ανάκαμψη. Καταρρίπτει δε, με ακαταμάχητα στοιχεία το αντίστροφο επιχείρημα, πως η φορολογική αμνηστία των πλουσίων βοηθά μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη και την πραγματική οικονομία, ενώ το φορολογικό απυρόβλητο των επιχειρηματιών συμβάλλει στη διατήρηση, αλλά και την δημιουργία, θέσεων εργασίας.
Όπως προσθέτει ο Τζούλιαν Λίμπεργκ, καθηγητής δημόσιας Πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου και συνυπογράφων την έκθεση, “τα αποτελέσματα της μελέτης μας θα μπορούσαν να είναι καλά νέα για όσες κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί να στηρίξουν κρατικά τις επιπτώσεις που είχε η Covid-19 στα δημόσια οικονομικά, καθώς αποδεικνύει πως δεν θα πρέπει να ανησυχούν υπερβολικά για τις οικονομικές συνέπειες της επιβολής υψηλότερων φόρων στους πλούσιους”.
Όπως προσθέτει και ο Χόουπ: “Οι φορολογικές περικοπές από τη δεκαετία του 1980 έχουν αυξήσει την ανισότητα, με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται αυτό, χωρίς να δημιουργούν αντισταθμιστικές συνεισφορές στην οικονομική απόδοση”.
Μάλιστα, η κατανομή των στοιχείων για τις μεγαλύτερες περικοπές φορολογίας των υψηλότερων εισοδημάτων με την πάροδο των ετών που συνοδεύει την μελέτη [(1965-2015) – III / Lse] των Hope και Limberg καταδεικνύει πως οι μεγαλύτερες περικοπές φόρων για τους πλουσιότερους σε διάφορες χώρες συμπίπτουν με το τέλος των “Τριάντα Ένδοξων” (της τριακονταετίας της ραγδαίας μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης στη Δύση) και του “κοινωνικού συμβολαίου” μεταξύ εργοδοτών και εργατών για κοινωνικές παροχές. Μάλιστα η πυκνότητά της εκτοξεύεται ιδιαίτερα μετά το 1980: αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία, στις Ηνωμένες Πολιτείες εγκρίθηκε η πρώτη φορολογική μεταρρύθμιση Ρήγκαν (1982) και μετά ακολούθησε και δεύτερη(1986/1989). Αυτές οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις όχι μόνον δεν “οδήγησαν σε μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μεσοπρόθεσμα”, αλλά όπως επισημαίνουν οι δύο καθηγητές, ανώφελες αποδείχθηκαν και για τα ποσοστά ανεργίας. Οι μόνοι που επωφελήθηκαν ήσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι, δηλ. οι πλούσιοι, οι οποίοι όμως δεν απέδωσαν τίποτε στην κοινωνία. Μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό τις επενδύσεις τους, με τη μορφή επιδοτήσεων, συνδρομής σε επεκτάσεις στο εξωτερικό ή προστασίας, ανέλαβε να υλοποιήσει το ίδιο το κράτος, ενισχύοντας τη συσσώρευση κεφαλαίου και πλούτου, που παρέμεινε ανέγγιχτος φορολογικά.
Οι πλούσιοι δεν ξοδεύουν πλέον ούτε το πλεόνασμα της συσσώρευσης, όπως συνέβαινε παλαιότερα, συμβάλλοντας και στην πραγματική οικονομία. Οι πλούσιοι δεν είναι πλέον εκείνοι που τονίζουν την ταξική τους υπεροχή με την επίδειξη του πλούτου τους και την υπερκατανάλωση, ιδίως ειδών πολυτελείας, όπως ήθελε στο βιβλίο του Theory of Leisure Class, που έμελλε να αναδειχθεί σε Βίβλο των κηφήνων της ανώτερης τάξης, ο Θορστάιν Βέμπλεν. Σήμερα, όπου τα καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και τα υπερπολυτελή, δεν είναι απαγορευτικά για τον μέσο άνθρωπο, οι πλούσιοι ξεχωρίζουν ταξικά από την υπόλοιπη κοινωνία κυρίως με την πρόσβασή τους σε καλύτερη περίθαλψη και εκπαίδευση. Και τούτα είναι τα νέα ειδοποιά αγαθά του πλούτου στα οποία επενδύουν πλέον οι πλούσιοι, όπως εύστοχα επισημαίνει η Elizabeth Currid-Halkett του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας και συγγραφέας του χρήσιμου βιβλίου The Sum of Small Things: A Theory of the Aspirational Class.
Όπως τόνιζε και ο Μαρξ (“Αθλιότητα της Φιλοσοφίας” και “Κεφάλαιο”), η αξία ενός αγαθού εξαρτάται από την υπεραφθονία της κυκλοφορίας του που καθορίζει το ύψος της αξίας του. Η δυνατότητα πρόσβασης στο εν λόγω αγαθό, προϊόν όλων των κοινωνικών συσχετισμών που η καπιταλιστική παραγωγή και η κοινωνική αναπαραγωγή της καθορίζει, αποτελεί και το δεσπόζον στοιχείο της ταξικής διαφοράς. Η σημερινή κρίση ανέδειξε το πόσο σημαντική είναι η δυνατότητα να έχεις πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και σε διακεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα (τα οποία εξασφαλίζουν επιπλέον την ανακύκλωση της “ελίτ” στις θέσεις εξουσίας). Η εξασφαλισμένη πρόσβαση στα αγαθά τούτα, που ποσώς δεν είναι αυτονόητα ακόμη και στα πιο προηγμένα κράτη, δημιουργεί αυτήν την τάξη που η Currid-Halket ονομάζει η “φιλοδοξη τάξη” των πλουσίων, που μόλις το 1% εξ αυτών ξοδεύει μεγάλα ποσά σε καταναλωτικά είδη, όπως ο υπόλοιπος κόσμος ή όπως η τάξη τους αλόγιστα έπραττε στο παρελθόν. Για την ίδια, “οι επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τη συνταξιοδότηση έχουν αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των καταναλωτών, καθώς και στις μελλοντικές πιθανότητες ζωής της επόμενης γενιάς. Η σημερινή μη επιδεικτική (inconspicuous) κατανάλωση είναι μια πολύ πιο ολέθρια μορφή status δαπανών από τη εμφανή (conspicuous) κατανάλωση των χρόνων του Βέμπλεν. Η μη επιδεικτική κατανάλωση είναι ένα μέσο για καλύτερη ποιότητα ζωής και βελτιωμένη κοινωνική κινητικότητα για τα δικά τους παιδιά, ενώ η ευδιάκριτη κατανάλωση είναι απλώς αυτοσκοπός – απλώς περιποίηση. Για τη σημερινή κατηγορία της “φιλόδοξης τάξης”, οι ασυνήθιστες επιλογές κατανάλωσης διασφαλίζουν και διατηρούν την κοινωνική κατάσταση, ακόμα κι αν δεν την εμφανίζουν κατ’ ανάγκην”.
Κατ’ ουσίαν, η φοροαπαλλαγή των πλουσίων, η οποία στερεί τα κράτη από επενδύσεις στη δημόσια υγεία και εκπαίδευση (ίσως και υπό τις οδηγίες της “άρχουσας-φιλόδοξης τάξης” επιπλέον συρρικνούνται με στόχο τη διεύρυνση του ταξικού χάσματος) ανακυκλώνει τα προνόμιά τους, σε τέτοιο βαθμό που απλώς η πολυτέλεια και τα άλλα υλικά αγαθά εξασφαλίζουν, δημιουργώντας τις αποκλειστικές συνθήκες για τη νομή τους. Άλλωστε, όπως επιβεβαίωσε με οικτρό τρόπο η οικονομική κρίση του 2008, ο Μαρξ είχε καταρρίψει τον “μύθο της αποταμίευσης” ως δημιουργία Κεφαλαίου (“η φροντίδα της πραγματικής αποταμίευσης […] εγκαταλείπεται σε εκείνους, που κατέχουν στο ελάχιστο τέτοιων στοιχείων και που ακόμη αρκετά συχνά χάνουν τις οικονομίες τους, όπως οι εργάτες όταν χρεοκοπούν οι τράπεζες. […] Το κεφάλαιο των καπιταλιστών δεν αποταμιεύεται από αυτούς τους ίδιους”). Ο απλός εργαζόμενος , ως “ανεξάρτητο κέντρο κυκλοφορίας” ( όπως ξανάλεγε ο Μαρξ) είναι αντιθέτως αναγκασμένος να εξαρτάται από την ανταλλαγή και τις αξίες της ανταλλαγής που δημιουργεί και συντηρείται δια μέσου της ανταλλαγής. Στο ποσό που του επιτρέπεται ή του ανταποδίδεται, όμως.
Η φοροαπαλλαγή των πλουσίων δεν αποδίδει και δεν πρόκειται να αποδώσει, λοιπόν. Τα χρήματα που θα σοδιάσουν δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην κοινότητα, ούτε ως επενδύσεις, ούτε ως κατανάλωση, ενώ αντίθετα με την “μη επιδεικτική” κατανάλωσή τους οξύνουν, ενθαρρύνουν και διαιωνίζουν τους ταξικούς διαχωρισμούς και τα εμπόδια σε κρίσιμους για την υπόλοιπη κοινωνία τομείς υπηρεσιών και δημόσιων αγαθών. Οι δύο επιστήμονες του LSE μπορεί να ευελπιστούν με την έρευνά τους να ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να τολμήσουν και να φορολογήσουν επιτέλους τους πλουσίους και τα επιχειρηματικά μεγαθήρια, που δεν προσπορίζουν πλούτο κι εργασία, αλλά αντιθέτως εκμεταλλεύονται τη μιζέρια και τα χαμηλά εισοδήματα για να δημιουργήσουν υπερπαραγωγή και υπεραξία.
Οι κυβερνήσεις δεν μοιάζουν πάντως πρόθυμες να ασπασθούν τα πορίσματα της μελέτης. Αρκεί να δει κανείς την τύχη που είχε η σχετική πρόταση για τροποποίηση στον προϋπολογισμό για φορολόγηση της μεγάλης περιουσίας, που κατέθεσαν οι βουλευτές Nicola Fratoianni (Leu) και Matteo Orfini (Pd), προκάλεσε πολλές αντιπαραθέσεις τις τελευταίες ημέρες στην Ιταλία. Η τροποποίηση αποσύρθηκε έπειτα από τη σθεναρή αντίδραση σχεδόν όλων των θιγόμενων πλευρών των κομμάτων του Κοινοβουλίου και έμεινε μόνον ως μία “ηρωϊκή προσπάθεια” για “την τιμήν των όπλων”.
Αλλά και στην Ισπανία, η σχετική ρύθμιση, που με τόση ζέση υποστήριξαν και οι Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσεθ και οι Podemos του Πάβλο Ιγκλέσιας, αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων: αποτελεί φύλο συκής, καθώς νερώθηκε τόσο πολύ, που μόλις αφορά λιγότερους από 100.000 φορολογούμενους και με έσοδα-ψιχία για το μέγεθος των δημοσιονομικών αναγκών κάπου 550 εκατ. ευρώ και ακόμη μικρότερο αντίκτυπο στη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων.
Γίνεται εμφανές πως όποια και να είναι τα τεκμήρια που συνηγορούν πως οι φοροαπαλλαγές των πλουσίων δεν ωφελούν την κοινωνία, εκείνοι, με τη συνδρομή του κράτους, δεν πρόκειται να πληρώσουν. Ούτε και ως ένδειξη αλληλεγγύης.