“We train our boys to be killing machines, then prosecute them when they kill!”
Donald Trump, Twitter, 12/10/2019
Ο απερχόμενος Aμερικανός πρόεδρος έχει δείξει καθόλη τη διάρκεια της θητείας του πως δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την υστεροφημία του. Όμως ένα από τα τελευταία κατορθώματά του, λίγες μέρες πριν παραδώσει την εξουσία, ξεφεύγει κατά πολύ από τα παραδεδομένα και έχει συσπειρώσει εναντίον του μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στο εσωτερικό, ενώ φαίνεται πως θα επηρεάσει επί τα χείρω τη θέση των ΗΠΑ στο εξωτερικό, και ειδικότερα στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Την προηγούμενη Τρίτη, ο Ντόναλντ Τραμπ απένειμε χάρη σε τέσσερις μισθοφόρους της διαβόητης ιδιωτικής εταιρείας ασφαλείας Blackwater, καταδικασμένους για τις δολοφονίες 17 ατόμων (μεταξύ των οποίων και δύο ανήλικων παιδιών) στην πλατεία Αλ Νισούρ της Βαγδάτης στις 16 Σεπτεμβρίου του 2007.
Η απονομή χάρης σε καταδικασμένους για ομοσπονδιακά αδικήματα αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε αμερικανού προέδρου, και έχει ασκηθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ο πρόεδρος δύναται μάλιστα προκαταβολικά να απαλλάξει οριστικά κατηγορούμενο, ο οποίος δεν έχει ακόμα περάσει από δίκη. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Προέδρου Τζέραλντ Φορντ ο οποίος απένειμε χάρη στον Ρίτσαρντ Νίξον, λίγο μετά την παραίτηση του δεύτερου, με την δικαιολογία πως ήθελε «να βάλει ένα τέλος στον διχασμό του έθνους» αναφορικά με το σκάνδαλο Watergate.
Επιπλέον, ο εκάστοτε Πρόεδρος δεν λογοδοτεί για τη χάρη (κείται υπεράνω νομικού πλαισίου), ενώ διατηρεί το δικαίωμα να αρνηθεί οποιαδήποτε επίσημη κατάθεση του σκεπτικού της απόφασής του. Οι περισσότεροι Αμερικανοί, και το μεγαλύτερο μέρος του νομικού κόσμου, θεωρούν το συγκεκριμένο προεδρικό προνόμιο ως δημοκρατική κατάκτηση, αφού προσφέρει τη δυνατότητα δικαίωσης σε περιπτώσεις κακοδικίας, αποτελώντας ένα ιδιότυπο “δίχτυ ασφαλείας”, όταν το σύστημα δικαιοσύνης αποτυγχάνει. Εντούτοις, έχει αποδειχθεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν πως οι εκάστοτε πρόεδροι εκμεταλλεύονται τη συγκεκριμένη διάταξη για να “διευκολύνουν” πολιτικούς φίλους και συμμάχους, οικονομικούς υποστηρικτές, αλλά και μέλη της οικογένειάς τους.
Εν προκειμένω, η ενέργεια του Τραμπ αποτελεί πρόκληση για το σύστημα δικαιοσύνης των ΗΠΑ, καθώς η δίκη για το περιστατικό της σφαγής στην πλατεία Αλ Νισούρ υπήρξε ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό γεγονός, προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή κατά της Αμερικής, ενώ αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τη συμμετοχή των ανδρών της Blackwater στην επιχείρηση κατοχής του Ιράκ. Η έρευνα για το περιστατικό που διεξήχθη τότε από το FBI κράτησε πολλούς μήνες και ήταν η μεγαλύτερη και πιο κοστοβόρα έρευνα που είχε διεξαγάγει το Γραφείο Ομοσπονδιακών Υποθέσεων από το 2001 και τις έρευνες για τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους. Περιελάμβανε τέσσερις αποστολές ειδικών στο Ιράκ, αλλά και το ταξίδι στις ΗΠΑ δεκάδων συγγενών των θυμάτων, καθώς και μαρτύρων για να καταθέσουν στη δίκη που έγινε εφτά χρόνια μετά, το 2014. Σε αυτήν, τρεις οπλίτες της Blackwater, οι Ντάστιν Χερντ, Ίβαν Λίμπερτι και Πολ Σλάου, καταδικάστηκαν σε τριάντα χρόνια κάθειρξη για τη συμμετοχή τους στην επίθεση κατά των αμάχων, ενώ ο Νίκολας Σλάττεν σε ισόβια για φόνο πρώτου βαθμού. Ο Σλάττεν ήταν αυτός που πρώτος πυροβόλησε και σκότωσε τον σπουδαστή ιατρικής Ahmed Haithem Ahmed Al Rubia’y, ο οποίος μετέφερε με το αυτοκίνητο την μητέρα του (επίσης γιατρό) στη δουλειά της. Μετά το πρώτο αυτό χτύπημα με sniper τον Σλάττεν, ξεκίνησε η σφαγή των 17 πολιτών, ενώ το “πυρ κατά βούληση” των ανδρών της Blackwater είχε ως αποτέλεσμα και τον σοβαρό τραυματισμό πολλών ακόμα.
Ο Σλάττεν καταδικάστηκε ξανά σε ισόβια στο εφετείο το 2019, ενώ οι υπόλοιποι τρεις κέρδισαν μείωση της ποινής τους στο μισό της πρωτόδικης απόφασης. Μιλώντας σε τοπική εφημερίδα του Τενεσσί, τόπο καταγωγής του, η μνηστή του Slatten, Ουίτνι Τζουντ, δήλωσε αμέσως μετά πως οι δικηγόροι των τεσσάρων ασκούν ήδη πιέσεις στον Πρόεδρο Τραμπ για να πετύχουν την απόδοση χάρης…
Λόγω ακριβώς του μεγέθους και της σημασίας της εν λόγω δίκης, στην Αμερική αλλά και διεθνώς, οι αντιδράσεις για τη συγκεκριμένη απόφαση του Λευκού Οίκου είναι πολύ έντονες και προέρχονται από όλο το πολιτικό και θεσμικό φάσμα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός της παρέμβασης με εκτενές άρθρο, αναλυτικό του τι ακριβώς συνέβη το 2007, από τον τότε επικεφαλής της ομάδας έρευνας του FBI Τόμας Ο’ Κόννορ. O Ο’ Κόννορ καταδικάζει την απόφαση του Τραμπ και καταδεικνύει πως οι τέσσερις οπλίτες δεν άξιζαν σε καμία περίπτωση την απονομή χάρης. Ιδιαίτερα σημαντική στο ίδιο πλαίσιο είναι και η δήλωση καταδίκης που συνέταξαν από κοινού ο Ράιαν Κρόκερ, τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ιράκ, και ο στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους, γενικός διοικητής των αμερικανικών και διεθνών δυνάμεων στο Ιράκ το 2007, που επισημαίνουν πως το κύρος, αλλά και η ασφάλεια, των ΗΠΑ έχουν πληγεί σοβαρά από τη συγκεκριμένη κίνηση του Τραμπ. Την ίδια στιγμή, η ανακοίνωση του γραφείου του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα εκφράζει τις ανησυχίες της για τη συμμόρφωση των ΗΠΑ με το διεθνές δίκαιο.
Τούτων δοθέντων, ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος της συγκεκριμένης κίνησης του Αμερικανού προέδρου; Προφανώς οι επισημάνσεις του Λευκού Οίκου στο έγγραφο της απόφασης πως οι τέσσερις «έχουν προσφέρει πολλά στο έθνος» και «υποστηρίζονται ευρέως από την κοινή γνώμη» αποτελούν τυπικότητες.
Σύμφωνα με την ανάλυση του καθηγητή Νομικής στο Harvard Τζακ Γκόλντσμιθ, 42 από τις 65 έως τώρα απονομές χάρης από τον απερχόμενο Αμερικανό Πρόεδρο χρησιμοποιήθηκαν «για την προώθηση συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας», ενώ μόνο πέντε εξ αυτών υπήρξαν προτάσεις του επίσημου νομικού υπεύθυνου του Λευκού Οίκου για τις απαλλαγές.
Η απόφαση του Τραμπ έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση του Ιράκ αντιμετωπίζει μια συνεχώς διογκούμενη λαϊκή απαίτηση για την άμεση και πλήρη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη χώρα, προσπαθώντας η ίδια να διασφαλίσει το έδαφος για μια πιο “σταδιακή” αποχώρηση.
Ο απόηχος των απαλλαγών των τεσσάρων της Blackwater θα δυσκολέψει σίγουρα το πλαίσιο για μια ανάλογη προοπτική, υπονομεύοντας την ίδια στιγμή τις μελλοντικές κινήσεις του Τζο Μπάιντεν για το ζήτημα.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί και ο ρόλος του ιδιοκτήτη και ιδρυτή της Blackwater, Έρικ Πρινς, ένθερμου υποστηρικτή του Τραμπ και έχοντα διαχρονικά πρόσβαση στο εσωτερικό του Λευκού Οίκου, μέσω της αδερφής του, Μπέτσι Ντε Βος, Υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικανών.