«Η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι εξειδίκευση της αρχής της ελευθερίας του ανθρώπου. Κατά τούτο δεν είναι αρχή που προσδιορίζεται από νομικούς κανόνες αλλά αρχή που προσδιορίζει τους νομικούς κανόνες, εφόσον θέλουν να είναι κανόνες δικαίου. Ακριβώς όπως το αίτιο προσδιορίζει το αιτιατό.
Η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας όμως συνίσταται και σε κάτι άλλο: είναι η εννοιολογική και υπαρξιακή προϋπόθεση της διδασκαλίας και της έρευνας. Οι δύο αυτές, αναγκαίες για τη ζωή της πολιτείας, διαδικασίες νοούνται μόνο σε συνάρτηση με την αναγωγή της πνευματικής ύπαρξης του ανθρώπου σε κάτι το α υ τ ό ν ο μ ο μέσα στην πολιτεία, σε κάτι το ασυμβίβαστο προς τον ολοκληρωτισμό. Από την ώρα που η εξουσία θέλει, θετικά ή αρνητικά, να προσδιορίσει το αποτέλεσμα της ανθρώπινης σκέψης και επομένως να επηρεάσει το περιεχόμενο της έρευνας και της διδασκαλίας, έτσι ώστε οι κοινωνικοπολιτικές τους επιπτώσεις να είναι στα δικά της «μέτρα», αυτό που μένει δεν έχει πια πολλή σχέση με την έρευνα και τη διδασκαλίαꞏ αποτελεί έναν, άμεσα ή έμμεσα από την εξουσία επιζητούμενο ισχυρισμόꞏ καταντά υποχρεωτικό σύνθημα».
Με αυτά τα λόγια σχολίαζε τον Μάρτιο του 1973, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού η Συνέχεια, o Δημήτρης Θ. Τσάτσος τις πρόσφατες διεκδικήσεις των φοιτητών για ανεξαρτησία των πανεπιστημίων από τη Χούντα και το μακρύ της χέρι στα ιδρύματα. Ένα μακρύ χέρι που δρούσε είτε με τη μορφή των χαφιέδων του “Σπουδαστικού” της Ασφάλειας, είτε με την επιβολή ως καθηγητών των “δικών της παιδιών” και τον αποκλεισμό από τη διδασκαλία όσων ήταν αντίθετοί της. Ο ίδιος ο Τσάτσος, ήδη διδάσκων Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, και εκλεγμένος υφηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1968, αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του στην Ελλάδα, καθώς του έχει απαγορευτεί η διδασκαλία από το καθεστώς. Είναι μάλιστα τον Μάρτιο του 1973, έπειτα από τη δημοσίευση της παραπάνω παρέμβασής του στη Συνέχεια, που θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί από τη Χούντα ως την αμνηστία του Παπαδόπουλου στο τέλος του καλοκαιριού του ίδιου έτους.
Στο πλαίσιο των αντιδράσεων για το νέο, πρωτοφανές στη μεταδικτατορική ιστορία, νομοσχέδιο για την παιδεία και την «Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας» που κατατέθηκε από τους Χρυσοχοϊδη-Κεραμέως επισημάνθηκε η αντισυνταγματικότητα της διάταξης που ορίζει το νέο σώμα αστυνόμευσης των πανεπιστημίων (ΟΠΠΙ –Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων) ως υπαγόμενο στην ΕΛΑΣ. Πράγματι, η ύπαρξη ενός τέτοιου σώματος αντίκειται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των ελληνικών πανεπιστημίων. Μία άλλη διάταξη όμως του προτεινόμενου νομοσχεδίου έρχεται όπως φαίνεται να καταργήσει όχι μόνο το αυτοδιοίκητο, αλλά και αυτό που ο Τσάτσος όριζε πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια ως «εννοιολογική και υπαρξιακή προϋπόθεση της διδασκαλίας και της έρευνας»: την ίδια την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Πρόκειται για την ίδρυση ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Φοιτητών το οποίο θα προβαίνει σε ανακριτικές πράξεις, δηλαδή σε αυτοψία, εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμοσύνη και εξέταση του διωκόμενου. Έπειτα θα απονέμονται οι πειθαρχικές ποινές, οι οποίες φτάνουν μέχρι την οριστική διαγραφή του «διωκόμενου» φοιτητή. Ως παραπτώματα ορίζονται μεταξύ άλλων η εκούσια παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας των ιδρυμάτων, η χρήση των ανοιχτών ή στεγασμένων χώρων των ιδρυμάτων χωρίς άδεια, η χρήση των χώρων των ιδρυμάτων για σκοπούς «που δεν συνάδουν με την αποστολή τους», αλλά και η «ηχορύπανση».
Είναι σαφές πως η πανεπιστημιακή κοινότητα καλείται να αποδεχθεί μια ακαδημαϊκή ελευθερία στα μέτρα της εξουσίας. Μια ακαδημαϊκή ελευθερία σώφρονα και πράα, εκτός των συγκρούσεων που μαίνονται στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Μια ακαδημαϊκή ελευθερία κλεισμένη στην περίμετρο του campus η οποία δεν μπορεί να βγει από αυτό και να γονιμοποιήσει την πολιτική και πολιτισμική ζωή, αλλά ούτε μπορεί να δεχθεί εντός της περιμέτρου της κανέναν «εξωπανεπιστημιακό». Μέσα σε μια τέτοια προοπτική, οι «κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις» της έρευνας και της διδασκαλίας στις οποίες αναφέρεται ο Τσάτσος, καταργούνται a priori, καθώς επιβάλλεται ένα συμπαγές τείχος απέναντι στην ακαδημαϊκή και την κοινωνική ζωή, ενώ τα μέλη των ιδρυμάτων καλούνται να αφήνουν πίσω τους το κοινωνικό και πολιτικό φορτίο της ύπαρξής τους άμα τη εμφανίσει τους στην είσοδο της σχολής.
Τα αποτελέσματα αυτών των αντικοινωνικών και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων στο αυστηρά επιστημονικό και ερευνητικό πεδίο δεν είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Δεν έχει κανείς παρά να συγκρίνει το επιστημονικό και ερευνητικό έργο των ελληνικών ιδρυμάτων κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της ανάπηρης δημοκρατίας, με τα αντίστοιχα επιτεύγματά τους από την περίοδο της Μεταπολίτευσης (και της συνολικής αλλαγής του νομικού πλαισίου λειτουργίας τους) και εξής. Η αντιδημοκρατικότητα και η διαρκής υπονόμευση της ακαδημαϊκής ελευθερίας υπέσκαπτε το ίδιο το ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο σε όλα τα πεδία και σε όλους τους τομείς. Από τη θεολογία και τη φιλοσοφία, ως τις φυσικές επιστήμες και τη μηχανική. Το ίδιο πρόκειται να συμβεί και σήμερα αν το πρωτοφανές αυτό νομοσχέδιο ψηφισθεί και εφαρμοστεί – στέλνοντας ευχάριστες ειδήσεις στους αποδεδειγμένα ως τώρα “εντιμότατους φίλους” της Υπουργού: τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στο νομοσχέδιο για την «Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας» βρίσκεται ακριβώς η πλήρης αντιστροφή της έννοιας και της λειτουργίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας όπως αυτή προβάλλεται από τον μεγάλο Έλληνα συνταγματολόγο στο ιστορικό κείμενό του που παραθέσαμε στην αρχή. Στο προτεινόμενο κείμενο των Χρυσοχοϊδη-Κεραμέως δεν είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία η βάση προσδιορισμού των νομικών κανόνων, αλλά οι νομικοί κανόνες αυτοί που ελέγχουν, μετατρέπουν και προσδιορίζουν την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου. Για αυτόν ακριβώς το λόγο όμως, αυτοί οι ίδιοι δεν αποτελούν πλέον κανόνες δικαίου. Γιατί όταν η εξουσία κρατάει το δίκαιο για τον εαυτό της και αποπέμπει την κοινωνία, η Πολιτεία, οριζόμενη ως «λειτουργική συνένωση», ως «αρμονία δικαίου και κοινωνίας» παύει να υπάρχει.