Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού θα αποκτήσει ανοσία από το εμβόλιο κατά του νέου κορονοϊού στην Ελλάδα, σύμφωνα με την καθηγήτρια επιδημιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Αθηνά Λινού, καθώς οι πρώτες δόσεις θα καθυστερήσουν να έρθουν στη χώρα.
Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό του ΑΝΤ1 η καθηγήτρια τόνισε πως το εμβόλιο “καθυστερεί πολύ” με τα αποτελέσματα του εμβολίου να καθίστανται, επίσης, μακρινά όσον αφορά στη χώρα. Η κ. Λινού διευκρίνισε πως δεν πρόκειται για ευθύνη της ποιότητας του εμβολίου αλλά των λίγων δόσεων.
“Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, γιατί η Ελλάδα θα πάρει κάτι περισσότερο από 1 εκατ. δόσεις μέχρι το Μάρτιο, πράγμα που σημαίνει ότι θα εμβολιαστούν 600.000 πολίτες». Το νούμερο αυτό, συγκεκριμένα, «αντιστοιχεί στο 5% και αν υπολογίσουμε πώς ακόμη ένα 5% είναι ασυμπτωματικοί και έχουν αποκτήσει ανοσία τότε πάμε σε ένα 10%”, είπε η Αθηνά Λινού και σχολίασε “και πάλι είναι πολύ μικρό νούμερο”.
Για τον εμβολιασμό και τη διστακτικότητα του κόσμου σημείωσε πως “να ξαναδούμε την επικοινωνία, είναι πολύ σημαντικό γιατί δικαίως κάποιοι φοβούνται”, καθώς “είναι κάτι νέο, που δεν το ξέρουν, υπάρχει παραφιλολογία. Πρέπει να πείσουμε όλους να αναλογιστούν τον κίνδυνο να μην κάνουμε εμβόλιο σε σχέση με τον ελάχιστο κίνδυνο απλών παρενεργειών, το πόσο κερδισμένοι θα είμαστε αν το κάνουμε -όταν το έχουμε, βέβαια”.
Για την πιθανότητα να ανοίξουν τα σχολεία μετά τις γιορτές, καθώς και τη λειτουργία του λιανεμπορίου θα ακολουθηθεί η τακτική “βλέποντας και κάνοντας” με βάση την εξέλιξη της πανδημίας, ενώ δεν απέκλεισε τις “εκπλήξεις από κάποια περιοχή της χώρας -που είναι πολύ πιθανό”, αφού “δεν έχουμε πραγματικό αντιπροσωπευτικό δείγμα, δεν ξέρουμε τι γίνεται στα νησιά, δεν ξέρουμε τι γίνεται στη νότια Ελλάδα”.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Αθηνά Λινού η Πολιτεία να προετοιμαστεί “με σοβαρότερα μέτρα και όχι απαραίτητα αυτά που αφορούν την αγορά και στα οποία έχουμε επικεντρωθεί”.
Αναφέρθηκε εκ νέου στην ανάγκη επανεξέτασης των δημόσιων συγκοινωνιών, όπου παρουσιάζεται έντονος συνωστισμός, καθώς και ενεργοποίησης των γιατρών εργασίας, ικανοί να συστήνουν τα απαραίτητα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους για την αποφυγή της διασποράς, που παρατηρείται στους εργασιακούς χώρους.
Τέλος, όσον αφορά την εικόνα της επιδημιολογικής κατάστασης απέφυγε να μιλήσει για βελτίωση τονίζοντας πως ο αριθμός των κρουσμάτων που ανακοινώνονται έφτασε να είναι ίδιος με τον αριθμό των διασωληνωμένων, ενώ επεσήμανε πως τα τεστ είναι λίγα “αν με 11.000 έχουμε 550 επιβεβαιωμένα νέα κρούσματα, είναι 5%, σαφώς πάνω από το όριο του εξαιρετικά επικίνδυνου, που είναι το 4%. Βλέπουμε την κορυφή του παγόβουνου, τα σοβαρά κρούσματα, εκεί που υπάρχουν τα αδιάγνωστα κρούσματα, εκεί είναι ο μεγάλος κίνδυνος να έχουμε έξαρση” επισήμανε, ενώ χαρακτήρισε “επιπολαιότητα” τη μείωση του αριθμού των τεστ αντί της αύξησής τους κάνοντας λόγο υποχρέωση των μεγάλων επιχειρήσεων να τα πραγματοποιούν στους εργαζόμενους και δυνατότητα συνταγογράφησης για τους πολίτες.