Η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε, που η τύχη της εξαρτάται από την πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ κομμάτων και “προθύμων” βουλευτών υπό τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζο Ματαρέλα, είναι γραφτό να περνά τα δικά της Κατά Ματθαίον Πάθη, πότε ένεκα του Ματέο Σαλβίνι, πότε λόγω του Ματέο Ρέντσι και μάλιστα στην εκδοχή της αντίστοιχης μεταφοράς τους στην μεγάλη οθόνη από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Γιατί το εννοιολογικό της πλαίσιο προσομοιάζει στην δημιουργική “άσκηση” του εμπνευσμένου σκηνοθέτη να πραγματευθεί όντας άπιστος ένα ζήτημα πίστης. Γιατί και την κυβέρνηση του “ερασιτέχνη” (όπως οι πρωταγωνιστές στην ταινία του Παζολίνι) Κόντε από την αρχή δεν είχε πιστέψει κανένας. Τόσο ο Σαλβίνι, όσο και ο Ρέντσι στη συνέχεια, διέβλεπαν σε αυτήν την κυβέρνηση μία “μεταβατική περίοδο” που θα τους βοηθούσε, μέσα από τις πολιτικές καραμπόλες που θα προκαλούσε ένας κλυδωνισμός της, να οδηγηθούν στον πρωθυπουργικό θώκο.
Πλέον μετά την παραίτηση του Κόντε, έπειτα από το προαναγγελόμενο επί πολλούς μήνες “άδειασμα” της κυβέρνησης από τον Ρέντσι (ο οποίος απέσυρε δύο υπουργούς του από την κυβερνητική συμμαχία Δημοκρατικού Κόμματος (PD) – Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και λοιπών δυνάμεων) η κυβερνητική κρίση στην Ιταλία έχει περάσει στην φάση της “κοινοβουλευτοποίησης” της. Η χώρα βρίσκεται στην ανάλογη κατάσταση του Σεπτεμβρίου του 2019, όταν ο άλλος Ματέο (Σαλβίνι) προσπάθησε με παρόμοιο colpo grosso για ψήφο εμπιστοσύνης να εκβιάσει την πτώση της πρώτης κυβέρνησης Κόντε και να αλώσει το Παλάτσο Κίτζι.
Όμως το ερώτημα εάν θα υπάρξει “Conte ter” (κυβέρνηση Κόντε Νο 3 παραμένει άδηλο. To βέβαιο είναι, και όλες οι ενδείξεις ίσαμε τώρα αυτό υποδηλώνουν, ότι προκειμένου η Ιταλία να μη συρθεί (και διασυρθεί) σε μία εκλογική διαδικασία που κανένα από τα πολιτικά κόμματα δεν τη θέλει ακόμη, θα πρέπει να σχηματισθεί μία “κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας”. Όμως κανείς δεν είναι βέβαιος ότι ο Κόντε θα συνεχίσει να είναι ο οιακοστρόφος της, καθώς από καιρού και μέσω πολλών πηγών (όπως η ένωση βιομηχάνων, ή διάφορες εφημερίδες) αφήνεται να διαρρεύσει πως προλειαίνεται μία κυβέρνηση υπό την καθοδήγηση του πρώην διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι – ο οποίος από τον περασμένο Μάιο έχει πολλαπλασιάσει τις δημόσιες παρεμβάσεις του και τις αρχηγικού τύπου εμφανίσεις. Ενώ μετά τη νέα τούτη κρίση στην επιφάνεια επανήλθε και το όνομα του πρώην πρωθυπουργού και νυν επιτρόπου της Ε.Ε. για την οικονομία Πάολο Τζεντιλόνι. Και φυσικά, δεδομένου ότι στην Ιταλία το δράμα εύκολα μπορείνα μεταστραφεί σε Commedia dell’Arte και υπάρχουν πολλοί καλοθελητές, στο προσκήνιο έχει επανέλθει (και μάλιστα από το φιλοευρωπαϊκό κόμμα της ‘Εμμα Μπονίνο (+Europa) η επιστροφή ως οργανικού μέρους στο πλαίσιο μίας πλατιάς πλειοψηφίας του ιδίου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην “κυβέρνηση σωτηρίας”.
Η διαχείριση του πακτωλού των δισ. ευρώ που αναμένεται να εισρεύσουν στη χώρα μέσω του Ευρωπαϊκού Υπερταμείου Ανάκαμψης αποτελεί το πρώτιστο διακύβευμα για την οποίαδήποτε ιταλική κυβέρνηση στο αμέσως προσεχές διάστημα. Εξ ού και η ίδια η Ε.Ε. έχει έννομο συμφέρον να εξασφαλίσει ότι στη Ρώμη δεν πρόκειται να εγκατασταθεί μία κυβέρνηση του ποιού του Σαλβίνι, ή των μεταφασιστών των “Αδελφιών της Ιταλίας” της Τζόρτζια Μελόνι. Δεν είναι τυχαίο που μετά την κρίση που προκάλεσε ο Ρέντσι, αμέσως άρχισε να δημιουργείται η ομάδα ανεξάρτητων ή αποστατών κοινοβουλευτικών υπό μία κοινή σημαία, συγκροτώντας τη λεγόμενη ομάδα των Ευρωπαϊστών, που στην παρούσα περίσταση καλείται να λειτουργήσει ως στήριγμα για την κυβέρνηση που θα προκύψει από τον κύκλο διαπραγματεύσεων. Οι λεγόμενοι, ποιητική αδεία, “γεφυροποιοί” (costruttori) ή “υπεύθυνοι” (risponsabili), που στον δεύτερο γύρο των διαβουλεύσεων είχαν την πρώτη τους συνάντηση με τον Ματαρέλα, εκπροσωπούν μια πάγια κοινοβουλευτική “παράδοση” , εμβαλωματικής φύσης, στα ιταλικά πολιτικά χρονικά, που αυτοφυώς αναδύεται και ανακαλείται, ώστε να ξεπερασθούν οι φαινομενικά και ποσοστιαία άλυτες κυβερνητικές κρίσεις.
Στην πατρίδα του θεμελιωτή του πολιτικού ρεαλισμού Νικολό Μακιαβέλι η επιβίωση στην εξουσία αποτελεί το πρόταγμα. Έτσι και το 1998 ο τότε πρόεδρος Φραντσέσκο Κοσίγκα, δημιούργησε τους “κουρελήδες του Βαλμί” (όρο δανεικό από την ιστορία του καταπονημένου στρατού του Ναπολέοντα που το 1792 κατατρόπωσε τους Πρώσσους), για να αντικατασταθούν με “πρόθυμους” βουλευτές ενός “ευρέος φάσματος” οι κομμουνιστικής προέλευσης (Rifondazione Comunista) εταίροι της προηγούμενης κυβέρνησης του Ρομάνο Πρόντι και να αποτραπεί η δημιουργία μίας νέας κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, ανοίγοντας τον δρόμο στην πρώτη κυβέρνηση Ντ’ Αλέμα.
Ωστόσο, κάθε εγχείρημα αυτού του είδους ως άλλη πολυπαραγοντική εξίσωση έχει πολλές απροσδιόριστες παραμέτρους και συχνά κρίνεται οριακά από έναν από αυτούς. Και καθώς οι κοινοβουλευτικοί, αντίθετα προς τους αριθμούς, δεν αποτελούν αφηρημένους όρους ναι μεν, αλλά σταθερούς δε, η βούλησή τους υπακούει στις δεδομένες ανθρώπινες ψυχικές και συμφεροντολογικές διακυμάνσεις.
Ο γερουσιαστής με το κόμμα του Μπερλουσκόνι Forza Italia Λουΐτζι Βιτάλι που αρχικά είχε δηλώσει πως αυτομολεί για να στηρίξει την κυβέρνηση Κόντε, πραγματικά την δωδεκάτη ώρα παλινώδησε και δήλωσε ξανά πίστη στην κεντροδεξιά παράταξη, δικαιολογώντας τον στιγμιαίο δισταγμό του στην ανησυχία του μήπως η χώρα συρθεί στις εκλογές. Ο Βιτάλι, που στέρησε “ζωτικά (vitali) όργανα”, από μία νέα κυβέρνηση Κόντε είχε υπηρετήσει ως γενικός γραμματέας στο υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι και ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες της αποποινικοποίησης της παραποίησης των βιβλίων του ισολογισμού, χάρις στην οποία απηλλάγη ο στενός συνεργάτης του “Καβαλιέρε”, Τσέζαρε Πρεβίτι: κανείς δεν αναρωτιέται ποιός ενδέχεται να συνέδραμε, ώστε να μεταβάλει γνώμη και να επιστρέψει στον “κύκλο του Άρκορε” του πρώην πρωθυπουργού.
Η τύχη της κυβέρνησης Κόντε επαφίεται στους “Ευρωπαϊστές” βουλευτές και γερουσιαστές από όλες τις πτέρυγες της αντιπολίτευσης, που καλούνται να στηρίξουν μία κυβέρνηση Κόντε, η οποία αφού ξεπεράσει τον σκόπελο τούτο θα διαπραγματευθεί από θέση ισχύος και με τον Ρέντσι. Με δεδομένο ότι ακόμη και με τη συνδρομή τους, οι ψήφοι τους δεν αρκούν για να αισθάνεται κοινοβουλευτικά ασφαλής η κυβέρνηση, ο διάλογος με το Italia Via είναι μονόδρομος για τον Κόντε, αλλά όχι με το πιστόλι στον κρόταφο και “χωρίς να ταπεινωθεί” όπως δηλώνει ο ίδιος. Από την πλευρά του, ο Ρέντσι ευελπιστεί πως θα είναι το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα και η λαχτάρα του να αναλάβει τα ηνία ο παράγοντας που θα επιταχύνει την πτώση της κυβέρνησης Κόντε. Με επικεφαλής το PD και το M5S σε υποτελή θέση, ο Ρέντσι βλέπει να πλησιάζει όλο και περισσότερο το στοχο του: να επανέλθει πάλι, χωρίς να χρειασθούν εκλογές, στην ηγεσία της χώρας.
Όμως οι ευσεβείς πόθοι του Ρέντσι μένουν απραγματοποίητοι καθώς κανένα από τα δύο κύρια κυβερνητικά κόμματα δεν επιδιώκει να πέσει αφ’ εαυτού της η κυβέρνηση ή να αναλάβει εκείνο τα ηνία για τις διερευνητικές ως πρώτος τη τάξει εταίρος. Ακόμη κι ο ίδιος ο ηγέτης του M5S Λουΐτζι Ντι Μάγιο απορρίπτει τις προτάσεις των δικών του βουλευτών και υπουργών να δηλώσει υποψήφιος για την πρωθυπουργία.
Επιπλέον, όλες οι δημοσκοπήσεις κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι για τον Ρέντσι και το κόμμα του, που καταποντίζουν στο 2,1% το κόμμα του και στο 10% τη δική του δημοφιλία, ενώ κατά 45% ευνοούν την 3η θητεία του Κόντε. Μπροστά στην γενική κατακραυγή που έχει ξεσηκώσει η καιροσκοπική κίνησή του να “ρίξει” τον Κόντε, ο Ρέντσι έχει βρει τον αποδιοπομπαίο τράγο τον εκπρόσωπο και spin doctor του Κόντε, τον Ρόκο Καζαλίνο, τον οποίο κατηγορεί ότι έχει καταντήσει την πολιτική reality show, πλάθοντας σε αυτήν την μασκαράτα μία επίπλαστη εικόνα του “άχρωμου” πρωθυπουργού, παρουσιάζοντάς τον σαν “ήρωα”. Μόνο που στο “Τρούμαν Σόου” της κυβέρνησης Κόντε , για να θυμηθούμε την ταινία, ο Ρέντσι μοιάζει να διεκδικεί με μεγάλη δόση ressentiment τον απωλεσθέντα ρόλο του πρωταγωνιστή, που επάξια είχε κερδίσει στα πρώτα του πολιτικά βήματα, τότε που παρουσιαζόταν ως ο Grande Rotamatore (o Μέγας Ανακυκλωτής, της παλαιάς πολιτικής).
Ωστόσο, ο Ρέντσι επιμένει στην άρνησή του να δεχθεί τον Κόντε στην κεφαλή της κυβέρνησης και το επανέλαβε το απόγευμα της Πέμπτης στον πρόεδρο Ματαρέλα κατά τη δεύτερη ημέρα των διερευνητικών επαφών, επιμένοντας στην ίδια παρελκυστική πολιτική, έως ότου βρεθεί άλλο όνομα για την πρωθυπουργία. Ο Ρέντσι μολονότι δήλωσε πως δεν επιθυμεί εκλογές, επιμένει ωστόσο στην αλλαγή είτε προσώπου στην ηγεσία της κυβέρνησης, είτε να αναλάβει μία κυβέρνηση τεχνοκρατών: μόνο που μετά τον Ρέντσι ο ηγέτης του PD Νικόλα Τζινγκαρέτι επέμεινε ενώπιον του προέδρου πως το κόμμα του και όλη η κυβερνητική παράταξη ρίχνει όλο το βάρος της στον Κόντε, ο οποίος κατ’ αυτούς είναι ο μόνος που δύναται “να συνθέσει δυνάμεις”. Όπως φαίνεται τα κόμματα της κυβέρνησης και παρά τις συνεχείς ομοβροντίες του “εχθρού” επιμένουν και έχουν αποδυθεί, όπως στην αντίστοιχη ταινία, στη κατά Cinecitta’ εκδοχή διάσωση του “πολιτικού στρατιώτη” Κόντε.