ΑΘΗΝΑ
10:39
|
22.11.2024
Oι πρώτες τροχιοδεικτικές βολές του νέου προέδρου δεν φαίνεται να συντονίζονται με τη βούληση και τις ελπίδες του υπεραυξημένου πλήθους των εκλογέων του Νοεμβρίου.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η επικράτηση του Τζο Μπάιντεν στη μάχη για την προεδρία των ΗΠΑ δεν ήταν εύκολη. Αναγκαία υλική προϋπόθεσή της υπήρξε μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση του συνόλου των δυνάμεων των Δημοκρατικών, μια μάχη ψήφο την ψήφο, η οποία και αποτυπώθηκε στα πρωτοφανή στατιστικά δεδομένα αναφορικά με τη συμμετοχή στις εκλογές σε πανεθνικό επίπεδο. Πίσω από τη μεγάλη αυτή ενεργοποίηση της κοινωνικής βάσης του κόμματος μεγάλο ρόλο έπαιξε αφενός η αυθόρμητη λαϊκή αίσθηση που θεωρούσε επείγουσα την αποπομπή της “συμφοράς” που ακούει στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ και ό, τι αυτό συμβολίζει, αφετέρου η συνειδητοποίηση, εν μέσω όξυνσης της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, της αναγκαιότητας για δομικές αλλαγές στους τομείς της περίθαλψης, των προνοιακών πολιτικών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Εντούτοις, οι πρώτες τροχιοδεικτικές βολές του νέου προέδρου δεν φαίνεται να συντονίζονται με τη βούληση και τις ελπίδες του υπεραυξημένου πλήθους των εκλογέων του Νοεμβρίου. Τη στιγμή που η πλειοψηφία των Αμερικανών αντιμετωπίζει άμεσα το φάσμα της φτώχειας και της διατροφικής ανεπάρκειας και ενόσω το σύστημα περίθαλψης αδυνατεί να ανταποκριθεί στην καθημερινή μάχη ενάντια στην πανδημία, η στάση και οι επιλογές του εν αναμονή προέδρου δείχνουν από τώρα πως έχει άλλες προτεραιότητες.

Τον προηγούμενο Μάρτη, στο πλαίσιο της νομοθέτησης του Coronavirus Aid, Relief and Economic Security Act, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ήρθαν σε συμφωνία στο Κογκρέσο και έκαναν αποδεκτή την εκταμίευση μιας έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης της τάξης των 1200 δολαρίων για όλους τους εργαζόμενους. Άμεσα, το υπουργείο Οικονομικών μοίρασε τις επιταγές σε πάνω από 100.000.000 οικογένειες. Ωστόσο, τους επόμενους μήνες οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντιπροσώπους των δύο κομμάτων στο Καπιτώλιο αναφορικά με το αναγκαίο δεύτερο πακέτο ενίσχυσης και το ύψος αυτού δεν ευδοκίμησαν. Τελικά, στις αρχές του Δεκέμβρη οι αντιπρόσωποι του Κογκρέσου ανακοίνωσαν ένα νέο πακέτο στήριξης και ανακούφισης των συνεπειών της πανδημίας ύψους 900 δισ. ευρώ, το οποίο και θα κατευθυνθεί σε επείγουσες ανάγκες, όπως, μεταξύ άλλων, η επιδότηση ενοικίων, η στήριξη των ανέργων, η δανειοδότηση των μικρών επιχειρήσεων και ο προγραμματισμός των μαζικών εμβολιασμών. Ωστόσο, μεγάλες αντιδράσεις έχει προκαλέσει στους κόλπους των Δημοκρατικών το γεγονός πως η άμεση οικονομική βοήθεια για κάθε Αμερικανό μειώνεται αυτή τη φορά στο μισό του ποσού που διανεμήθηκε τον Μάρτιο. Η βουλευτής από τη Χαβάη Τάλσι Γκάμπαρντ χαρακτήρισε προχθές το πρόσφατο νομοθέτημα “χαστούκι στα μούτρα” των εργαζομένων, προσθέτοντας πως “διοχετεύονται εκατοντάδες δισεκατομμύρια στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και στη χρηματοδότηση ξένων κρατών, ενώ τώρα να τι μένει για σας: 600 δολάρια!”.

Κατά τη διάρκεια των πολύμηνων διαπραγματεύσεων, ήταν η Πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι και ο γερουσιαστής της Νέας Υόρκης Τσακ Σούμερ από την πλευρά των Δημοκρατικών, οι οποίοι επέμειναν σθεναρά στην πολύ πιο γενναιόδωρη προώθηση ενός πακέτου στήριξης δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Η στάση του Μπάιντεν εν προκειμένω, και η καθαρή στήριξή του στους “μετριοπαθείς” αντιπροσώπους (και των δύο κομμάτων) που πρότειναν τη μη-καταβολή οποιασδήποτε ατομικής οικονομικής ενίσχυσης, θεωρείται από πολλούς πλέον στο κόμμα του ως εκείνη που καθόρισε την έκβαση της διαπραγμάτευσης και τον τελικό “συμβιβασμό” των 600 δολαρίων. Η κριτική εκ των έσω για τη συγκεκριμένη στάση του εν αναμονή προέδρου ενισχύεται έτι περαιτέρω, τη στιγμή που ο Τραμπ, με ανάρτησή του στο twitter, “απαιτεί” από το Κογκρέσο την αύξηση της ενίσχυσης στα 2000 δολάρια.

Την ίδια στιγμή που με τη διακριτική στήριξη του Μπάιντεν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι αποφάσιζαν για τη μείωση του πακέτου στήριξης στους απελπισμένους Αμερικανούς, ενέκριναν από κοινού στο Κογκρέσο τη χρηματοδότηση του Πενταγώνου με 741 δισ. δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες. Με έναν στους οχτώ πολίτες να αντιμετωπίζει το φάσμα της πείνας και 30 εκατομμύρια εξ αυτών σε κίνδυνο απώλειας στέγης την επόμενη περίοδο, η νέα προεδρία φαίνεται να μην έχει στα σχέδιά της τη μείωση των δαπανών της πολεμικής μηχανής. Ενδεικτική των δυσοίωνων προοπτικών και της γρήγορης διάψευσης των ελπίδων για μια διαφορετική, αναδιανεμητική, πολιτική είναι και η επιλογή από τον Μπάιντεν του νέου Υπουργού Εξωτερικών. Ο Άντονι Μπλίνκεν υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες ο πιο επιτυχημένος ατζέντης της αμυντικής βιομηχανίας, καταφέρνοντας με τη δράση του ως μεσάζων ανάμεσα στην κυβέρνηση και την τελευταία να κρατήσει σε υψηλά επίπεδα τα κέρδη του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος κατά τη μετάβαση από τους μεγάλους πολέμους εδάφους της εποχής Μπους στις μικρότερης κλίμακας “βιώσιμες επιχειρήσεις” της περιόδου Ομπάμα. Εντός αυτής της τελευταίας υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των επεμβάσεων σε Συρία και Λιβύη αλλά και του πραξικοπήματος το 2014 στην Ουκρανία, ενώ ήταν ένας από τους βασικούς υπέρμαχους της στήριξης των σαουδαραβικών φρικαλεοτήτων στην Υεμένη.

Μία ακόμη επιλογή του Μπάιντεν, αυτή τη φορά ο επερχόμενος διευθυντής του Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, Μπράιαν Ντιζ, φανέρωσε την προηγούμενη βδομάδα τις “προτεραιότητες” της νέας κυβέρνησης. Ο Ντιζ, με επίσημη δήλωσή του, απαίτησε από το Κογκρέσο να απορρίψει την πρόταση των Ρεπουμπλικανών για μερική περικοπή των προγραμμάτων δανεισμού από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα που είχαν εγκριθεί κατά την νομοθετική ρύθμιση του Μαρτίου. Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για προγράμματα τα οποία δεν βοήθησαν σχεδόν καθόλου τις μικρές επιχειρήσεις και τις τοπικές κυβερνήσεις, τροφοδότησαν όμως με μεγάλα κέρδη την εταιρεία που προσλήφθηκε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα για τον σχεδιασμό και την εκτέλεσή τους. Πρόκειται βέβαια για την Black Rock, της οποίας υπάλληλος σε διευθυντική θέση ήταν την ίδια περίοδο ο Μπράιαν Ντιζ.

Φαίνεται λοιπόν πως ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θα διαψεύσει αρκετά γρήγορα τις προσδοκίες των ψηφοφόρων του. Τα μηνύματα που δίνονται, ήδη, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Μένει να αποδειχθεί το επόμενο διάστημα αν, και σε ποιο βαθμό, τα κινήματα των εργαζομένων και των κοινωνικών ομάδων, αλλά και το εσωτερικό μέτωπο στο ίδιο του το κόμμα, θα συναινέσουν σε μια τέτοια προοπτική, ή θα δούμε την έναρξη ενός νέου κύκλου πολιτικών αγώνων στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Εκδήλωση στο Αγρίνιο: Ο φασιστικός κίνδυνος και οι αναγκαίες αντιστάσεις

Παμ Μπόντι: Η νέα «εκλεκτή» του Τραμπ για το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά το «ναυάγιο» του Γκέιτς

Εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Οδηγίες για τις κάλπες της 24ης Νοεμβρίου

Κουβέιτ και Τυνησία υπέγραψαν συμφωνίες συνεργασίας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα