Η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η “μητέρα” της διαλεκτικής και ο Ηράκλειτος ο “πατέρας” της. Η σύγχρονη όμως Ελλάδα έχει καταργήσει τη διαλεκτική και κάθε συζήτηση, αντικαθιστώντας τες με επιδείξεις μανιχαϊσμού και φανατισμού, μισαλλοδοξίας, ακόμα και αγριανθρωπισμού.
Το είδαμε με τις αντιδράσεις στις δολοφονίες του Ζακ Κωστόπουλου και του Κατσίφα, και πως χρησιμοποιήθηκαν, όχι για να συζητηθούν μεγάλα προβλήματα, αλλά για να αντιπαρατεθούν δύο στρατόπεδα που, έχω την εντύπωση, περισσότερο ενδιαφέρονταν να εκμεταλλευθούν τα γεγονότα για τις “υποθέσεις” τους, παρά συνείχοντο από ιδιαίτερη συγκίνηση για τα θύματα. Ο ανθρωπισμός έχει προ πολλού εξαφανισθεί από την δημόσια σφαίρα και επιζεί “διωκόμενος” μόνο στους “ανώνυμους” της κοινωνίας μας.
Το βλέπουμε και στις δήθεν “συζητήσεις” για τα μεγάλα εθνικά θέματα, όπου οφείλει κανείς, για να συμμετάσχει, να δηλώσει προηγουμένως αν είναι “Ολυμπιακός” ή “Παναθηναϊκός”. Ή πρέπει να θέλεις αύριο το πρωί πόλεμο με την Τουρκία, ή πρέπει να συμφωνήσεις στη διάλυση του κυπριακού κράτους και στο να ρωτήσουμε το Διεθνές Δικαστήριο αν καλώς μας ανήκει το Αγαθονήσι. Ή πρέπει να φύγουμε αύριο το πρωί από την Ε.Ε. ή πρέπει να κάνουμε ό,τι μας λένε, έστω και αν αυτό που μας λένε είναι η αυτοκαταστροφή μας. Μέση οδός δεν υπάρχει και όποιος την αναζητεί “πέφτει” συχνά υπό τα διασταυρούμενα πυρά εξίσου ανεγκέφαλων (όταν δεν είναι υστερόβουλοι) “Βένετων” και “Πράσινων”.
Θα ήταν περίεργο αν δεν συνέβαινε το ίδιο και με την τρομοκρατία, ιδίως τον Δημήτρη Κουφοντίνα, που ήρθε τις τελευταίες μέρες στην επικαιρότητα με αφορμή την απεργία πείνας του καταδικασθέντος για τη δράση της “17Ν”.
Τις προάλλες συμμετείχα σε μια διαδικτυακή συζήτηση συναδέλφων δημοσιογράφων. Ένας από την “web-ομήγυρη” έθεσε το ζήτημα της απεργίας πείνας ρωτώντας τους υπόλοιπους για τη γνώμη τους. Το αποτέλεσμα; Μόνο που δεν έπεσαν να τον “φάνε” (έστω και “ιντερνετικά”) τον άνθρωπο. Δεν του επετέθησαν άμεσα, τον αντιμετώπισαν ευγενικά μεν, ήταν όμως προφανής η δυσφορία τους γιατί έθεσε στη συζήτηση ένα θέμα που θα προτιμούσαν να μην υπάρχει.
Τα περισσότερα από όσα είπαν εναντίον του Κουφοντίνα (αν και όχι όλα) ήταν σωστά, μόνο που δεν είχαν σχέση με το θέμα που προέκυψε, δηλαδή το ότι ο καταδικασθείς για τη “17Ν” κατέβηκε σε απεργία πείνας ζητώντας την εφαρμογή του νόμου και τη μεταγωγή του στον Κορυδαλλό. Τη μεταγωγή αυτή ρητά προβλέπει ο νόμος που ψηφίστηκε από την παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στον Κορυδαλλό μπορούν να επισκέπτονται πολύ ευκολότερα τον κρατούμενο οι συγγενείς του. Με μια σειρά από ταχυδακτυλουργίες, το βάρος των οποίων φορτώθηκε η Γενική Γραμματέας Σωφρονιστικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου, οι διοικητικές αρχές αποφάσισαν να εφαρμόσουν κατά το ήμισυ τον νόμο, δηλαδή μετέφεραν τον Κουφοντίνα από τις αγροτικές φυλακές, αλλά δεν τον πήγαν στον Κορυδαλλό ως όφειλαν, επικαλούμενες τον κορονοϊό και ερμηνεύοντας κατά το δοκούν, με άρθρα στον τύπο, τις αληθινές προθέσεις του νομοθέτη.
Η συζήτηση όμως που κάναμε δεν περιεστράφη γύρω από τι ακριβώς συμβαίνει τώρα με τον Κουφοντίνα, αν δηλαδή έχει δίκιο ή άδικο σε αυτό που ζητά, αλλά γύρω από οτιδήποτε άλλο. Ένας από τους συμμετέχοντας στη συζήτηση είπε ότι ο Κουφοντίνας είναι δολοφόνος, αλλά αυτό είναι γνωστό, αν δεν ήταν δολοφόνος δεν θα βρισκόταν στη φυλακή. Ένας δεύτερος υποστήριξε ότι οι αγροτικές φυλακές όπου βρισκόταν μέχρι πρότινος ήταν “ξενοδοχείο για διακοπές”. Μπορεί, αλλά δεν χτίστηκαν για τον Κουφοντίνα, πάνε και άλλοι βαρυποινίτες εκεί. Και πάντως, πάλι η παρατήρηση είναι άσχετη, αφού ο κρατούμενος δεν ζητά, με την απεργία πείνας, να τον γυρίσουν στις αγροτικές φυλακές, αλλά να τον πάνε στον Κορυδαλλό, όπως προβλέπει ο νόμος. Ένας τρίτος δήλωσε κατηγορηματικά ότι όλες οι απεργίες πείνας και στην Ελλάδα και διεθνώς είναι fake, χωρίς όμως να προσκομίσει κάποιο στοιχείο πέραν της πεποιθήσεώς του (είναι και ανακριβές, αφού δύο Τούρκοι κρατούμενοι πέθαναν πρόσφατα από απεργία πείνας στις φυλακές του Ερντογάν). Τέλος, ένας τέταρτος αναγνώρισε ότι η “17Ν” ασκεί, ακόμα και σήμερα, μια “γοητεία” σε τμήμα της κοινής γνώμης, και, επομένως, ένας θάνατος από απεργία πείνας του Κουφοντίνα, θα μπορούσε να προσφέρει έναν “ήρωα” σε κάποιο τμήμα της νεολαίας, τροφοδοτώντας αντί να καταπολεμήσει την τρομοκρατία. Προτίμησε όμως και αυτός να ξεμπερδέψει εύκολα με το φαινόμενο της “γοητείας” που εντόπισε, χαρακτηρίζοντας αυτό το τμήμα της κοινωνίας ως “λούμπεν”. Από την εξέλιξη της συζήτησης φάνηκε καθαρά ότι όλοι μάλλον συμφωνούσαν ότι ο Κουφοντίνας είχε κάποιο δίκιο σε αυτό που ζητούσε (άλλωστε σχετική παρέμβαση έκανε και ο Συνήγορος του Πολίτη), αλλά το δίκιο αυτό δεν είχε εν τέλει και μεγάλη σημασία. Μη έχοντας την παραμικρή διάθεση να του το αναγνωρίσουν, έστρεφαν την κουβέντα σε οτιδήποτε άλλο από το όντως επίδικο.
Κάνοντας μια “βόλτα” στο Διαδίκτυο είδα ότι αυτό το “κλίμα” επικρατούσε και στα περισσότερα δημοσιεύματα. Αφού υπενθύμιζαν τα γνωστά σε όλους τους Έλληνες εγκλήματα για τα οποία έχει καταδικασθεί ο Κουφοντίνας, έκαναν ένα λογικό άλμα και με ύφος ιεροεξεταστή χαρακτήριζαν, άμεσα ή έμμεσα, οποιονδήποτε ετάχθη υπέρ της εφαρμογής του νόμου στην περίπτωσή του, ως περίπου συμπαθούντα την τρομοκρατία. Μερικοί δεν απέφευγαν περισπούδαστες ψυχαναλύσεις των πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και πολιτικών που ετάχθησαν υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος Κουφοντίνα. Σε μερικές περιπτώσεις ανακάλυπταν “συνωμοσίες”, όπως αίφνης ότι ο γιατρός που εξέτασε τον φυλακισμένο ήταν υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, άρα κάτι ύποπτο συμβαίνει, που ο αρθογράφος δεν ήταν όμως σε θέση να μας πει, το άφηνε στη φαντασία των αναγνωστών του. Το θέμα φυσικά γρήγορα ενεπλάκη, πως θα γινόταν αλλοιώς άλλωστε, και στους συνήθεις κομματικούς “σκυλοκαυγάδες” που κάνουν τους Έλληνες να κλείνουν τις τηλεοράσεις τους.
Πριν από αρκετά χρόνια έγραψα ένα άρθρο στα Επίκαιρα, διατυπώνοντας επιφυλάξεις για ορισμένες πτυχές των διώξεων κατά της Χρυσής Αυγής. Θεωρούσα πάντα και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι οι μεν εγκληματικές πράξεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με το ποινικό δίκαιο, οι δε ιδέες, έστω και εντελώς απαράδεκτες, με το όπλο της πολιτικής κριτικής. Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με την άποψή μου. Θα έπρεπε όμως άραγε να με χαρακτηρίσει φασίστα ή “κρυπτοχρυσαυγίτη” επειδή την διατύπωσα;
Όταν ο Μανώλης Γλέζος συγχωρούσε δημόσια τον βασανιστή του, αποδεχόταν τα βασανιστήρια ή εκδήλωνε τον ανθρωπισμό του; Όταν ο βασανισθείς από τη χούντα και θρύλος της ελληνικής αριστεράς Ανδρέας Λεντάκης ζητούσε την αποφυλάκιση των πρωταιτίων της δικτατορίας, καταδικασθέντων για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και για φοβερά δεινά που επισώρευσαν στην Ελλάδα, με επιστέγασμα την απώλεια της μισής Κύπρου, θα έπρεπε άραγε να τον κατηγορήσουμε ως “φιλοχουντικό”;
Αλλά ποιος Γλέζος και ποιος Λεντάκης; Η “Πολιτική Άνοιξη” του Αντώνη Σαμαρά ζήτησε την αποφυλάκιση των πρωταιτίων της απριλιανής δικτατορίας. Πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε κι αυτή ως “φιλοχουντικό κόμμα”; Ο ίδιος ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αγορεύοντας στη Βουλή των Ελλήνων, το 1996, ζήτησε την αποφυλάκιση των πρωταιτίων της δικτατορίας λέγοντας ότι “η δημοκρατία είναι μεγαλόψυχη και η δημοκρατία συγχωρεί, κάποια ώρα συγχωρεί”. Προφανώς θα ήταν πολύ άδικο να αποδώσουμε την τοποθέτηση αυτή σε “φιλοχουντισμό” του Μητσοτάκη.
Σημειωτέον ότι, στην ίδια αγόρευση, ο πρώην πρωθυπουργός και επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, είχε επικρίνει, ακόμα και για ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα, διατάξεις που εξαιρούν μια ορισμένη κατηγορία καταδικασθέντων από τις γενικές πρόνοιες του νόμου. Αναφερόταν εν προκειμένω στους χουντικούς, αλλά η κριτική του θα μπορούσε να ισχύσει και για κάθε επί τούτου, ειδική νομοθεσία, όπως αυτή που εξαιρεί τους δράστες εγκλημάτων που συνδέονται με τρομοκρατία από την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του δικαίου.
Ειρήσθω εν παρόδω, κανείς δεν μιλάει για αποφυλάκιση του Κουφοντίνα για ανθρωπιστικούς λόγους, το αίτημα δηλαδή που ετέθη στο παρελθόν για τους χουντικούς. Το μόνο ζήτημα είναι η μεταγωγή του στον Κορυδαλλό, σε εφαρμογή του νόμου, κάτι που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί καν επιείκεια.
Αν η κυβέρνηση θεωρεί ωστόσο και αυτόν τον νόμο, που η ίδια θέσπισε, ως επιεική, τότε ας πάρει την πρωτοβουλία να τον αλλάξει, εξηγώντας και τους λόγους που θέλει να το πράξει. Δεν είναι όμως λογικό και δεν εμπεδώνει την αίσθηση περί δικαίου της κοινωνίας να επιχειρεί να τον παρακάμψει με ταχυδακτυλουργίες.
Η τρομοκρατία έχει εξαρθρωθεί στην Ελλάδα πριν από είκοσι χρόνια και, πριν γίνει αυτό, είχε ηττηθεί πολιτικά. Έχει καταδικαστεί από όλο τον πολιτικό κόσμο. Και δεν πρόκειται να έρθουν δυστυχώς πίσω τα θύματά της με την επίδειξη σκληρότητας προς τον Κουφοντίνα, πέραν των όσων ο νόμος ορίζει.
Δεν υπάρχει κανείς ουσιαστικός λόγος, εν μέσω σοβαρότατων, πολλαπλών κρίσεων και προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, να αναζωπυρώνονται τεχνητά τέτοια ζητήματα και να προκαλούνται άνευ λόγου (ελπίζω) εντάσεις. Η μόνη ορθή λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η πιστή εφαρμογή του νόμου. Είναι η μόνη που ωφελεί τη Δημοκρατία και η μόνη που θα ωφελήσει και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.