Το κίνημα του φεμινισμού υπήρξε καταλύτης για πολλά θετικά αποτελέσματα στη χειραφέτηση και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών, για την ανατροπή της δεσπόζουσας εικόνας της γυναίκας στην κοινωνική συνείδηση. Εν τούτοις ορισμένες φορές η φανατική προσήλωση των ζηλωτών του στη δικαίωση των αιτημάτων τους φέρνει αντίθετα αποτελέσματα, ακυρώνοντας ή εμποδίζοντας παράλληλες δράσεις που συνοδοιπορούν στις κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις και οι οποίες θα ήσαν ευεργετικές και για το δικό τους σκοπό. Τρανταχτό παράδειγμα ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι φεμινίστριες μέλη της σημαντικής ιταλικής ελευθεριακής οργάνωσης (και μόλις μετασχηματισμένης σε κόμμα) Lotta Continua (Διαρκής Πάλη) στη διάλυσή της, μετά την επεισοδιακή διαδήλωση στις 6 Δεκεμβρίου 1975 για τις αμβλώσεις.
Εκείνη την ημέρα είχε προγραμματισθεί η πρώτη μεγάλη διαδήλωση των γυναικών σε όλη την Ιταλία για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Οι συμφωνίες ήταν σαφείς: χωρίς πανώ οργανώσεων, οι άντρες σύντροφοι στο τέλος της πομπής, οι ομάδες ασφαλείας θα αποτελούνται αποκλειστικά και μόνο από γυναίκες. Όμως τούτος ο διακανονισμός δεν ικανοποιεί όλους μέσα στη Lotta Continua στη Ρώμη. Ένα σημαντικό στέλεχος της οργάνωσης, που βρίσκεται στους δρόμους τις τελευταίες 15 ημέρες αδιάκοπα, μετά τον θάνατο του Πιέτρο Μπρούνο σε επεισόδιο βίας (που εν μέρει οφείλεται και σε τακτικό λάθος των ομάδων ασφαλείας της LC), συνεχίζει την κινητοποίηση των μαθητών κατά της κυβέρνησης.
Έτσι, στην Piazza Cavour, απέναντι στην πορεία των γυναικών παρατάσσεται μία “ανταγωνιστική” πομπή της αυτονομίας. Προπομπός ένα πανώ από το τμήμα Cinecittà της Lotta Continua, ακολουθούν σύντροφοι της οργάνωσης και από τα δύο φύλα κι επιχειρούν να ενωθούν με το σώμα της διαδήλωσης των φεμινιστριών. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρξει έντονη αντίδραση από την πλευρά των φεμινιστριών, αλλά και των γυναικών της Lotta Continua, που συμμετείχαν και μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες με τις ακραιφνείς φεμινίστριες. Μία κλιμάκωση που σύμφωνα με το ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης Αντριάνο Σόφρι στην περίσταση αυτή τα στελέχη “αντικατέστησαν τη δράση με το συναίσθημα”.
Το επεισόδιο σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στη Lotta Continua και το φεμινιστικό κίνημα. Όμως εάν η “προβοκάτσια” στη διάρκεια της διαδήλωσης υπήρξε ο αποχρών λόγος, το πρώτο κινούν της ρήξης μπορεί να εντοπισθεί πιο βαθιά και αντανακλά όχι απλώς τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην κρατούσα γραμμή και τις φεμινίστριες, αλλά επίσης και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε η ίδια η οργάνωση αφότου αποφάσισε να μεταλλαχθεί σε κόμμα. Αδιέξοδα που αποτυπώθηκαν ανάγλυφα στο δεύτερο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι τον Νοέμβριο που είχε προηγηθεί και προοιωνίζονταν τη διάλυσή της, τόσο οργανωτικά, όσο και σε επίπεδο τακτικής και προγράμματος.
Στη Lotta Continua εξυπαρχής οι γυναίκες κατείχαν έναν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και στη συμμετοχή στις δράσεις. Όπως τονίζουν στις μαρτυρίες τους στο βιβλίο της Στεφανία Βόλι πολλές από τις γυναίκες που συμμετείχαν ενεργά στην οργάνωση, στη Lotta Continua το γυναικείο στοιχείο “ήταν η σπονδυλική στήλη” της οργάνωσης. Η παρουσία των γυναικών πλούτιζε ιδιαίτερα την εμπειρία στην πάλη σε μια βεντάλια από υπαρκτά μέτωπα πέραν του πολιτικού, όχι μόνον επειδή “άνοιγαν το θέμα του φεμινισμού”, αλλά κυρίως γιατί εγκαινίαζαν έναν διάλογο και μία νέα προσέγγιση στο εσωτερικό της ίδιας της οργάνωσης, καθώς έθεταν επί τάπητος στην ίδια καθαυτή την υπόστασή της το πρόβλημα των σχέσεων ανδρών-γυναικών και του αρσενικού αποτυπώματός της, που ίσως επηρεάστηκε από τον αρχικά έντονα εργατικό χαρακτήρα και το πλέγμα των συμπεριφορών των μελών της.
Η ενεργός στάση της οργάνωσης στο ιστορικό δημοψήφισμα του 1974 για το διαζύγιο είναι ενδεικτική για το πόσο η Lotta Continua επιζητούσε να διαφορίσει την κοινωνική πάλη από τις συνδικαλιστικές και μισθολογικές διεκδικήσεις. Εκείνες οι γυναίκες κάθε ηλικίας και κοινωνικού υπόβαθρου βίωναν με το σώμα, το μυαλό, τα συναισθήματα (ενθουσιασμούς και φόβους, τόλμη και συστολή) και τις ελπίδες για μία αλλαγή, όχι μόνον στην πολιτική, αλλά κυρίως στην καθημερινή ζωή και στον τρόπο που γίνονταν αντιληπτές στην κοινωνία. Μία κοινωνία που μολονότι στις προηγούμενες δύο δεκαετίες είχε εκτοξευθεί σε καλύτερες σφαίρες διαβίωσης, ταυτόχρονα δεν είχε αποδιώξει από το συλλογικό της ασυνείδητο εκείνα τα στερεότυπα και τις συμπεριφορές που ανήκαν σε άλλους καιρούς, που ενώ σχεδίαζε ένα λαμπερό μέλλον (ή τουλάχιστον τούτο επαγγελόταν δημοσία) στεκόταν ωστόσο εφεκτική στην αναθεώρηση των ηθικών κανόνων που δεν συμβάδιζαν με τους καλπάζοντες προγραμματισμούς του μέλλοντος αυτού.
Ο ξεσηκωμός των γυναικών είχε την εποχή εκείνη για τις περισσότερες μία διπλή σημασία: την πάλη απέναντι στην πολιτική εξουσία και τον αγώνα κατά των αταβισμών και των καταλοίπων της πατριαρχικής εξουσίας: μία διμέτωπη πάλη απέναντι σε δύο αυταρχισμούς, τον πολιτικό και τον κοινωνικο-οικογενειακό.
Ίσως ετούτο το σχίσμα ανάμεσα στην πολιτική στράτευση και τη ριζοσπαστικοποίηση της ταυτότητας της γυναίκας, να οδήγησε σε διλημματική στάση πολλές από αυτές. Η πίεση ανάμεσα στην σύμπλευση με την γραμμή για τον φεμινισμό που έχει το κόμμα ή η οργάνωση και την αυτοτελή, ριζοσπαστική, διάσταση του “καθαρού και μαχητικού” φεμινισμού και ίσως η γεφύρωτη τούτη αναντιστοιχία ανάμεσα στις δύο τούτες αντιλήψεις για τον ρόλο και τα δικαιώματα της γυναίκας (είναι πολιτικά ή είναι αυτόνομα υποκείμενα;) ενδεχομένως στάθηκε η θερμοδυναμική ενέργεια που οδήγησε στην ενδόρρηξη και της Lotta Continua.
H Lotta Continua υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές σε εκείνη τη μετάθεση του κέντρου του αγώνα από το κομματικό στο κοινωνικό υποκείμενο, ήταν μία από τις οργανώσεις που κατόρθωσε να μετουσιώσει στην πλουσιότερη ίσως και πιο πρωτότυπη εμπειρία την ακτιβιστική προκλητικότητα του ιταλικού εξωκοινοβουλευτισμού, όπως ξεπήδησε από τα γεγονότα που σημάδεψαν το ‘68. Εκείνη η κοινωνικο-πολιτική εξέγερση, που έμελλε να χαρακτηρισθεί ως το “παρατεταμένο Ιταλικό ‘68”, εκφράσθηκε σε μέγιστο βαθμό από τη δράση των αυτόνομων κινημάτων, που ανέτρεψαν τη συμβατική και ιδεολογικά διπολική αντιπαράθεση των κομμάτων στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό και τη μετέθεσαν στην ανάδειξη και ενεργοποιηση των διαφορισμένων και διαφορετικών κοινωνικών “υποκειμένων”, όπως το γυναικείο, που ξεπερνούν τους καθορισμένους τους ρόλους και καταφέρονται ενάντια στις μορφές και τους φορείς της κάθε λογής ηγεμονίας.
Η πρωτοτυπία της δράσης της, η ικανότητα των μελών της να βιώνουν στο έπακρο το κίνημα, η μεγάλη κοινωνικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση των μαχητικών στελεχών της, τόσο στις μητροπολιτικές περιοχές, έξω από τα εργοστάσια, αλλά και στην πραγματικότητα της επαρχίας, σε πλούσιο Βορρά και φτωχό Νότο, η δυνατότητα να παράγει “μορφές ζωής”, ήσαν μόνο μερικά από εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήρισαν την εμπειρία της Lotta Continua και που της επέτρεψαν όχι μόνο να γίνει ένας από τους μακροβιότερους σχηματισμούς της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και ακόμη μετά τη διάλυσή της να αποτελεί σημείο αναφοράς. Ενδεικτικά μπορούμε να τονίσουμε πως η ομώνυμη εφημερίδα της και όργανό της, συνέχισε να εκδίδεται και μετά το τέλος της οργάνωσης Lotta Continua το 1976 και ίσαμε το 1982.
Η ειρωνεία είναι πως η Lotta Continua διαλύθηκε μάλιστα τη στιγμή που πάσχιζε να μετασχηματισθεί από ένα πολυσπερματικό κίνημα σε ένα πολυσυλλεκτικό κι οργανωμένο κόμμα, που θα δώσει φωνή και έκφραση σε έναν αστερισμό από κοινωνικές ομάδες και υποκείμενα, που δεν κατορθώνουν να ταυτισθούν ή να εκπροσωπηθεί η ταυτότητά τους από άλλους σχηματισμούς στο Κοινοβούλιο ή εκτός. Εάν την ιστορία της Lotta Continua εγκαινίασε η εργατική πάλη και το κίνημα του ‘68, που άνοιξε τον Κουτί της Πανδώρας των διεκδικήσεων και σε ταυτοτικό επίπεδο, ο φεμινισμός ήταν εκείνος που ως απόληξη εκείνης της απελευθέρωσης των φυσικών δυνάμεων των κοινωνικών τάξεων, που τόσο υπερασπίσθηκε η οργάνωση, έβαλε την ίδια της την ταφόπλακα και μάλιστα με πολύ δραματικό και ακραίο τρόπο. Σαν έναν πικρό και μνησίκακο χωρισμό ενός άνδρα και μιας γυναίκας και μάλιστα δι’ ασήμαντον αφορμήν: επειδή κάποια άρρενα μέλη παράκουσαν την απαίτηση να συμμετέχουν μόνο γυναίκες στο συλλαλητήριο εκείνο.