Η επιλογή της Κομισιόν να κλείσει συμφωνίες με τις φαρμακευτικές εταιρείες για την προμήθεια των εμβολίων κατά του κορονοϊού για όλα τα κράτη-μέλη, με χαμηλότερο κόστος, σε μια ένδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, στηλιτεύεται πλέον από τα ίδια τα κράτη-μέλη ως μία βραδία, περιοριστική και απόλυτα γραφειοκρατική στρατηγική.
Σύμφωνα με το Politico, η προτίμηση της ΕΕ να δώσει προτεραιότητα στην αλληλεγγύη και στην γραφειοκρατία, αντί να προσφέρει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών, έβαλε φρένο στην κούρσα της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Kαθυστερημένη ευρωπαϊκή εκκίνηση στην κούρσα προμήθειας των εμβολίων
Η ΕΕ αποφάσισε να κινηθεί για την προμήθεια εμβολίων στις αρχές της περασμένης άνοιξης, μετά από μια συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ και της ομάδας του για τη διαχείριση της πανδημίας, με στελέχη μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών.
Η συνάντηση στον Λευκό Οίκο προκάλεσε αίσθηση στην Ευρώπη και ειδικά τη Γερμανία, μετά από δημοσίευμα της Welt στις 15 Μαρτίου ότι ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ πρότεινε στην CureVac, μια γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας, να διαθέσει αποκλειστικά σε Αμερικανούς το εμβόλιο που προσπαθούσε να παρασκευάσει για τον κορονοϊό.
Μία μέρα μετά το δημοσίευμα η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο αντιπρόεδρος της ΕΤΕΠ, Αμπρουάζ Φαγιόλ είχαν μια τηλεδιάσκεψη με τις κεφαλές της CureVac και ανακοίνωσαν στη συνέχεια σχέδια να της προσφέρουν έως και 80 δισ. ευρώ σε δάνεια, για να κάνει τις δοκιμές του εμβολίου και την παραγωγή του στην ΕΕ.
Οι φόβοι μήπως η ΗΠΑ μονοπωλήσουν τα εμβόλια και τα φάρμακα για την Covid-19 κυριάρχησαν στις συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την επομένη, στην πρώτη από την έναρξη της πανδημίας τηλεδιάσκεψη των Ευρωπαίων ηγετών, μετά το πέρας της οποίας η Φον ντερ Λάιεν καυχήθηκε ότι έπεισε την CureVac να μείνει στην Ευρώπη, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα «πρωτοπόρο» στην έρευνα για τα εμβόλια για τον κορωνοϊό.
Στην πραγματικότητα το προβάδισμα είχαν άλλες εταιρείες, αμερικανικές, βρετανικές, ακόμη κι η γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας BioNTech, η οποία ανακοίνωσε ότι θα συνεργαστεί με την Pfizer για την ανάπτυξη εμβολίου για την Covid-19.
«Η αλήθεια ήταν ότι η Ευρώπη έχανε ήδη τη μάχη εξασφάλισης εμβολίου», σχολιάζει το Politico, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ, μολονότι ο ίδιος υποβάθμιζε με τις δηλώσεις του την επικινδυνότητα του κορονοϊού, είχε ήδη ξεκινήσει τις επαφές με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Η Aμερικανική Αρχή Προηγμένης Βιο-ιατρικής Έρευνας και Ανάπτυξης (U.S. Biomedical Advanced Research and Development Authority) είχε από της 11 Φεβρουαρίου ενώσει τις δυνάμεις της με την Johnson&Johnson για την ανάπτυξη εμβολίων και μια εβδομάδα αργότερα ανακοίνωσε συνεργασία με τη γαλλική Sanofi.
H «κρίση της CureVac» αφύπνισε την Ευρώπη και έδωσε στην Φον ντερ Λάιεν την ευκαιρία να διεκδικήσει ηθικό προβάδισμα με τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής ομάδας ειδικών, που θα συνεργάζονταν για τον εμβολιασμό όχι μόνον των πολιτών σε κάθε χώρα της ΕΕ, αλλά σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, κι αφού ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι παγώνει την αμερικανική χρηματοδότηση προς τον ΠΟΥ, η Φον ντερ Λάιεν διοργάνωσε με τον Οργανισμό έναν παγκόσμιο τηλεμαραθώνιο, που συγκέντρωσε 8 δισ. δολάρια για τη χρηματοδότηση της έρευνας για θεραπείες, διαγνωστικά τεστ και εμβόλια για την Covid-19. Oι ΗΠΑ απείχαν, με τον Τραμπ να θέτει σε εφαρμογή στις 15 Μαϊου την «Επιχείριση Ταχύτητας Δίνης» με σκοπό την επένδυση 10 δισ. δολαρίων σε πειραματικά εμβόλια και την παραγωγή 300 εκατ. δόσεων για τους Αμερικανούς πολίτες μέχρι τον Ιανουάριο του 2021. Ο αγώνας είχε μόλις αρχίσει.
Η αγωνία για τα εμβόλια
Η συνεργασία των κρατών μελών στην διαχείριση της πανδημίας σκόνταφτε στα πρώτα στάδια της πανδημίας, με κράτη μέλη να κλείνουν μονομερώς τα σύνορά τους και να αλληλοκατηγορούνται ότι στοιβάζουν προστατευτικό εξοπλισμό. Οι Βρυξέλλες πρότειναν να αγοράσουν μάσκες και αναπνευστήρες για τα 27 κράτη μέλη και δέκα γειτονικές χώρες, αλλά το πρόβλημα ήταν η γραφειοκρατία, καθώς η Κομισιόν έπρεπε να περιμένει κάθε κράτος μέλος να υπογράψει το συμβόλαιο προτού προβεί σε παραγγελίες.
Η προμήθεια εμβολίων ήταν ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση. Κάποιες φαρμακευτικές φάνηκαν να ακολουθούν το παράδειγμα της CureVac. Η έγκαιρη επένδυση των ΗΠΑ στο εμβόλιο της Sanofi θα εξασφάλιζε προτεραιότητα στους Αμερικανούς, είπε ο CEO της εταιρείας, Πολ Χάντσον, στα μέσα Μαϊου με Γάλλους βουλευτές να τον κατηγορούν για «εκβιασμό», που όμως φαίνεται ότι απέδωσε, αφού τον ίδιο μήνα Γαλλία και Γερμανία άρχισαν άμεσες διαπραγματεύσεις με τη Sanofi.
Την ίδια ώρα άρχιζε να διαφαίνεται ένας πρωτοπόρος στην κούρσα μετά τις δηλώσεις στις 11 Απριλίου της ερευνήτριας της Οξφόρδης, Σάρα Γκίλμπερτ, ότι το εμβόλιο που ανέπτυσσε σε συνεργασία με την AstraZeneca μπορεί να ήταν έτοιμο μέχρι τον Σεπτέμβριο κι η ίδια εξέφραζε την πεποίθηση «κατά 80%», ότι θα ήταν αποτελεσματικό. Στο μεταξύ χώρες της ΕΕ δεν περίμεναν την Κομισιόν για να αρχίσουν να κλείνουν συμβόλαια. Η Γαλλία κι η Ισπανία ξεκίνησαν χωριστά επαφές με τη Moderna, ενώ στα μέσα Απριλίου το Παρίσι και το Βερολίνο άρχισαν να διαπραγματεύονται από κοινού την προμήθεια εμβολίων. Οι υπουργοί Υγείας των 27 συμφώνησαν στις 12 Ιουνίου στο σχέδιο της Κομισιόν να αγοράσει εμβόλια για λογαριασμό όλων των κρατών μελών, αλλά η γαλλο-γερμανική πρωτοβουλία συνεχιζόταν και μάλιστα διευρύνθηκε με την προσθήκη της Ολλανδίας και της Ιταλίας στην «Inclusive Vaccine Alliance», που ανακοίνωσε την επομένη (13 Ιουνίου) μια συμφωνία για 300-400 εκατ. δόσεις του εμβολίου της AstraZeneca.
Το πλεονέκτημα της αδιαφάνειας για τις φαρμακευτικές εταιρείες
Υπό κανονικές συνθήκες, όταν μια φαρμακευτική εταιρεία διαπραγματεύεται με κυβερνήσεις κρατών μελών της ΕΕ, έχει το πλεονέκτημα της αδιαφάνειας. Καθώς συζητά για τις τιμές των εμβολίων με 27 χώρες, οι κυβερνήσεις τους δεσμεύονται να μην αποκαλύπτουν τους όρους των συμφωνιών, λόγω ειδικών ρητρών περί εμπιστευτικότητας κι από το φόβο μήπως η δημοσιοποίηση των deal ωθήσει την εταιρεία να διεκδικήσει υψηλότερες τιμές. Κι αυτό επιτρέπει στους φαρμακευτικούς κολοσσούς να χρησιμοποιούν τη μία χώρα ενάντια στην άλλη.
Στις 17 Ιουνίου η Επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου παρουσίασε το νέο σχέδιο της ΕΕ για τα εμβόλια. Μετά την υπογραφή του σχεδίου αυτού από τα 27 κράτη μέλη, οι τέσσερις χώρες της Inclusive Vaccine Alliance σταμάτησαν τις κινήσεις τους επιτρέποντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με την Johnson & Johnson και την AstraZeneca. Oι φαρμακευτικοί κολοσσοί αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε: Αντί να διαπραγματευτεί μια εταιρεία με 27 κυβερνήσεις, η ΕΕ θα αξιοποιούσε την αγοραστική της ισχύ και οι φαρμακευτικές θα ήταν στο σκοτάδι αναφορικά με τους όρους των συμφωνιών με τις ανταγωνίστριές τους.
Η λογοδοσία των φαρμακευτικών για τις τυχόν παρενέργειες των εμβολίων
Η ομάδα της ΕΕ που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις έδωσε έμφαση σε τρία πράγματα: ένα ευρύ φάσμα υποψήφιων εμβολίων, την εξασφάλιση χαμηλών τιμών ανά δόση και ότι οι φαρμακευτικές θα ήταν υπόλογες νομικά για τυχόν παρενέργειες των εμβολίων. Στις ΗΠΑ ένας νόμος, που τέθηκε σε ισχύ εδώ και 15 χρόνια, προστατεύει τις παρασκευάστριες εταιρείες από προσφυγές στην αμερικανική Δικαιοσύνη σε τέτοιες περιπτώσεις και τις αποζημιώσεις αναλαμβάνουν κρατικά προγράμματα. Οι φαρμακευτικές ήθελαν αντίστοιχη κάλυψη και στην ΕΕ, αλλά η Κομισιόν δεν ήθελε να ενδώσει.
Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν ότι η καχυποψία για τα εμβόλια είναι υψηλότατη μεταξύ Ευρωπαίων πολιτών (μόλις 59% των Γάλλων και 56% των Πολωνών είχαν πει σε δημοσκόπηση του Ιουνίου ότι δεχόταν να εμβολαστεί μ’ ένα «ασφαλές και αποτελεσματικό» εμβόλιο για τον κορωνοϊο). Λομπίστες και δικηγόροι των φαρμακευτικών εταιρειών προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δυσπιστία των Ευρωπαίων πολιτών, υποστηρίζοντας ότι τυχόν αγωγές για κάθε περιστατικό που θα προέκυπτε θα ενέτειναν την ανησυχία της κοινής γνώμης και πρότειναν ένα σύστημα καταβολής αποζημιώσεων χωρίς ντόρο.
Αλλά όταν διέρρευσε ένα εσωτερικό σημείωμα της ομάδας εταιρειών Vaccine Europe που ζητούσε προστασία από τυχόν νομικές προσφυγές στις 26 Αυγούστου στους Financial Times, η επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης της Κομισιόν κλήθηκε για εξηγήσεις στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου υποσχέθηκε ότι οι φαρμακευτικοί κολοσσοί θα είναι υπόλογοι σε περίπτωση που ανακύψουν προβλήματα με τα εμβόλιά τους.
Διαχωριστικές γραμμές στην ΕΕ
Στο μεταξύ, καθώς προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις, οι ανησυχίες για την εξασφάλιση εμβολίων ενέτειναν τα ρήγματα εντός της ΕΕ. Το εμβόλιο της AstraZeneca ήταν φθηνό, χρησιμοποιούσε μια σχετικά συμβατική τεχνολογία κι ήταν εύκολο στη μεταφορά. Η Κομισιόν έκλεισε συμφωνίες και με τη Sanofi στις 18 Σεπτεμβρίου και την Johnson & Johnson στις 18 Οκτωβρίου. Η Γερμανία, ωστόσο, ήθελε να επενδυθούν περισσότερα χρήματα στα εμβόλια mRNA που παράγονταν από εταιρείες στα εδάφη της, δεδομένου μάλιστα ότι η BioNTech είχε εισέλθει στην τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών. Στα μέσα Σεπτεμβρίου το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι δίνει 375 εκατ. ευρώ στη BioNTech και 252 εκατ. ευρώ στην CureVac.
Άλλες χώρες, όμως, αντέδρασαν με την επένδυση μεγάλων ποσών σε ακριβές, μη αποδεδειγμένες στην πράξη τεχνολογίες εμβολίων, που θα πρέπει να διανέμονται σε συνθήκες βαθιάς κατάψυξης. Η Πολωνία αντιτάχθηκε στην ιδέα τα μισά από τα εμβόλια να είναι τύπου mRNA, ενώ η Βουλγαρία θεώρησε ότι το φάσμα των εμβολίων που διαπραγματευόταν η Κομισιόν ήταν πολύ ευρύ. Οι εντάσεις άρχισαν να κλιμακώνονται μεταξύ κρατών μελών που φιλοξενούν στα εδάφη τους εγκαταστάσεις παραγωγών εμβολίων και των υπολοίπων – ειδικά της ανατολικής Ευρώπης. Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε άλλα 750 εκατ. ευρώ στις 4 Σεπτεμβρίου για την ολοκλήρωση συμφωνιών και την προσθήκη και του εμβολίου της Novavax στην παλέτα, αρκετές χώρες αντέδρασαν και χρειάστηκε μήνες για να στείλουν τα χρήματα στις Βρυξέλλες.
Στο μεταξύ οι διαπραγματεύσεις της Κομισιόν με παραγωγούς εμβολίων mRNA συνεχίζονταν με βραδείς ρυθμούς – διαδικτυακά μεσούσης της πανδημίας – και αποδεικνύονταν ακανθώδεις με τις αμερικανικές Pfizer και Μοderna, που ήθελαν να επαναδιαπραγματευτούν συμπεφωνημένους όρους, θεωρώντας ότι είχαν αποκτήσει πλέον περισσότερους μοχλούς πίεσης. Όταν η Pfzier ανακοίνωσε στις 9 Νοεμβρίου ότι το εμβόλιό της ήταν αποτελεσματικό άνω του 90% και υποσχέθηκε να στείλει στον ΕΜΑ τα στοιχεία, η Κομισιόν αντέδρασε ήρεμα. Το deal με την Pfizer έκλεισε επισήμως στις 11 Νοεμβρίου. Πέντε μέρες αργότερα η Moderna ανακοίνωσε αποτελεσματικότητα άνω του 90% για το δικό της εμβόλιο. Η Βρετανία έσπευσε την ίδια μέρα να κλείσει συμφωνία μαζί της, ενώ οι υπογραφές στο συμβόλαιο με την Κομισιόν έπεσαν στις 25 Νοεμβρίου, έχοντας εξασφαλίσει χαμηλότερες τιμές απ’ ό,τι οι ΗΠΑ.
Το προβάδισμα της Βρετανίας και των ΗΠΑ
Εκεί που δεν τα πήγε καλά η ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία ήταν η ταχύτητα, σημειώνει το Politico.
Στις 20 Νεομβρίου η Pfizer υπέβαλε αίτηση για έκτακτη έγκριση του εμβολίου της στις ΗΠΑ και περίμενε μέχρι την 1η Δεκεμβρίου για να κάνει το ίδιο με τον ΕΜΑ. Ωστόσο, η Βρετανία είχε το προβάδισμα, καθώς έγινε η πρώτη δυτική χώρα που άναψε φως σε εμβόλιο για τον κορωνοϊό, σ’ εκείνο της Pfizer στις 2 Δεκεμβρίου βάσει μόνον των στοιχείων από την τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών του, που είχε λάβει στις 23 Νοεμβρίου.
Την ίδια ώρα στις ΗΠΑ ο FDA προχωρούσε προς την έγκριση του εμβολίου της Pfizer, ανάβοντας το πράσινο φως στις 11 Δεκεμβρίου. Αν και δεν είχε λάβει οικονομική στήριξη από την αμερικανική «Επιχείρηση Ταχύτητας Δίνης» – αλλά δάνειο από την ΕΤΕΠ και μετρητά από τη γερμανική κυβέρνηση – το δίδυμο BioNTech / Pfizer προτίμησαν να συνεργαστούν στενότερα με τον FDA παρά τον ΕΜΑ, που άναψε το πράσινο φως δέκα μέρες αργότερα από τους Αμερικανούς.
Στο μεταξύ Ευρωπαίοι πολιτικοί είχαν εξοργιστεί με την καθυστέρηση της έναρξης των εμβολιασμών, που θα έσωζαν ζωές και τις οικονομίες που δέχονταν σφοδρό πλήγμα από τα παρατεταμένα lockdown. Oι εμβολιασμοί στην ΕΕ ξεκίνησαν στις 26 Δεκεμβρίου σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τρεις εβδομάδες αφότου εμβολιάστηκαν τα πρώτα άτομο στη Βρετανία, μια γυναίκα κι ένας άνδρας ονόματι Ουίλιαμ Σέξπηρ.
Προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα των εμβολίων
Η καθυστέρηση αυτή έφερε γκρίνια μολονότι η Φον Ντερ Λάιεν χαρακτήριζε «πραγματικό ευρωπαϊκό success story» την κοινή έναρξη των εμβολιασμών στην ΕΕ. Ιταλικά ΜΜΕ διαμαρτύρονταν γιατί το πρώτο φορτίο των 9.750 δόσεων που έλαβε η Ιταλία να είναι το ίδιο με εκείνο της πολύ μικρότερης σε πληθυσμό Μάλτας. Η Γερμανία παρέλαβε πάνω από 150.000 δόσεις το πρώτο Σαββατοκύριακο και σχεδόν όλα τα κρατίδιά της από 9.750 έκαστο.
Στο μεταξύ άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες ενδείξεις ότι η ΕΕ θα λάμβανε λιγότερες δόσεις εμβολίου από άλλες μεγάλες αγορές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μολονότι η αρχική παραγγελία της ΕΕ στην Pfizer ήταν διπλάσια από εκείνη των ΗΠΑ, η εταιρεία σχεδίαζε να παραδώσει ελαφρώς ταχύτερα φορτία δόσεων στην Αμερική. Δεσμεύτηκε να παραδώσει 200 εκατ. δόσεις που παρήχθησαν σε αμερικανικό έδαφος στις ΗΠΑ μέχρι τα τέλη Ιουλίου, ενώ η ΕΕ θα λάβει αντίστοιχο αριθμό μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Από την αρχή της χρονιάς τα προβλήματα στις παραδόσεις των εμβολίων πάνε από το κακό στο χειρότερο. Στις 15 Ιανουαρίου η Pfizer ανακοίνωσε ότι θα μειώσει τις παραδόσεις φορτίων σε ορισμένες χώρες για κάποιες εβδομάδες. Στο μεταξύ το εμβόλιο της Moderna εγκρίθηκε από την ΕΜΑ στις 6 Ιανουαρίου, νωρίτερα από τη Βρετανία, όπως σημειώνουν στην Κομισιόν, αλλά η αμερικανική εταιρεία θα στείλει μόνο 10 εκατ. δόσεις στην ΕΕ το πρώτο τρίμηνο του 2021 και περιορισμένα φορτία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η αντίδραση στην αντίστοιχη ανακοίνωση της AstraZeneca την περασμένη Παρασκευή ότι θα παραδώσει 60% λιγότερες του προβλεπομένου δόσεις το πρώτο τρίμηνο του έτους ήταν εκρηκτική στην ΕΕ, όπου πολλές χώρες περιμένουν με αγωνία το φθηνότερο εμβόλιό της. Το αλαλούμ αυτό με τα εμβόλια υποχρέωσε τα υπουργεία Υγείας χωρών της ΕΕ να αλλάξουν τα σχέδιά τους αναφορικά με τα προγράμματα των εμβολιασμών. Η Ιταλία κι η Πολωνία απείλησαν να κινηθούν νομικά, ενώ η Κομισιόν ετοιμάζει μηχανισμό διαφάνειας για τις εξαγωγές παραγόμενων σε εδάφη της εμβολίων σε τρίτες χώρες.
Ο πόλεμος των τιμών
Καθώς εντείνεται ο πανικός για τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των εμβολίων ακούγονται φωνές που αμφισβητούν την επιδίωξη της Κομισιόν να εξασφαλίσει χαμηλότερες τιμές. Το Ισραήλ, που ηγείται παγκοσμίως στην κούρσα των εμβολιασμών, δεν έκρυψε ότι έβαλε βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλίσει εμβόλια, ενώ και η Βρετανία πλήρωσε περισσότερα σε σχέση με την ΕΕ. Η τελευταία φέρεται να καταβάλλει λιγότερο από 2 ευρώ για κάθε δόση του εμβολίου της AstraZeneca (οι ΗΠΑ γύρω στα 4) και 15 δολάρια για εκείνο της Pfizer (oι ΗΠΑ γύρω στα 20).
Ωστόσο, αναλυτές, όπως ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου της δεξαμενής σκέψης Eurointelligence, σημειώνουν ότι από μακροοικονομικής άποψης οι διαφορές στις τιμές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αφού αν παραταθούν στην ΕΕ τα lockdown επειδή άλλοι αγοραστές εμβολίων ήταν πρόθυμοι να κινηθούν ταχύτερα και να πληρώσουν περισσότερα «οι άμεσες επιπτώσεις αυτής της κοντόφθαλμης πολιτικής στην οικονομία θα είναι τεράστιες».
Η σκληρή διαπραγματευτική τακτική της ΕΕ δεν ώθησε τους φαρμακευτικούς κολοσσούς να ενισχύσουν την παραγωγή των εμβολίων, υποστηρίζει από την πλευρά του ο διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Bruegel, Γκούντραμ Βολφ.