Ήταν Χριστούγεννα και η γιαγιά Μαρούλα, ήταν και φέτος πολύ προβληματισμένη. Το παράθυρο στην κουζίνα ήταν μισάνοιχτο, παρά το τσουχτερό κρύο. Επάνω στο τραπέζι, τα τηγανόψωμα μοσχομύριζαν, ενώ από τον φούρνο η μυρωδιά από τα μελομακάρονα ταξίδευε μέχρι τον χιονισμένο κήπο. Η γιαγιά περίμενε υπομονετικά όλο το βράδυ, όπως κάθε χρόνο την ίδια μέρα, όμως μάταια. Εδώ και χρόνια, επαναλαμβάνονταν η ίδια ιστορία. Τα τηγανόψωμα στο τραπέζι, τα μελομακάρονα στον φούρνο, το παράθυρο ανοικτό, όμως στο φρέσκο χιόνι δεν υπήρχε ούτε ένα σημάδι. Ούτε μια πατημασιά. Τι σημάδι; Θα αναρωτηθείτε. Τι πατημασιά νυχτιάτικα μέσα στον άγριο χειμώνα; Μα φυσικά ένα σημάδι και μια πατημασιά καλικατζάρου.
Η γιαγιά Μαρούλα, δεν ήταν μια τυχαία γιαγιά. Ήταν η πιο φημισμένη. Η πιο διαβόητη κυνηγός καλικατζάρων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Σε όλη της την ζωή, κάθε Χριστούγεννα, έστηνε παγίδες σε καλικατζάρους και καλικαντζαράκια. Το όνομα της ήταν γνωστό και στον πάνω αλλά και στον κάτω κόσμο. Ο αρχηγός των καλικατζάρων μάλιστα, είχε γεμίσει με αφίσες της, όλες τις σπηλιές και τις σήραγγες του κάτω κόσμου. Μέχρι και στο δέντρο της γης είχε κολλήσει την φωτογραφία της, προκειμένου οι καλικάτζαροι να την αναγνωρίζουν και να την αποφεύγουν. Όλα αυτά όμως συνέβαιναν πριν από πολλά πολλά χρόνια. Τότε που δεν υπήρχαν τόσο μεγάλες πόλεις. Τότε που τα δάση ήταν περισσότερα και τα χωριά τα διέτρεχαν μόνον καλντερίμια. Τότε που οι μετακινήσεις γίνονταν με άλογα και ο κόσμος περπατούσε με τα πόδια. Μόλις ο «πολιτισμός» άρχισε να καταβροχθίζει την φύση, άρχισαν να μειώνονται και οι εμφανίσεις των καλικατζάρων.
«Είναι μια ακόμη μεγάλη επιτυχία των επιτευγμάτων της εξέλιξης και του πολιτισμού» περηφανεύονταν ο δήμαρχος του χωριού. «Με τις κατασκευές μας, εξαφανίσαμε τα δαιμόνια και τους καλικατζάρους» διατείνονταν ο πρωθυπουργός της χώρας και όλες οι προοδευτικές δυνάμεις του κράτους αλληλοσυγχαίρονταν για την μεγάλή επιτυχία. Η γιαγιά Μαρούλα όμως, ήξερε ότι οι καλικάτζαροι δεν επρόκειτο να εξαφανιστούν από τη γη αν δεν ολοκλήρωναν πρώτα το απαίσιο έργο τους. Την καταστροφή δηλαδή της γης, αφού είναι γνωστό σε όλους, ότι οι καλικάτζαροι ζουν στον κάτω κόσμο και όλο το χρόνο έχουν ως μοναδικό τους μέλημα, να ροκανίζουν το δέντρο της γης, προκειμένου να το κόψουν. Μόνον τα Χριστούγεννα ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο, για να πειράξουν τους ανθρώπους και να μαγαρίσουν τα φαγητά που μαγειρεύουν για τις γιορτές. Τότε, το δέντρο της γης θρέφει και πάλι και έτσι οι καλικάτζαροι, είναι υποχρεωμένοι να αρχίσουν από την αρχή το μοχθηρό έργο τους. Η γιαγιά Μαρούλα όμως, γνωρίζει πόσο επίμονα δαιμόνια είναι και γι αυτό κάθε Χριστούγεννα, παρά την αιφνίδια εξαφάνιση τους, συνεχίζει να στήνει τις παγίδες της, περιμένοντας να πιάσει κάποιον καλικάτζαρο προκειμένου να μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί.
Φέτος, έφτιαξε περισσότερα τηγανόψωμα και στον φούρνο με τα μελομακάρονα, έχει βάλει έναν ανεμιστήρα, ώστε η μυρωδιά να φτάνει ακόμη πιο μακριά. Βαθιά μέσα στο δάσος.
Το ρολόι του τοίχου χτύπησε μεσάνυχτα και από την κουζίνα ακούστηκε το παράθυρο να τρίζει. Κρύος ιδρώτας διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Σταμάτησε απότομα να κουνά την πολυθρόνας της. Για λίγα λεπτά δεν ακούγονταν τίποτε. Ούτε καν η αναπνοή της. Σηκώθηκε προσεκτικά από την θέση της και πλησίασε την πόρτα της κουζίνας. Στάθηκε από έξω και αφουγκράστηκε. Κάποιος έτρωγε με λαιμαργία τα τηγανόψωμα και μούγκριζε από ευχαρίστηση καθώς τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους και τριβόντουσαν. Σήκωσε το χέρι της και έπιασε μια λαβή που βρίσκονταν στα δεξιά της πόρτας. Την τράβηξε με δύναμη και το παράθυρο της κουζίνας έκλεισε με θόρυβο. Όρμηξε μέσα και άναψε το φως. Ένας μικροκαμωμένος αλλά καλοντυμένος μελαψός άνδρας, καθόταν στο τραπέζι και καταβρόχθιζε τα τηγανόψωμα. Το κουστούμι του ήταν πανάκριβο, αλλά είχε γεμίσει πλέον με ψίχουλα και μέλια. Τα μέχρι πριν από λίγο καλοχτενισμένα του μαλλιά είχαν ανακατευθεί ενώ τα δάκτυλα των ποδιών του, μαύρα με νύχια και με τρίχες είχαν σκίσει τα ακριβά παπούτσια του και καρφώνονταν στο ξύλινο πάτωμα.
«Βρε βρε! καλώς τονα κι ας άργησε» είπε η γιαγιά Μαρούλα, σφίγγοντας στο χέρι της ένα μεγάλο πλάστη. «Σας παρακαλώ κυρία μου μην εξάπτεστε δεν είναι αυτό που νομίζετε» είπε ο μικρόσωμος άνδρας και βάλθηκε να σκουπίζει τα χέρια του στο τραπεζομάντιλο. Τράβηξε τα πόδια του κάτω από το τραπέζι ώστε να κρύψει τα νύχια και τα δάκτυλα που προεξείχαν και πήρε ένα μπλαζέ υπεροπτικό ύφος. «Λέγομαι Φιλώτας Αρχικάντζαρος και είμαι σύμβουλος προόδου και εξέλιξης, σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες χρηματοδότησης νέων επιχειρηματιών. Βρίσκομαι στο χωριό σας, προκειμένου να προσφέρω στους νέους της περιοχής, χρηματοδότηση, ώστε να αναπτύξουν νέες δραστηριότητες και να εξελιχθούν επιχειρηματικά. Να κατασκευάσουν εργοστάσια, βιοτεχνίες, δρόμους κτίρια και πλατείες με καφετέριες, εστιατόρια και άλλα πολλά. Εκεί θα υπάρχουν βέβαια και μερικά περβάζια με πράσινο, αφού στηρίζουμε την οικολογία, στα οποία φυσικά τα παιδιά θα απαγορεύεται να πατάνε και να παίζουν προκειμένου να διαφυλάξουμε την φύση για τις επερχόμενες γενιές» είπε με στόμφο ο Φιλώτας Αρχικάντζαρος.
«Τα λες πολύ καλά» του είπε η γιαγιά Μαρούλα, πιάνοντας τον από τον ώμο και σπρώχνοντας τον για να καθίσει και πάλι στο τραπέζι. «Δεν είδα όμως να τρως μελομακάρονα. Ούτε φοινίκια. Δεν άγγιξες ούτε τον μπακλαβά, ενώ οι κουραμπιέδες μου είναι άθικτοι. Α! όλα κι όλα. Θα σε μαλώσω. Δεν μπορεί να έρθει στο σπίτι μου ένας τόσο λογικός και προοδευτικός άνθρωπος και να μην δοκιμάσει όλα τα γλυκά μου» συμπλήρωσε επιτακτικά και έσπρωξε μπροστά στον «σύμβουλο προόδου και εξέλιξης» όλα τα πιάτα. Τα μάτια του γυάλισαν, ενώ τα νύχια του βγήκαν και πάλι έξω από τα παπούτσια. Άρχισε να τρώει με λαιμαργία, ενώ η γιαγιά Μαρούλα τον κοιτούσε εξεταστικά. Κάτι της θύμιζε, αλλά δεν ήξερε τι. Τον είχε δει στην τηλεόραση; Εκεί που κουστουμαρισμένοι «σοφοί» δίνουν λύσεις για όλους και για όλα; Ήταν γείτονας της; Τον είχε δει σε κάποια εφημερίδα; Δεν μπορούσε να καταλάβει, μέχρι που πρόσεξε τα νύχια των ποδιών του που είχαν βγει έξω από τα παπούτσια.
Μα βέβαια, αυτός ήταν. Ο αρχηγός των καλικατζάρων. Τον είχε συναντήσει πολλές φορές στο παρελθόν, όταν έστηνε παγίδες μέσα στο δάσος και γύρω γύρω από το χωριό. Δεν είχε καταφέρει ποτέ να τον πιάσει, επειδή ήταν γρήγορος και πονηρός, ενώ το προστάτευαν και όλοι οι σύντροφοι του. Το μυστήριο με την εξαφάνιση αυτών των μικρών δαιμόνων, είχε αρχίσει να ξεκαθαρίζει. Χρειαζόταν όμως μια μαρτυρία για να είναι σίγουρη. «Συνεχίστε να τρώτε κύριε Φιλώτα μου» είπε η γιαγιά. «Εγώ πάω να φέρω μερικά ξερά σύκα που έχω με καρύδια και επιστρέφω».
Έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο της. Πήρε τον μεγάλο σταυρό από το εικονοστάσι και ένα παγουράκι με αγίασμα. Επέστρεψε στην κουζίνα, και σφάλισε την πόρτα πίσω της. «Λοιπόν κύριε Φιλώτα τι άλλα νέα;» ρώτησε η γιαγιά κρύβοντας πίσω από την πλάτη της τον σταυρό και το αγίασμα. «Τίποτα σημαντικό» γρύλισε εκείνος που είχε «μεθύσει» από τα γλυκά και τις λιχουδιές.
«Μήπως έχετε ακούσει κύριε Φιλώτα μου για τον θρύλο των καλικατζάρων;» συνέχισε η γιαγιά Μαρούλα πλησιάζοντας το δαιμόνιο. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε με τα μάτια του που είχαν γίνει πλέον κόκκινα και στρογγυλά. «Φυσικά και έχω ακούσει, όπως έχεις ακούσει και εσύ γιαγιά Μαρούλα» γρύλισε και σηκώθηκε όρθιος. Δεν ήταν πλέον ο καλοντυμένος μελαψός ανθρωπάκος. Ήταν ο αρχηγός των καλικατζάρων και είχε πάρει την πραγματική αποκρουστική μορφή του. «Άσε με να φύγω γριά γιατί έχω πολλά να κάνω ακόμη» της φώναξε και συνέχισε: «Πόσο χαζοί ήμασταν τόσα χρόνια. Ροκανίζαμε το δέντρο της γης για να σας καταστρέψουμε, όμως δεν τα καταφέρναμε. Τελικά προβληματιστήκαμε και σκεφτήκαμε. Σας μελετήσαμε και αποφασίσαμε να αλλάξουμε τρόπο δράσης. Όπως όλα δείχνουν αυτή τη στιγμή, κάναμε την καλύτερη επιλογή. Το δέντρο της ζωής βρίσκεται ακόμη στον κάτω κόσμο και μέχρι τώρα, έχει γίνει θεόρατο. Δεν μας ενδιαφέρει όμως αυτό. Μπορούμε να καταστρέψουμε πολύ πιο εύκολα τη γη ζώντας εδώ ανάμεσα σας στον επάνω κόσμο. Δεν έχουμε παρά να εκμεταλλευτούμε τις ατέλειες και τις αδυναμίες σας. Δεν έχουμε παρά να βαφτίσουμε «πρόοδο» την καταστροφή των δασών. Δεν έχουμε παρά να βαφτίσουμε «ευημερία» τις νέες θέσεις εργασίας που δίνουν τα μεγάλα εργοστάσια. Το μόνο εμπόδιο που έχουμε, είναι τα παιδιά. Τους μεγάλους, τους καταφέρνουμε. Είτε με τεχνητές ανάγκες που τους δημιουργούμε, είτε με φοβίες που τους εμφυτεύουμε τους κρατάμε υπόδουλους. Τα παιδιά όμως, όσες τσιμεντένιες πλατείες και να τους φτιάξεις, εκείνα πηγαίνουνε στα χόρτα και τα λουλούδια. Όσα παιχνίδια και να τους δώσεις, εκείνα προτιμούν να σκαρφαλώσουν σε ένα δέντρο. Να μυρίσουν ένα λουλούδι και να εξερευνήσουν τα μυστικά της φύσης. Γελάνε όταν βλέπουν μια πεταλούδα να πετά και κατσουφιάζουν όταν ένα κτίριο τους κρύβει τη θέα από τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό. Χαίρονται στη θέα ενός αδέσποτου και τρομάζουν όταν ένα αυτοκίνητο περνά με ταχύτητα από πλάι τους. Δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να καθοδηγήσουμε τα δικά τους «θέλω» και «πρέπει». Μόλις το πετύχουμε και αυτό, η γη θα φτάνει στο τέλος της» ολοκλήρωσε ο αρχηγός των καλικατζάρων και ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο. Ξαφνικά, τα άσπρα μυτερά του δόντια άστραψαν. Τα μάτια του πέταξαν σπίθες και τέντωσε τα βρώμικα τριχωτά χέρια του με τα μακριά νύχια για να προστατέψει το πρόσωπο του. Η γιαγιά Μαρούλα με τον σταυρό στο ένα χέρι και τον αγιασμό στο άλλο τον έρανε λέγοντας την προσευχή της. Ο αρχηγός των καλικατζάρων τσίριξε και έπεσε στο πάτωμα. Σε λίγα λεπτά, είχε εξαφανιστεί μέσα σε ένα σύννεφο καπνού.
Η γιαγιά Μαρούλα πλέον ήξερε. Ήξερε γιατί οι ιστορίες και οι παραδόσεις για τους καλικατζάρους είχαν ξεφτίσει. Ήξερε γιατί τα δαιμόνια είχαν πλέον εξαφανιστεί. Δεν τα εξαφάνισε η «πρόοδος» και ο «πολιτισμός». Οι καλικάτζαροι ήταν πίσω από την «εξέλιξη» με τις τσιμεντένιες πόλεις. Πίσω από την «πρόοδο» με τα ρυπογόνα εργοστάσια. Πίσω από την εικόνα της «επιτυχίας» με την κατανάλωση τόσων και τόσων άχρηστων προϊόντων. Ο αρχηγός των καλικατζάρων, άθελα του είχε δώσει τη λύση στο πρόβλημα. Η λύση ήταν τα παιδιά. Αυτά δεν έπρεπε να αλλάξουν. Τα παιδιά έπρεπε να ηγηθούν της αντίστασης. Μόνον τότε οι καλικάτζαροι θα επέστρεφαν στον κάτω κόσμο. Η γιαγιά Μαρούλα, από τότε έπαψε να στήνει παγίδες για καλικατζάρους. Άρχισε να περιοδεύει τον κόσμο και να διηγείται αυτή την ιστορία στα παιδιά. Και έβλεπε με μεγάλη χαρά τα χαμόγελα στα πρόσωπα τους όταν τους έλεγε ότι κάνουν πολύ καλά που πατάνε το πράσινο στις πλατείες. Ότι κάνουν πολύ καλά να σκαρφαλώνουν στα δέντρα και να μυρίζουν τα λουλούδια. «Τα πάρκα και οι πλατείες δεν είναι μουσεία για να βλέπετε ως εκθέματα το πράσινο, τα φυτά και τα λουλούδια. Είναι μέρη που φτιάχτηκαν για να τα ζείτε. Πείτε «όχι» στους καλικάτζαρους του καθωσπρεπισμού. Τρέξτε στο χορτάρι και παίξτε στις πρασινάδες. Μόνον έτσι θα διώξουμε τους καλικατζάρους και πάλι στον κάτω κόσμο. Και μόλις πάνε εκεί, γνωρίζω πολύ καλά τι θα τους κάνω» συνήθιζε να τους λέει κλείνοντας το μάτι της με νόημα. Και όσο τα παιδιά συνέχισαν να ζουν πλάι στη φύση, ζούσαμε εμείς καλά και αυτά καλύτερα.