Μπορεί συνήθως να μην νοσούν σοβαρά από την covid-19 και ελάχιστοι θάνατοι παιδιών έχουν αναφερθεί. Όμως τα παιδιά είναι κι αυτά θύματα του κορονοϊού με πολλούς άλλους τρόπους, όπως επισημαίνει το BBC.
Από την αύξηση των ποσοστών των προβλημάτων ψυχικής υγείας μέχρι τις ανησυχίες για τα αυξημένα επίπεδα κακοποίησης και παραμέλησης και τις πιθανές βλαβερές συνέπειες στην ανάπτυξη των βρεφών, η πανδημία απειλεί να αφήσει ένα καταστροφικό κληροδότημα στις πολύ μικρές ηλικίες στη Βρετανία.
Το κλείσιμο των σχολείων, ευλόγως, είναι καταστροφικό για την εκπαίδευση των παιδιών. Αλλά τα σχολεία δεν είναι μόνο ένας χώρος εκμάθησης. Είναι και ένας χώρος κοινωνικοποίησης, συναισθηματικής ανάπτυξης και για κάποια παιδιά ακόμη και μια διέξοδος από ένα νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον.
Ο καθηγητής Ράσελ Βάινερ, ο πρόεδρος του Βασιλικού Κολλεγίου Παιδιατρικής και Παιδικής Υγείας, ήταν πολύ σαφής κατά την ενημέρωση που έκανε στις αρχές του μήνα στην Επιτροπή για την Εκπαίδευση του βρετανικού κοινοβουλίου: “Όταν κλείνουμε τα σχολεία κλείνουμε τις ζωές τους”, είπε στους βουλευτές επισημαίνοντας ότι η πανδημία έχει προκαλέσει μια σειρά από προβλήματα στα παιδιά: από μοναξιά ως αϋπνίες και μειωμένη σωματική δραστηριότητα.
Αλλά δεν είναι μόνο το κλείσιμο των σχολείων. Το στρες που έχει προκαλέσει η πανδημία στην οικογένεια με τα αυξημένα επίπεδα ανεργίας και την οικονομική ανασφάλεια σε συνδυασμό με την υποχρεωτική παραμονή μέσα στο σπίτι έχουν επιβαρύνει τα νοικοκυριά σε ολόκληρη τη χώρα.
Η ΜΚΟ “Εθνική Εταιρεία για την Πρόληψη της Κακομεταχείρισης των Παιδιών” υποστηρίζει ότι οι παροχές της ειδικής τηλεφωνικής γραμμής της βοήθειας για τα παιδιά έχουν αυξηθεί κατά 10% από την έναρξη της πανδημίας.
Αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας
Όπως ήταν αναμενόμενο, είναι σαφείς οι ενδείξεις που επιφέρει στην ψυχική υγεία των παιδιών η πανδημία.
Η έκθεση “Ψυχική Υγεία των Παιδιών και των Νέων Ατόμων στην Αγγλία για το 2020”, την οποία εκπονούν το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας σε συνεργασία με την Στατιστική Υπηρεσία, αποτελεί την επίσημη πηγή για την ψυχική κατάσταση των παιδιών.
Οι φορείς αυτοί παρακολούθησαν περισσότερα από 3.000 νεαρά άτομα την τελευταία τετραετία. Οι τελευταίες διαπιστώσεις της έκθεσης, οι οποίες δημοσιεύτηκαν το φθινόπωρο, αναφέρουν ότι συνολικά ένα στα έξι παιδιά, ηλικίας πέντε ως 16 ετών, εμφάνιζε πιθανή ψυχική διαταραχή, σε σχέση με ένα στα 9 που ήταν τρία χρόνια πριν. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στα μεγαλύτερα κορίτσια.
Τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν τις οικογενειακές εντάσεις και τις οικονομικές ανησυχίες αλλά και το αίσθημα απομόνωσης από τους φίλους και τον φόβο για τον ιό ως αιτίες πρόκλησης θλίψης.
Οι έφηβοι και οι νέοι έχουν επίσης πληγεί καθώς βλέπουν τις προοπτικές τους στη ζωή να μειώνονται. Ο Δείκτης Νεολαίας, ο οποίος δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο από το ίδρυμα Prince’s Trust σε συνεργασία με την εταιρεία έρευνας αγοράς και ανάλυσης δεδομένων YouGov, καταγράφει επί 12 χρόνια την ψυχική κατάσταση νέων ανθρώπων, από 16 ως 25 ετών.
Διαπίστωσε ότι περισσότεροι από τους μισούς νέους αισθάνονταν διαρκώς αγωνία–το υψηλότερο επίπεδο που έχει ποτέ καταγραφεί.
Ο Τζόναθαν Τάουνσεντ του Ιδρύματος εκφράζει φόβους ότι οι νέοι “χάνουν κάθε ελπίδα για το μέλλον τους”.
Βρέφη μένουν πίσω στην ανάπτυξη
Στο άλλο άκρο του ηλικιακού φάσματος, οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας οι οποίοι βοηθούν τους γονείς και τα βρέφη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, εκφράζουν ανησυχίες για τις επιπτώσεις που έχει η υγειονομική κρίση στα νεογέννητα.
Η έρευνα έχει δείξει ότι τα πρώτα δύο με τρία χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου είναι η σημαντικότερη περίοδος για την ανάπτυξή του.
Αν τα παιδιά μείνουν πίσω στην ανάπτυξή τους τη συγκεκριμένη περίοδο, μπορεί να αποκτήσουν ισόβια προβλήματα.
Το Ινστιτούτο Υγειονομικών Επισκεπτών ανακοίνωσε ότι έχει πληγεί σοβαρά από την πανδημία με αποτέλεσμα οι εξειδικευμένες νοσηλεύτριές του να έχουν αποσυρθεί από αυτές τις υποχρεώσεις τους για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πρώτη γραμμή κατά της πανδημίας.
Σε ορισμένες περιοχές μάλιστα το ποσοστό των επισκεπτριών νοσηλευτριών έχει μειωθεί στο μισό.
Αυτό, σε συνδυασμό με τους κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης, σημαίνει ότι για πολλούς γονείς η μοναδική βοήθεια που έλαβαν ήταν διαδικτυακά.
Ταυτόχρονα η απουσία των ομάδων γονέων με τα βρέφη τους και οι φιλίες που συχνά αναπτύσσονται μέσα από αυτές κατέληξε τα βρέφη της πανδημίας να μην ωφεληθούν από την κοινωνική επαφή που είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξή τους.
“Φυλακισμένα” παιδιά με ειδικές ανάγκες
Υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύριο παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες και άλλες ειδικές ανάγκες–περίπου ένα στα δέκα εκ των οποίων πάσχει αππό σύνθετες και απειλητικές για την ζωή του παθήσεις, όπως η ινοκυστική νόσος ή η οξεία εγκεφαλική παράλυση.
Η φύση της πανδημίας και η διαχείριση αυτής έχουν προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα για πολλά από αυτά τα παιδιά και τις οικογένειές τους.
Αυτά που υποφέρουν από τις πιο σύνθετες παθήσεις πιθανόν χρειάζονται κατ’ οίκον θεραπεία από εξειδικευμένους νοσηλευτές ή φροντιστές.
Αυτό ωστόσο είναι πλέον δυσεύρετο στον καιρό της πανδημίας καθώς το νοσηλευτικό προσωπικό έχει αποσπαστεί στην πρώτη γραμμή ή οι φιλανθρωπικές οργανώσεις έχουν υποχρεωθεί να μειώσουν τα υποστηρικτικά τους δίκτυα.
Όσα μάλιστα παιδιά είναι ανοσοκατεσταλμένα, είναι υποχρεωτικά κλεισμένα μέσα στο σπίτι από την αρχή της πανδημίας.
Η Κριστίν Λίνεχαν, η διευθύντρια του Συμβουλίου για Παιδιά με Ειδικές Ανάγκες, εξηγεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις παιδιά έχουν “φυλακιστεί” μέσα στα σπίτια τους.
Η ίδια λέει ότι ακόμη και όσα παιδιά από αυτά είναι πιο ανεξάρτητα, αντιμετωπίζουν προβλήματα καθώς, όπως εκτιμά η ίδια, περισσότερο από τα μισά σχολεία δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τις επιπρόσθετες μαθησιακές ανάγκες αυτών των παιδιών που παρακολουθούν μαθήματα εξ΄αποστάσεως.
Η πανδημία έχει κάνει “αόρατη” την κακοποίηση
Για κάποια παιδιά η πανδημία είχε δραματικές επιπτώσεις καθώς παρατηρείται αύξηση στα ποσοστά ενδοοικογενειακής παιδικής κακοποίησης.
Από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο έχουν υπάρξει 285 καταγγελίες από συμβούλια για θανάτους παιδιών και για σοβαρά περιστατικά κακοποίησης, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Αυτή η αύξηση ήταν μεγαλύτερη κατά ένα τέταρτο σε σχέση με την ίδια περίοδο ένα χρόνο πριν.
Αλλά η επίτροπος για τα παιδιά στην Αγγλία, η Αν Λόνγκφιλντ, ανησυχεί ότι αυτό είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου και υποστηρίζει ότι το κλείσιμο των σχολείων και η παραμονή στο σπίτι λόγω της καραντίνας έχουν οδηγήσει στη δημιουργία μιας γενιάς ευάλωτων παιδιών, “αόρατων” για τους κοινωνικούς λειτουργούς.
Οι παραπομπές, που συνήθως προέρχονται από διάφορες πηγές–από τους ιατρικούς επισκέπτες έως τις σχολικές νοσηλεύτριες–μειώθηκαν τον περασμένο χρόνο.
Αυτό, όπως επισημαίνει η ίδια, είναι παράλογο δεδομένου του πλήγματος που έχει επιφέρει η πανδημία στην οικογενειακή ζωή.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι πριν από την πανδημία υπήρχαν ήδη πάνω από δύο εκατομμύρια παιδιά στην Αγγλία και στην Ουαλία που ζούσαν σε νοικοκυριά τα οποία τελούσαν υπό μια “τοξική τριάδα”–ενδοοικογενειακή κακοποίηση, εξάρτηση γονέα από ουσίες ή σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας.
Ο φόβος είναι τώρα ότι τα ποσοστά αυτά θα έχουν αυξηθεί δραματικά.
“Tα παιδιά εγκαταλείφθηκαν”
Η Λόνγκφιλντ υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που έχει δημοσιοποιήσει η οργάνωσή της δείχνουν ότι μόνο ένα στα τρία παιδιά που είχε ανάγκη από υποστήριξη ψυχικής υγείας την είχε πριν από την πανδημία και η κατάσταση με τις επιπτώσεις της πανδημίας θα είναι τώρα πολύ χειρότερη.
Προειδοποιεί ακόμη ότι τα παιδιά θα ζουν με την βαριά κληρονομιά της πανδημίας “για τα επόμενα χρόνια” και εκφράζει την επιθυμία να δει μια σημαντική επένδυση για την στήριξη των παιδιών.
Ο Σουνίλ Μπόπαλ, ο πρόεδρος της Διεθνούς Ομάδας για την Παιδική Υγεία, η οποία υποστηρίζει τα παιδιά στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, λέει ότι υπερβολικά πολύς κόσμος υποτιμά τις επιπτώσεις της πανδημίας στα παιδιά θεωρώντας ότι τα παιδιά είναι ανθεκτικά και θα ανακάμψουν.
Ο ίδιος όμως πιστεύει ότι αυτό είναι παραπλανητικό και ότι, αντίθετα, τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα κόσμο όπου ακόμη “και το παιχνίδι με τους φίλους είναι παράνομο” και αυτό απειλεί να αφήσει μακροπρόθεσμα τραύματα σε πολλά από αυτά.
“Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολή να πούμε ότι τα παιδιά και οι οικογένειές τους εγκαταλείφθηκαν”, καταλήγει.