Υποθέτω ότι το γαργαλιστικό ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει κανείς όταν γράφει αυτές τις μέρες και προφανώς επ’ αφορμής της καταγγελίας της Σοφίας Μπεκατώρου είναι: “με το θύμα ή με το θύτη;” Να κάνουμε ερωτήσεις επί των γεγονότων που μοιράστηκε μαζί μας η καταγγέλλουσα ή όχι; Έπρεπε να μιλήσει μετά από είκοσι χρόνια ή όχι; Τι θα κάνουμε με την “κουλτούρα βιασμού” της ελληνικής κοινωνίας; Ας μας επιτρέψουν οι αναγνώστες να μιλήσουμε για αυτά στο τέλος.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: βιασμοί και σεξουαλικές παρενοχλήσεις γίνονται και στην Ελλάδα.
Και ναι, λείπει και από την Ελλάδα, το πλαίσιο εκείνο, που με την αναγκαία αποτελεσματικότητα να επιτρέπει την έγκαιρη καταγγελία και απονομή δικαιοσύνης τόσο εν γένει για τον βιασμό, όσο και ειδικότερα για βιασμούς και σεξουαλικές παρενοχλήσεις που ενεργούνται σε χώρους με σχέσεις εξουσίας. Ακόμα χειρότερα, λείπει ο μηχανισμός ελέγχου σε ιδιαιτέρως ευάλωτους πληθυσμούς: πληθυσμοί σε κίνηση, θύματα trafficking κτλ.
Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά άλλωστε, σε ένα κράτος με εδραιωμένες σχέσεις αυθαιρεσίας, που ακόμα (και κατεξοχήν) σήμερα, για παράδειγμα και χαρακτηριστικά, ο εργαζόμενος κατά βάση διστάζει να καταγγείλει το αφεντικό του για όποια παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, το μεγάλο έγκλημα, των λευκών κολλάρων, ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, ξένες πρεσβείες κάνουν κουμάντο και η δικαιοσύνη αποδεικνύεται συχνά επιλεκτική;
Μάλιστα, παρότι κάθε επιμέρους ζήτημα από τα παραπάνω διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά, η αυθαιρεσία της εξουσίας και τα κλειστά συστήματα πρέπει να κατανοούνται στη συνολικότητά τους, αν κάποιος θέλει να τα ανατρέψει.
Ενώ λοιπόν εύκολα θα συμφωνήσουμε στην επί της αρχής έλλειψη επαρκούς υποστηρικτικού πλαισίου, αν και όχι στην ολοκληρωτική έλλειψη, το γιατί ελλείπει αποτελεί ζήτημα μεγάλης σημασίας. Δεν είναι το νομικό πλαίσιο περί της τυποποίησης του βιασμού και της σεξουαλικής παρενόχλησης που λείπει, ούτε οι ποινές.
Αντιθέτως, το νομικό πλαίσιο ήταν σαφές και πριν την τελευταία αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, η οποία νομοτεχνικά και επομένως και σε ό,τι αφορά την απονομή δικαιοσύνης εισήγαγε μια διακηρυκτικού τύπου, ασαφή διάταξη, η οποία είτε θα μένει ανεφάρμοστη, είτε θα επιτρέπει δίκες με υπόρρητη ανατροπή του τεκμηρίου αθωότητας.
(Αναφερόμαστε στην παράγραφο η οποία αφού τυποποιείται το έγκλημα του βιασμού μιλά για την έλλειψη συναίνεσης κατά τη σεξουαλική πράξη, χωρίς να προβαίνει σε ενδεικτική έστω απαρίθμηση του πώς αυτή θα αποδεικνύεται).
Η απαίτηση για διαρκώς αυστηρότερες ποινές και για ακόμα μεγαλύτερη εισπήδηση της κρατικής ρύθμισης στον ενδότερο πυρήνα της ιδιωτικότητας των ανθρώπων, πέρα από έλλειψη αντίληψης για το τι πραγματικά χρειαζόμαστε οδηγεί εν τέλει σε ένα βιοπολιτικό πανοπτικό (που έρχεται με μέσο τη μοντέρνα τεχνολογία) και στην απομάγευση της προσωπικής ζωής.
Η άλλη λανθασμένη προσέγγιση είναι εκείνη που αναφέρεται σε κουλτούρα βιασμού της κοινωνίας, εν προκειμένω της ελληνικής. Κουλτούρα της όποιας κοινωνίας είναι το σύμπλεγμα (δυναμικό και μεταβαλλόμενο αναγκαστικά) των κυρίαρχων ιδεών, ανεπίσημων και τυποποιημένων πρακτικών, κανόνων κτλ. Το ποια είναι αυτή στην κάθε κοινωνία δεν μπορεί να συνάγεται από ό,τι διαισθανόμαστε αλλά από το πώς αποτυπώνεται το παραπάνω σύμπλεγμα. Τόσο το ποσοστό καταγγελλόμενων βιασμών στην Ελλάδα (από τα χαμηλότερα παγκοσμίως) όσο και το νομικό πλαίσιο, οι κοινωνικές τάσεις όπως αποτυπώνονται σε δημοσκοπήσεις, έρευνες κτλ., καθώς και οι διαδεδομένες κοινωνικές συμπεριφορές δεν αποδεικνύουν ότι στην Ελλάδα ο βιασμός είναι αποδεκτός. Τα κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να αποτυπώνονται και να αποδεικνύονται. Δεν μπορούν να εικάζονται.
Το να λέμε ότι επειδή λ.χ. λέγονται σεξιστικά αστεία ή ένα μέρος της κοινής γνώμης δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί μια γυναίκα που έχει κακοποιηθεί δεν μπορεί εύκολα να μιλήσει για ό,τι της έχει συμβεί ή για ποιο λόγο υπάρχει ζήτημα έμφυλης βίας, στην Ελλάδα επικρατεί κουλτούρα βιασμού ως τέτοια, είναι περίπου σα να υποστηρίζουμε ότι τα γιαούρτια σε έναν πολιτικό ή οι γραμμένοι τοίχοι της πολυκατοικίας του κ. Πορτοσάλτε οδηγούν στα καλάσνικοφ.
Η πραγματικότητα της αυθαιρεσίας που εκδηλώνεται και στο επίπεδο των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας δεν αποδεικνύει κουλτούρα βιασμού (ηγεμονικού φαινομένου δηλαδή) όπως η επίθεση στον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ δεν αποδεικνύει κουλτούρα ανομίας στα πανεπιστήμιά μας, τα εγκλήματα από αλλοδαπούς, μίσος για τους Έλληνες και τα ξενοφοβικά φαινόμενα, ρατσιστική κουλτούρα.
Η γενίκευση αυτή απλώς οδηγεί σε συσκότιση, σε εύκολα τσιτάτα, στην επέκταση του νέου βιοπολιτικού μοντέλου και σε άρνηση να καταπιαστούμε με την πραγματικότητα που είναι πολύ πιο απαιτητική.
Το ίδιο και η συζήτηση περί πατριαρχίας: ναι υπάρχουν φαινόμενα πατριαρχίας – όπως, για να μην παρεξηγούμαστε, υπάρχουν άνθρωποι που χωρίς να είναι βιαστές δικαιολογούν τον βιασμό υπό όρους. Έχει πάψει όμως να είναι η πατριαρχία κουλτούρα (υπό την έννοια του ηγεμονικού φαινομένου) γιατί όπως και ο Δημήτρης Μπελαντής αναλύει η πυρηνική οικογένεια έχει εν πολλοίς πάψει να είναι το κυρίαρχο υπόδειγμα και αυτό επειδή δεν το χρειάζεται ο καπιταλισμός στις αναπτυγμένες οικονομίες. Αντιθέτως, ο καπιταλισμός έχει βρει νέες αγορές και νέες ιδέες που τον ανανεώνουν χάρη στον φιλελεύθερο δικαιωματισμό, ενώ και ο έλεγχος της κοινωνικής συμπεριφοράς που συσχετίζεται με τον ερωτισμό δεν επιτυγχάνεται κατά βάση με την παραδοσιοκρατική πατριαρχία αλλά με τον μεταμοντέρνο ταυτοτισμό και τον νέο πουριτανισμό της πολιτικής ορθότητας και της “συμπεριληπτικότητας”. Ό,τι κάποτε ήταν επαναστατικό σε αυτόν τον τομέα, τώρα επιτηρεί τον εαυτό του και τους γύρω του. Σαφώς και επιζεί η πατριαρχία σε λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες – και στις δικές μας ως παρωχημένο και σταδιακά περιθωριοποιούμενο φαινόμενο.
Είναι λοιπόν άλλο πράγμα να εντοπίζεται κάτι και να το πολεμάς ως παράπλευρο φαινόμενο και τελείως διαφορετικό να το χρήζεις κουλτούρα της κοινωνίας σου, δηλαδή το κυρίαρχο ιδεο- πολιτιστικό φαινόμενο.
Αν τα παραπάνω είναι αλήθεια μπορούμε να εικάσουμε ότι πέρα από ζητήματα παιδείας σε κοινωνικό επίπεδο, εκπαίδευσης (ιδίως των εμπλεκομένων υπηρεσιών και λειτουργών) ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης χρειάζεται περισσότερος κοινωνικός έλεγχος και διαφάνεια των κάθε λογής ιεραρχικών συστημάτων: μεγαλύτερο ρόλο των αθλητών ως συλλογικοτήτων στις ομοσπονδίες, των φοιτητικών συλλόγων στα πανεπιστήμια, των εργατικών συνδικάτων στους χώρους εργασίας, μεγαλύτερη στήριξη της γυναίκας, του παιδιού και της οικογένειας από πλευράς υπηρεσιών και εισοδημάτων για παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων. Όλα εκείνα που πολεμά ο νεοφιλελευθερισμός και υποτιμά συχνά ο δικαιωματισμός, καταδικάζοντας συλλήβδην κοινωνίες. Όχι εντονότερη βιοπολιτική εξουσιαστικότητα.
Δίπλα δε, στο πραγματικό πρόβλημα του τι προκαλούν οι ανεξέλεγκτες, ιεραρχικές, εξουσιαστικές σχέσεις υπάρχει κάτι άλλο πολύ λιγότερο ρυθμισμένο και εξίσου σοβαρό, που αφορά τα ιδιωτικά ολιγοπώλια και τη διάχυτη εξουσιαστικότητα που καμώνεται την αντί-ιεραρχικότητα μάλιστα: είναι η κουλτούρα της πορνογραφίας (δεν αναφερόμαστε προφανώς στην παρακολούθηση πορνό ταινιών) δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του εκδικητικού κανιβαλισμού και της συγκινησικρατείας. Είναι εντυπωσιακή η συλλογική τύφλωση προοδευτικών κατά τα λοιπά ανθρώπων μπροστά στο φαινόμενο αυτό, το οποίο είναι πανίσχυρο, πιο ισχυρό από τις περισσότερες ιεραρχικές σχέσεις.
Διαισθάνομαι ήδη την οργή να φουντώνει: “Δηλαδή, πας να μας υπερασπιστείς τον βιαστή; Αυτό θεωρείς ότι είναι το μείζον από την καταγγελία Μπεκατώρου; Πας να μας πεις ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να μιλάνε μην τυχόν και διαπομπευθεί κάποιος; Θα γινόταν η καταγγελία αν κάτι δεν υπήρχε;”.
Θέλω πρώτα να θυμίσω ότι γράφω με αφορμή την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου και όχι για αυτήν την καταγγελία. Μάλιστα, προς τιμήν της, η καταγγέλλουσα δεν ονομάτισε δημοσίως τον φερόμενο ως δράστη. Αυτή ήταν η μία γενναία της πράξη. Η άλλη ότι μίλησε στον εισαγγελέα. Πήγε εκεί που πρέπει να απονέμεται δικαιοσύνη, όχι γιατί η δικαιοσύνη είναι όσο αποτελεσματική πρέπει, αλλά γιατί ο άλλος τρόπος είναι η αυτοδικία και η αντεκδίκηση. Η τρίτη ότι μίλησε για δικές της αναστολές, για το ότι δεν κατήγγειλε το γεγονός παλαιότερα, επιτρέποντας (στο βαθμό που της αναλογεί) σε έναν φερόμενο ως βιαστή να κυκλοφορεί ελεύθερος. Αυτή την τρίτη, γενναία παραδοχή της, οι διαπρύσιοι υπερασπιστές της για κάποιο λόγο αντί να την τιμούν ως μήνυμα προς όλα τα θύματα, τη θάβουν πολύ βολικά.
Η τέταρτη γενναία πράξη ήταν ότι μίλησε και δημοσίως για αυτό που κατήγγειλε, προκειμένου και άλλες γυναίκες να τολμήσουν να μιλήσουν. Χρειαζόμαστε θύματα που μιλούν προκειμένου το στίγμα να μειώνεται και να παίρνουν θάρρος και άλλα θύματα να κάνουν το ίδιο. Και χρειάζεται να στέλνουμε το μήνυμα ότι ακόμα και σε ένα όχι επαρκώς προστατευτικό πλαίσιο πρέπει οι γυναίκες να μιλούν εγκαίρως, ώστε να απονέμεται δικαιοσύνη. Το είπε και η ίδια η Μπεκατώρου άλλωστε. Η αλήθεια όσων κατήγγειλε θα διερευνηθεί.
Εδώ τελειώνουν ωστόσο οι γενναίες πράξεις της Σοφίας Μπεκατώρου και αρχίζουν οι διόλου γενναίες πράξεις των μέσων ενημέρωσης και των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που στο πλαίσιο της προαναφερθείσας κουλτούρας της πορνογραφίας και του κανιβαλισμού ανέλαβαν το έργο της συστηματικής και ανελέητης διαπόμπευσης.
Ας υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι βιαστής: θεωρούμε σκόπιμο να εντάξουμε στην ποινική του αντιμετώπιση, την δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, διαπόμπευση; Προσοχή στην απάντηση, γιατί ό,τι απαντούμε για αυτόν, αύριο θα προβληθεί σε ένα κατηγορούμενο ή και ένοχο με τον οποίο θα νιώθουμε μεγαλύτερη συμπάθεια. Και όπως τώρα θα περιοριστεί ένα δικαίωμα αυτού του κατηγορουμένου, πέραν όσων προβλέπει ο νόμος, αύριο θα περιοριστεί ένα δικαίωμα αντίστοιχο, ενός άλλου κατηγορουμένου και καταδικασθέντος – κάτι για στέρηση αδειών και πρόσβασης στα πανεπιστήμια θυμίζει τίποτα;
Θυμόμαστε επίσης για παράδειγμα, πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ που αποκαλούσε δημοσίως “τσουλί” τη σύζυγο πρώην υπουργού των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ; Αυτό παρεμπιπτόντως αναρωτιέμαι θεωρείται στοιχείο κουλτούρας βιασμού; Γιατί τότε δεν θυμάμαι πολλούς συντρόφους του να διαφωνούν. Θυμάστε τη στάση του ίδιου ανθρώπου όταν γυναίκες υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ εισέπρατταν πολύ λιγότερο προσβλητικά σχόλια;
Θυμάται κανείς τον Κορκολή; Τον Ζαχόπουλο; Ακόμα πιο παλιά την καταδίκη και την εκτέλεση του Δουρή μέσα στις φυλακές, με νεότερες καταγγελίες να υποστηρίζουν ότι ίσως και να ήταν αθώος;
Ναι, ο φερόμενος ως βιαστής στην υπόθεση Μπεκατώρου δεν είναι ίδιος με όλους τους παραπάνω. Ναι, δεν φαίνεται ούτε και στον γράφοντα συμπαθής. Αλλά αλήθεια, είναι αυτοί επαρκείς λόγοι για να τον διαπομπεύουμε ως βιαστή ή ως ύποπτο από τα πληκτρολόγιά μας, για να κάμπτουμε το τεκμήριο αθωότητας χωρίς καν να υπάρχει δίκη για να αντιστρέφουμε το Διαφωτισμό και να διακηρύττουμε πια, “καλύτερα 10 αθώοι μέσα στη φυλακή, παρά ένας ένοχος εκτός”; Και μάλιστα ούτε καν στη φυλακή αλλά στην κοινωνική χλεύη;
Θα αναρωτηθεί κανείς: και τα δικαιώματα του θύματος; Μα τα δικαιώματα του θύματος δεν σταθμίζονται ως προς το τεκμήριο αθωότητας και την μη διαπόμπευση του όποιου κατηγορουμένου και πολύ περισσότερο σε ένα έξω-νομικό, καννιβαλικό περιβάλλον.
Το περιβάλλον των social media δεν είναι άλλωστε και παρεμπιπτόντως, ούτε περιβάλλον δικαίωσης του θύματος: περιβάλλον γαργαλιστικής, πορνογραφικής παρατήρησής των λεπτομερειών του καταγγελθέντος συμβάντος είναι.
Νομίζουμε ότι πρέπει να δώσουμε και άλλη δύναμη στο πιο σκληρό ολιγοπώλιο ιδιωτικών εταιρειών εδώ και δεκαετίες, από όση ήδη διαθέτουν, με το να καταστήσουμε τις πλατφόρμες τους την αρένα εκτόνωσης των παθών μας και τον χώρο απονομής δικαιοσύνης;
Μας είναι τόσο δύσκολο να πούμε για τον βιασμό ότι είμαστε με κάθε θύμα (είτε μιλάει είτε όχι), χωρίς να λανθάνει της προσοχής μας ότι υπάρχει και ένα άλλο φαινόμενο άξιο προσοχής και εξίσου μεγάλης ανησυχίας, δηλαδή του βιασμού προσωπικοτήτων δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που προστέθηκαν στα μέσα ενημέρωσης; Μας είναι πια τόσο αδύνατο υπό το βάρος της συγκινησιοκρατείας να υποστηρίξουμε τα θεμελιώδη επιτεύγματα του Διαφωτισμού;