“Ο φόβος για τα πραγματικά ζητήματα και η αυταρέσκεια για τις ξεπερασμένες διανοητικές μεθόδους συνενώνουν τους επαγγελματίες της γραφής.
Αυτό που λείπει από αυτούς τους κυρίους είναι ο Τρόμος”.
Γκυ-Ερνέστ Ντεμπόρ, Potlatch 1, 1954
Όταν κάποιοι από εμάς τους μιλλένιαλς (σίγουρα όχι οι Ρομά συνομήλικοί μας, αυτοί διασκεδάζανε και επιδεικνύονταν στους καταυλισμούς) πηγαίναμε στο Λύκειο, μαθαίναμε για τα είδη των συλλογισμών, τους τρόπους δηλαδή με τους οποίους ο νους συγκροτεί τα επιχειρήματά του και ερμηνεύει ή αξιολογεί την πραγματικότητα. Μαθαίναμε τότε πως δεν έχουν όλα τα είδη την ίδια αξιοπιστία. Ο αναλογικός συλλογισμός είναι ο πιο επισφαλής για την εξαγωγή συμπερασμάτων και καλό θα ήταν να αποφεύγεται – ή να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή. Ξεκινώντας από τα επιμέρους, καταλήγει πάλι στα επιμέρους, χωρίς να “ακουμπάει” ουσιαστικά ούτε το γενικό ούτε το ειδικό και την μεταξύ τους σχέση, όπως κάνουν οι υπόλοιποι δύο συλλογισμοί (ο επαγωγικός και ο παραγωγικός).
Ο Κώστας Γιαννακίδης φοίτησε σίγουρα πριν από μας, σε ένα Λύκειο με πιθανότατα διαφορετικό αναλυτικό πρόγραμμα αναφορικά με τα Νέα Ελληνικά. Αυτός θα πρέπει να είναι ο λόγος που σε πρόσφατο, ανέμελο και παιγνιώδες, άρθρο του θεωρεί ότι αρθρώνει επαγωγικά τις σκέψεις του για τις ομοιότητες της κοινωνικής συμπεριφοράς Ρομά και Αθηναίων κοσμικών, επ’ αφορμής του περιλάλητου πρωτοχρονιάτικου πάρτυ στο Ντουμπάι. Στην πραγματικότητα, βέβαια, επιδίδεται σε ένα πλήθος εύκολων αναλογικών συλλογισμών σχετικά με τις δύο ομάδες, ανυποψίαστος δυστυχώς (καταραμένο αναλυτικό πρόγραμμα!) για τη μεγάλη, στα όρια της ανοησίας, επισφάλεια των συμπερασμάτων του.
Ο “πιτσιρικάς, πλούσιος και αστέρας του παγκόσμιου αθλητισμού” Στέφανος Τσιτσιπάς συνωστίζεται και παρτάρει μαζί με άλλους Έλληνες κοσμικούς στο επικίνδυνο Ντουμπάι. Τα ίδια όμως, “όπως μας πληροφορεί η σχετική ειδησεογραφία”, συμβαίνουν και στους καταυλισμούς! Και οι δύο κοινωνικές ομάδες “ελέγχονται” για την κοινωνική τους υπευθυνότητα. Τα επιμέρους όμως δεν σταματούν εδώ. Όπως οι Αθηναίοι κοσμικοί (“από τη Μύκονο στην Αράχοβα και μετά στο Ντουμπάι”), έτσι και οι Ρομά παρουσιάζουν νομαδικές τάσεις, αφού ο συμπολίτης μας από τον Ασπρόπυργο δεν τό ‘χει σε τίποτα να πεταχτεί για ένα “γαμήλιο γλέντι στη Θήβα”. Ακόμη περισσότερο: και οι δύο επιδεικνύουν τον πλούτο τους “με ακριβά αυτοκίνητα”, προσβάλλοντας έτσι την αισθητική μας με τις κιτς επιλογές τους. Και όλα αυτά, παράλληλα με σοβαρές υποψίες για το “πόθεν έσχες” και των δύο κατηγοριών – αλλά αυτό βέβαια “δεν είναι της στιγμής”.
“Εξυπνάδες”, θα έλεγε κανείς, στο πλαίσιο μιας δημόσιας σφαίρας σε προχωρημένη παρακμή. Πιθανότατα. Παρόλο όμως το “παιγνιώδες” του πράγματος, παρατηρούμε να αναδεικνύεται εδώ μια διαχρονική – και υπερεπείγουσα σε συνθήκες πολλαπλής κρίσης – κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα, η οποία συνετέλεσε πριν από δύο αιώνες στην ίδια τη συγκρότηση της αστικής δημόσιας σφαίρας. Η επαναστατική τάξη, τον καιρό της ανόδου της και της μάχης απέναντι στο ancien régime, χρησιμοποίησε το σύνθημα της “δημοσιότητας” απέναντι στα κογκλάβια του φεουδαλισμού, θέλοντας να ελέγξει και να μετασχηματίσει ένα κράτος που δεν της ανήκε ακόμη ολοκληρωτικά. Σε δεύτερο χρόνο όμως, όταν οι όροι της κυριαρχίας της αναπτύχθηκαν έτι περαιτέρω, η αστική δημόσια σφαίρα ανέλαβε έναν διαφορετικό σκοπό: τη συγκόλληση της κοινωνίας σε μια ενότητα, πέραν των ταξικών διακρίσεων. Η “κοινή γνώμη” διαμορφωνόταν και υπήρχε πέραν του καθημερινού εργασιακού μόχθου και της βίας των αποκλεισμών. Το σάρωμα των αντιθέσεων κάτω από το χαλί υπήρξε πρωταρχικό στοιχείο για τους γραφιάδες της ηρωικής πρώτης εποχής της αστικής κοινωνίας.
Αυτό που έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία ήταν το ξύπνημα και η πολιτική εργαλειοποίηση αυτού που οι συντηρητικοί διανοούμενοι της εποχής ονόμασαν “μνησικακία” των κατώτερων στρωμάτων. Είχε αποδειχθεί πολλάκις ότι αν το συγκεκριμένο συναίσθημα, θρεμμένο από αιώνες βασάνων, έβγαινε ανεξέλεγκτο στο προσκήνιο και διεκδικούσε δημόσια ορατότητα, δεν θα αργούσε η ώρα της γκιλοτίνας. Ο Τρόμος υπήρξε η αρνητική προϋπόθεση της αστικής δημόσιας σφαίρας.
Και παραμένει ακόμα. Ακόμα και στην παρούσα, υπερδιαμεσολαβημένη από το ψηφιακό θέαμα, μορφή της, η πολιτική μνησικακία των φτωχών φοβίζει όσους έχουν ταχθεί στη συντήρηση του υπάρχοντος. Μια είδηση όπως αυτή του “πάρτυ στο Ντουμπάι” εν μέσω τρίμηνου λοκντάουν και προστίμων για αδικαιολόγητη μετακίνηση λ.χ. σε γιατρούς που πάνε στη δουλειά τους, είναι ακόμη και σήμερα αρκετά επικίνδυνη. Τουλάχιστον αν κρίνουμε από τη ζέση (έστω και επιφανειακά “παιγνιώδη”) με την οποία οι επαγγελματίες της γραφής σαν τον αρθρογράφο του Protagon σπεύδουν να τη σχετικοποιήσουν με ανόητες αναλογίες. Η συσσώρευση του πόνου και του θανάτου στις κατώτερες τάξεις απειλεί να σηκώσει το καπάκι μιας πολύ βαθύτερης και όχι άμεσα ερμηνεύσιμης ορθολογικά συσσώρευσης: αυτής της διαχρονικής ταξικής μνησικακίας των φτωχών, η οποία ακόμη θάβεται κάτω από μεγάλες και πληρωμένες αδρά ποσότητες εικονικής και γραπτής δημοσιολογίας. Μέχρι πότε;