Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια είναι ολοφάνερο το μεγαλύτερο ρήγμα οικονομικής ισχύος και πολιτικής επιρροής στο αμερικανικό κεφάλαιο: οι πετρελαϊκές εταιρείες στοιχίζονται και χρηματοδοτούν κατά κύριο λόγο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ οι εταιρείες του ψηφιακού κόσμου και της διαδικτυακής κατασκόπευσης έχουν ισχυρά και παγιωμένα ερείσματα στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η μεταβατική περίοδος στην προεδρία των ΗΠΑ επιβεβαίωσε εν πολλοίς αυτή την πραγματικότητα. Ανάμεσα στο πολυπληθές επιτελείο του Τζο Μπάιντεν που ανέλαβε να διεκπεραιώσει την ταραχώδη, όπως εξελίχθηκε, μεταβίβαση της εξουσίας υπήρχαν “διαπιστευμένα” και με προσεγμένα συσκοτισμένους ρόλους, δύο δικηγορικά στελέχη της Google, ένα της Uber, δύο της Amazon και δύο της Rebellion Defence.
Η τελευταία δεν είναι πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό, κυρίως επειδή ο συνιδρυτής και πρόεδρος της, Έρικ Σμιτ κρατά σε γενικές γραμμές χαμηλό προφίλ μετά τη διοικητική αποστασιοποίηση του από την Google στην οποία διατέλεσε για πολλά χρόνια διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικός πρόεδρος. Όμως κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ο Σμιτ έμπαινε και έβγαινε από τα περισσότερα γραφεία του Λευκού Οίκου και των εξωτερικών υπηρεσιών της προεδρίας, λες και ήταν στο σπίτι του.
Αγοράζοντας μια θέση στο τραπέζι της εξουσίας
Αυτή η στάση του Σμιτ είναι ευεξήγητη και έχει βαθιές ρίζες στο Δημοκρατικό Κόμμα. Το 2012, όντας διευθύνων σύμβουλος της Google, υπήρξε άτυπος επικεφαλής στην προεκλογική εκστρατεία των Ομπάμα-Μπάιντεν για την επανεκλογή τους στον Λευκό Οίκο. Έναν χρόνο μετά, ως πρόεδρος του New American Foundation, είχε αναλάβει ουσιαστικά να γράφει διά του νομικού επιτελείου αυτού του κορυφαίου οικονομικού think tank τα νομοθετήματα δημοσιονομικής πολιτικής των Δημοκρατικών. Στη δεύτερη τετραετία Ομπάμα, 258 στελέχη της Google, κυρίως δικηγόροι, και πάντα υπό την υψηλή επιστασία του Σμιτ, μπήκαν στην ομοσπονδιακή διοίκηση και καθοδήγησαν την πολιτική στάση των Δημοκρατικών σε θέματα διαδικτύου, εμπορίου, φορολογίας, προσωπικών δεδομένων και μονοπωλιακής πρακτικής (σε αυτό το σκέλος θα επανέλθουμε και πιο κάτω).
Την ίδια περίοδο και για τα επόμενα χρόνια, έως το 2016, όταν και θα αφήσει πίσω του την Google, ο Σμιτ θα διευθύνει προσωπικά τη χρηματοδότηση του αμερικανικού δικομματισμού που θα αυξηθεί από τα 9 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο στις αρχές της δεκαετίας του 2010, στα 18 εκατομμύρια δολάρια το 2018. Σχεδόν το σύνολο αυτών των δωρεών και χορηγιών κατευθύνεται ακόμη και σήμερα προς τα ταμεία του Δημοκρατικού Κόμματος. Παράλληλα, ο ίδιος ο Σμιτ είναι ένας από τους συνεπέστερους χρηματοδότες των “γαϊδάρων”, με ετήσιες ατομικές δωρεές που αγγίζουν ανά έτος αναφοράς το ένα εκατομμύριο δολάρια. Με άλλα λόγια, ο 65χρονος μηχανικός λογισμικού έχει αγοράσει το προνόμιο να θεωρεί τον Λευκό Οίκο, το δεύτερο σπίτι του, ανεξαρτήτως (Δημοκρατικού κατά προτίμηση) προέδρου που μπορεί να διαμένει τυπικά ως νεοεκλεγείς ένοικος του.
Βέβαια, αυτή η προτίμηση προς τους Δημοκρατικούς δεν τον εμπόδισε το 2017, να φωτογραφίζεται δίπλα στον συνταξιούχο τραπεζίτη της Goldman Sachs και χρηματοδότη της αμερικανικής και ευρωπαϊκής alt-right, Στιβ Μπάνον, να καταθέτει τον οβολό του (600.000 δολάρια) στο ταμείο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2018 και στη συνέχεια να δηλώνει δεξιά και αριστερά πως “η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ έχει κάνει τα περισσότερα από όλες τις προηγούμενες για τη στρατιωτική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης προς το συμφέρον της Αμερικής και του δυτικού κόσμου”.
Ο Πόλεμος των Άστρων στα άδυτα του Λευκού Οίκου
Το talk of the town στην Ουάσιγκτον έχει ανάψει και η εμπλοκή του Σμιτ με τον Λευκό Οίκο του Μπάιντεν έχει ανέβει σε εντελώς άλλο επίπεδο. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες, η Rebellion Defense που καταχράται αισχρά μιαν “επαναστατική” έκφραση από την ποπ κουλτούρα της σειράς ταινιών Star Wars, δεν υπήρχε καν στον αμερικανικό επιχειρηματικό χάρτη. Ιδρύθηκε μόλις τον περασμένο Ιούλιο. Μέσα σε αυτό το διάστημα των έξι μηνών, η εταιρεία εμφανίζεται να έχει έξι θυγατρικές startups που τρέχουν παράλληλα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης για διάφορα οπλικά συστήματα, να διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 63 εκατομμυρίων δολαρίων και να έχει επενδύσει ακόμη 57 εκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
Η “πυραυλική” αυτή εκτόξευση της Rebellion Defence στο επιχειρηματικό και στρατιωτικό προσκήνιο συνδυάζεται με την προεδρία του Σμιτ σε μία από τις σχετικά νεοσύστατες (ιδρύθηκε στα τέλη του 2018) και συνάμα πιο επιδραστικές “ανεξάρτητες” επιτροπές της Ουάσιγκτον, την Εθνική Επιτροπή Ασφαλείας και Τεχνητής Νοημοσύνης που από την πρώτη μέρα συγκρότησης της έχει αποκτήσει θεσμοθετημένο ρόλο συμβούλου στο υπουργείο Άμυνας, το Κογκρέσο και τις υπηρεσίες εθνικής ασφαλείας της Αμερικής (CIA, NSA, DEA).
Η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στον πρόεδρο μιας εταιρείας παραγωγής λογισμικού για στρατιωτικούς σκοπούς και τον επικεφαλής της επιτροπής που εκφωνεί και συνδιαμορφώνει την πολιτική της Ουάσιγκτον στη στρατιωτική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης είναι εξόφθαλμη, αλλά δεν φαίνεται να απασχολεί τον Σμιτ. Ούτε και να ενοχλεί τον Μπάιντεν ή τους Δημοκρατικούς στο σύνολο τους, όπως νωρίτερα δεν προβλημάτιζε και τον Τραμπ που είχε διορίσει τον Σμιτ πρόεδρο της επιτροπής. Εξάλλου, όπως έγινε γνωστό πρόσφατα, ο Σμιτ έχει εξασφαλίσει ήδη τουλάχιστον 18 συμβόλαια παραγωγής για τη Rebellion Defence τα οποία θα ενεργοποιηθούν μέσα στον Φεβρουάριο, προκειμένου οι έξι θυγατρικές startups της εταιρείας να πιάσουν δουλειά παρέχοντας προγράμματα και λογισμικό για στρατιωτικά οχήματα, αεροσκάφη και πυραύλους. Με άλλα λόγια, το χρήμα που ο Σμιτ έχει ρίξει στα ταμεία των Δημοκρατικών αρχίζει και πιάνει τόπο.
Λύκοι στα πρόβατα
Αν η όχι και τόσο διακριτική παρουσία του Σμιτ στην transition team του Τζο Μπάιντεν προκάλεσε το “κουτσομπολίστικο” ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον, μια άλλη σκοτεινή περσόνα έρχεται να προσθέσει πολλά ερωτήματα για την προδιαγεγραμμένη τροχιά της νέας προεδρίας.
Ανάμεσα στους δικηγόρους των εταιρειών του κατασκοπευτικού καπιταλισμού που έτρεξαν τη μεταβατική περίοδο στον Λευκό Οίκο, εθεάθη και η Ρενάτα Έσε. Η 52 ετών συνεταίρος στη δικηγορική εταιρεία “Σάλιβαν & Κρόμγουελ” δεν είναι καινούριο πρόσωπο στους διαδρόμους της εκτελεστικής εξουσίας της πρωτεύουσας. Έχοντας περάσει διαδοχικά από τα νομικά τμήματα της Google και της Amazon, την οποία εκπροσωπεί ως εξωτερικός συνεργάτης και νομικός παραστάτης έως σήμερα, η Έσε μεταπήδησε στο υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, πρώτα επί προεδρίας Τζορτζ Μπους τζούνιορ το 2002 και μετά, το 2013, στη δεύτερη προεδρία Ομπάμα καταλαμβάνοντας διαδοχικά μια θέση συμβούλου για εταιρικά φορολογικά θέματα και μια θέση υφυπουργού Δικαιοσύνης στον τομέα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Φυσικά, ο οργουελικός ευφημισμός και η αντιστροφή των νοημάτων από αυτήν την επιλογή τσακίζουν κόκκαλα.
Η Έσε είναι το πλέον ακατάλληλο πρόσωπο για να διασφαλίσει όρους φορολογικής δικαιοσύνης, οικονομικής και επιχειρηματικής ισοτιμίας και πάταξης των μονοπωλίων στην αμερικανική και παγκόσμια αγορά. Το σύνολο της καριέρας της στη δικηγορία σχετίζεται με την ακριβώς αντίθετη πεποίθηση: πώς θα διατηρηθούν πάση θυσία και… νομοθεσία τα φορολογικά προνόμια και τα μονοπώλια του κατασκοπευτικού καπιταλισμού στον ψηφιακό και τον πραγματικό κόσμο. Το επίσημο βιογραφικό της Έσε τα λέει όλα: η απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Μπέρκλεϊ επαίρεται μεταξύ άλλων και επειδή “οι νομικές της συμβουλές και κατευθύνσεις εξασφάλισαν στην Amazon κέρδη και φοροαπαλλαγές άνω των 13,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων” στην εξαγορά της Whole Food Market, μιας από τις μεγαλύτερες αλυσίδες πολυκαταστημάτων υγιεινής διατροφής στην Αμερική με έδρα το Όστιν του Τέξας.
Το Τέξας έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και δικηγορική καριέρα της Έσε. Το 2010, ως δικηγόρος της Google, η Έσε κατάφερε να διαλύσει μια συμμαχία μικρότερων εταιρειών παροχής υπηρεσιών αναζήτησης στο Διαδίκτυο, κερδίζοντας τη σχετική δίκη στο Ντάλας και έχοντας στο πλευρό της τον “καλό της φίλο και εξαιρετικό συνάδελφο δικηγόρο” νυν γερουσιαστή των Ρεπουμπλικάνων, Τεντ Κρουζ. Μιλάμε για τον ίδιο Κρουζ που πρωταγωνίστησε πριν από μερικές μέρες στο θεσμικό “πραξικόπημα” εναντίον της τυπικής ανάδειξης του Μπάιντεν στην προεδρία που κορυφώθηκε με την αιματοβαμμένη εισβολή των ακροδεξιών οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο.
Η Έσε και η “ελληνική” εμπλοκή της στο σκάνδαλο Novartis
Αξίζει και μια επιπλέον νότα με έντονο ελληνικό ενδιαφέρον και άρωμα διαφθοράς και σκανδάλων για να καταλάβουμε πλήρως το τι εστί Έσε. Η πολυπράγμων δικηγόρος εκπροσώπησε και τη Novartis στις περίπλοκες διαδικασίες εξωδικαστικού συμβιβασμού, οι οποίες οδήγησαν τελικά στην αποζημίωση 350 εκατομμυρίων δολαρίων που απέσπασε το αμερικανικό Δημόσιο από τον φαρμακευτικό κολοσσό, με αντικείμενο τις παράνομες πρακτικές επηρεασμού και χειραγώγησης της φαρμακευτικής αγοράς από την ελβετογερμανική εταιρεία στην Ελλάδα. Παράλληλα και από τον Μάρτιο του 2020, η Έσε εκπροσωπεί στις δικαστικές αίθουσες και τη θυγατρική της Novartis, Sandoz στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στο αμερικανικό κράτος και την εταιρεία για χειραγώγηση τιμών και αθέμιτες πρακτικές επηρεασμού στην αγορά φαρμάκων και καλλυντικών.
Αυτή τη δικηγόρο προορίζει ο Μπάιντεν για αναπληρώτρια υπουργό Δικαιοσύνης αρμόδια για θέματα αντιμονοπωλιακής (antitrust) νομοθεσίας, παραδίδοντας της ουσιαστικά και με κλιμάκωση αναβαθμισμένων αρμοδιοτήτων το ίδιο χαρτοφυλάκιο που κατείχε ως υφυπουργός το 2013 επί προεδρίας Ομπάμα.
Οι αντιδράσεις εναντίον της Έσε δεν περιορίζονται στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και τη ριζοσπαστική αμερικανική Αριστερά. Ο πολιτικά “μετριοπαθής” και γνωστός ηθοποιός, Μαρκ Ράφαλο έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κερδίζοντας και μεγάλη επιδοκιμασία πέρα από το σύνηθες κοινό του: “Η επιλογή της Έσε είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες λειτουργούν ως ξεχωριστά κράτη καταστρέφοντας το πλαίσιο ανταγωνισμού και καινοτομίας. Αυτό είναι κακό για τις αγορές και για τους ανθρώπους”.
Με τον Σμιτ στα μέσα και τα έξω του Λευκού Οίκου, επικεφαλής μιας από τις νεοφυείς εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης που θα μας απασχολήσουν καίρια στο άμεσο μέλλον και με την Έσε παντοδύναμη αναπληρώτρια υπουργό στην νέα κυβέρνηση, το Star Wars μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε την πολυμέτωπη αντεπίθεση της Αυτοκρατορίας καθώς ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός ελέγχει ολοκληρωτικά, κομβικές θέσεις και σημαντικά πρόσωπα στην αυγή της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν.