Σε μια ιστορική συγκυρία, όπου η παγκόσμια κοινή γνώμη έχει στρέψει τις ελπίδες της στο εμβόλιο κατά του κορονοϊού, και ενώ όλοι οι πολιτικοί, επιστημονικοί και μιντιακοί ιθύνοντες εξυμνούν την τεχνολογική δυνατότητα του κλάδου της φαρμακοβιομηχανίας, η προμηθεϊκή εικόνα των μεγάλων εταιρειών έχει εγχαραχθεί βαθιά μέσα στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου (τη εξαιρέσει βέβαια των αρνητών της ασθένειας και της θεραπείας της). Μόνο που οι ίδιες οι εταιρείες φροντίζουν να αποδομούν τον μύθο τους, όπως αποδεικνύει μετά την ανοικτή παραδοχή της BioNTech πως από μόνες τους δεν είναι ικανές να παραγάγουν τον απαιτούμενο μεγάλο αριθμό δόσεων του εμβολίου, είτε μετακυλίοντας την ευθύνη και τις αδυναμίες είτε στις κυβερνήσεις, στην Ε,Ε ή στις αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές, είτε προβαίνοντας σε άλλες κερδοφόρες πρακτικές, που τον αντίκτυπό τους αναμένεται οι καταναλωτές να διαπιστώσουν συντόμως.
Και τούτο γιατί το βράδυ μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου και της 1ης Ιανουαρίου, οι μεγάλες εταιρείες που αποτελούν τις ναυαρχίδες του κλάδου της Big Pharma παραβίασαν ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο, ιδίως σε τέτοιες κρίσιμες υγειονομικά εποχές: σύμφωνα με όσα ανέφερε το Reuters αναφορικά με τα δεδομένα που παρακολουθούνται από τον τομεακό ερευνητικό οργανισμό 3 Axis Advisors, η Pfizer, η GlaxoSmithKline, η Sanofi και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες αύξησαν τις τιμές σε πάνω από 300 σκευάσματα ευρείας κατανάλωσης κατά μέσον όρο + 5-6%. Η απόφαση κρίθηκε απαραίτητη, κατά τις ίδιες εταιρείες λόγω της μείωσης στη ζήτηση σε ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων, αλλά και του μειωμένου αριθμού ιατρικών επισκέψεων στο σπίτι. Δύο αιτίες για την κάμψη που αποδίδονται στην πανδημία Covid-19 και την καταλυτική επίδραση που αυτή είχε στις συνήθεις ιατρικές πρακτικές.
Επιπλέον αιτία για την αύξηση των τιμών απετέλεσε επίσης η πολιτική της καταναγκαστικής μείωσης του κόστους που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ, η οποία ανέκαθεν βρέθηκε απέναντι στην μεγάλη κερδοφορία του κλάδου. Βέβαια, ο αντίπαλος στην προκειμένη περίπτωση καμμία αντίρρηση δεν αντιτάσσει, για προφανείς λόγους: πρώτον γιατί αποχαιρετά την εξουσία και δεν τον ενδιαφέρει πλέον να ασκεί τιμολογιακή ή κοινωνική πολιτική και δεύτερον, γιατί μετά την κυκλοφορία του εμβολίου ήταν ο Τραμπ εκείνος που θριαμβολόγησε, αποδίδοντας την ανάπτυξή του στους πολιτικούς χειρισμούς της κυβέρνησής του.
Βεβαίως οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες έχουν επίγνωση του αντίκτυπου που μία τέτοια απόφαση μπορεί να δημιουργήσει στη γενικότερη εικόνα τους ως οιονεί Μεσσίες που σώζουν την ανθρωπότητα και για αυτό δεν προβαίνουν σε δυσθεώρητες αυξήσεις, περιορίζοντάς τες στο 10% το ανώτερο. Αλλά και αυτές που ήδη έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται από τις Pfizer και Sanofi (οι οποίες κι εμπλέκονται άμεσα στην ανάπτυξη του εμβολίου κατά της Covid) δεν έχουν υπερβεί ποτέ το 5%. Βέβαια το ερώτημα, έγκειται στον αριθμό και το είδος των φαρμάκων, τουλάχιστον για τις ΗΠΑ που αποτελούν έναν “παράδεισο”της ελεύθερης διάθεσης και κατανάλωσης σκευασμάτων.
Η GlaxoSmithKline, για παράδειγμα, αύξησε το κόστος δύο άλλων εμβολίων, του Shingrix κατά του έρπητα ζωστήρα και τη μετα-ερπητική νευραλγία και ιδιαίτερα του Padiarix, ήτοι του ορού κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου και του κοκκύτη, κατά 7% και 8,6% αντίστοιχα. Η Teva Pharmaceuticals αύξησε το κόστος 15 φαρμάκων, πολλά για τη θεραπεία σπάνιων νευρολογικών διαταραχών και το φάρμακο για το άσθμα Qvar. Εάν συνδυασθούν όλα τα εν λόγω σκευάσματα, αντιστοιχούν σε μια αγορά άνω των 650 εκατομμυρίων δολαρίων για το 2019, οπότε μάλιστα και κατέγραψε αύξηση κατά 5-6%. Και σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι αυξήσεις κατά 9,4% σε δύο άλλα ευρέως χρησιμοποιημένα προϊόντα της ίδιας εταιρείας, το μυοχαλαρωτικό Amrix και το Nuvigil για τη ναρκοληψία. Παρά την πανδημία, ήδη το 2020 οι φαρμακευτικές εταιρείες είχαν ήδη αυξήσει κατά μέσο όρο 5% τις τιμές σε πάνω από 860 διαφορετικά φάρμακα .
Περιττό βέβαια να πούμε πως η εταιρεία που έχει απογειώσει περισσότερο τις τιμές είναι η Pfizer. Ο τιμοκατάλογός της για διάφορα σκευάσματά της για τον καρκίνο (όπως τα Ibrance και Inlyta), καθώς και το πολύ δημοφιλές Xeljanz, για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, τροποποιήθηκε ανοδικά, Συνολικά, έχει προγραμματίσει να αυξήσει το κόστος άνω των 60 σκευασμάτων κατά 0,5% έως 5%.
Βέβαια, η εταιρεία υποστηρίζει πως η αύξηση της τιμής αποτελεί απλώς μία προσαρμογή της αξίας τους στον φορολογικό συντελεστή (κατά μόλις 1,3% κατά μέσο όρο) και σύμφωνα με τον πληθωρισμό. Βέβαια, η ερμηνεία τούτη δεν απέτρεψε τις αντιδράσεις με αποτέλεσμα η εταιρεία δια της εκπροσώπου της, Έιμι Ρόουζ να προσαρμόσει τους λόγους για την αύξηση στο ευαίσθητο πεδίο της χρηματοδότησης της έρευνας: “αυτή η μέτρια αύξηση είναι απαραίτητη για να στηρίξουμε τις επενδύσεις που μας επιτρέπουν να συνεχίσουμε να ανακαλύπτουμε νέα φάρμακα και να τα διαθέτουμε σε ασθενείς που τα χρειάζονται”.
Δεν αποτελεί έκπληξη που πολλοί διαβλέπουν σε τούτη την δήλωση έναν κεκαλυμμένο ηθικό εκβιασμό, υπό το πρίσμα της ανάγκης να συνεχισθούν οι εμβολιασμοί και με γνώμονα τον παγκόσμιο φόβο για την πορεία της πανδημίας, που συνεχίζει την επέλασή της. Μάλιστα, οι ισχυρισμοί της Pfizer τώρα φωτίζουν εν μέρει τους λόγους που την ώθησαν, σε αντίθεση με όλους τους άλλους ανταγωνιστές της στην ανάπτυξη του εμβολίου, να αρνηθεί χρηματοδότηση από το πρόγραμμα 11 δισεκ. δολαρίων Warp Speed, που δρομολόγησε η κυβέρνηση Τραμπ τον περασμένο Μάιο για την επιτάχυνση των ερευνών. Τότε, η Pfizer είχε παραιτηθεί από τη χρηματοδότηση επειδή, όπως είχε τονίσει ο ίδιος ο CEO της Αλβέρτος Μπουρλάς, (εκείνος ντε, που έχοντας ιδιαίτερες ικανότητες “προμάντευσε” πως να αυξήσει την ατομική του περιουσία, πουλώντας τις μετοχές του την ίδια ημέρα που ανακοινωνόταν η επίτευξη και κυκλοφορία του εμβολίου), η εταιρεία ήθελε να διασφαλίσει πως οι “επιστήμονές της θα ήσαν απεξαρτημένοι από οιαδήποτε γραφειοκρατία που θα την ανάγκαζε να δίνει αναφορά ή να συναινεί στο που και πώς θα διαθέτει τα χρήματα” της επιδότησης.
Ωστόσο, η Pfizer καμία αντίρρηση δεν έφερε όταν στις 22 Ιουλίου, ακόμη εν μέσω των κλινικών δοκιμών, το πρόγραμμα Warp Speed εκταμίευσε άμεσα δύο δισ. δολάρια για την αγορά 100 εκατ. δόσεων του εμβολίου. Τότε η εταιρεία ασμένως υπέγραφε με το τέρας της γραφειοκρατίας το χρυσοφόρο συμβόλαιο.
Πληροφοριακά, την ώρα που οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς απεργάζονταν τον “μπουναμά” των αυξήσεων στους καταναλωτές, η Κίνα έχει επιβάλλει στις φαρμακευτικές της εταιρείες μειώσεις έως και 61% σε πολλές κατηγορίες φαρμάκων με τη μορφή καταβολής της συμμετοχής του ασφαλισμένου. Με δεδομένο πως η Κίνα έχει αναπτύξει δικό της εμβόλιο και παρέχει κίνητρα σε τρίτες χώρες (φερ’ ειπείν την Βραζιλία, ή την Τουρκία) για την παραγωγή του τοπικά και την κυκλοφορία του, το Πεκίνο μοιάζει να κλιμακώνει την γεωπολιτική αντιπαράθεση με τη Δύση και στον ευαίσθητο και πανίσχυρο τομέα της φαρμακοβιομηχανίας.