Η βασίλισσα Eλισάβετ φέρεται να έπεισε τη Βρετανική κυβέρνηση να αλλάξει ένα νομοσχέδιο προκειμένου να κρύψει τις επενδύσεις της από το κοινό, αποκαλύπτει ο Guardian.
Σημειώνεται ότι το ύψος της περιουσίας της Βασίλισσας Ελισάβετ δεν έχει δημοσιευτεί ποτέ, αλλά εκτιμάται ότι ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, κυβερνητικά έγγραφα που βρέθηκαν στα Εθνικά Αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου αποκαλύπτουν ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της βασίλισσας Ελισάβετ πίεσε τους πολιτικούς να αλλάξουν τη νομοθεσία, ώστε τα περιουσιακά της στοιχεία να παραμείνουν μυστικά.
Μετά από την βασιλική παρέμβαση, οι συντηρητικοί υπουργοί κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Τεντ Χιθ συμπεριέλαβαν μια επιπλέον ρήτρα στο νόμο που δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να εξαιρεί από τα μέτρα διαφάνειας, εταιρείες που ανήκουν σε “αρχηγούς κρατών”.
Τα σχετικά δημοσιεύματα δείχνουν ότι οι δικηγόροι που ενεργούν για λογαριασμό της Αυτού Μεγαλειότητας επικαλέστηκαν την αποκαλούμενη “συμφωνία συναίνεσης” σύμφωνα με την οποία, ο βασιλεύς μονάρχης ενημερώνεται και ζητείται η συναίνεσή του σε νομοσχέδια που πρόκειται να πάνε για έγκριση στο κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τα αρχειοθετημένα έγγραγα, το Νοέμβριο του 1973 η Βασίλισσα ανησυχούσε ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο για διαφάνεια στις εταιρικές επενδύσεις θα εξέθετε την οικονομική της κατάσταση στα μάτια του κόσμου και άρα και την ίδια στη δημόσια κριτική.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλισσας Μάθιου Φάρερ ανέφερε ότι μίλησε με υπαλλήλους του τότε Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας σχετικά με τα προτεινόμενα νέα μέτρα του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι η Βασίλισσα ανησυχούσε για την πιθανότητα να αποκαλυφθούν οι επενδύσεις της.
«Έχω μιλήσει με τον κ. Φάρερ», έγραψε στις 9 Νοεμβρίου δημόσιος υπάλληλος CM Drukker, τον οποίον επισκέφθηκε ο δικηγόρος της Βασίλισσας. “Νομίζω ότι οι πελάτες του– ανησυχούν πολύ για τον κίνδυνο αποκάλυψης (των επενδύσεών τους) στους διευθυντές μίας εταιρείας όσο και στους μετόχους και το ευρύ κοινό” σημείωσε ο κ. Drukker.
Στη συνέχεια, η Ντάουνινγκ Στριτ πρότεινε τη συμπερίληψη μιας πρόσθετης ρήτρας στο νομοσχέδιο που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να απαλλάξει συγκεκριμένες εταιρείες από την υποχρεωτική αποκάλυψη των κεφαλαίων τους. Μετά τις γενικές εκλογές της ίδιας χρονιάς που έθεσαν το Εργατικό Κόμμα στην εξουσία, η κυβέρνηση Χάρολντ Γουίλσον διατήρησε το νομοσχέδιο αναλλοίωτο και έγινε νόμος το 1976.
Ένας εκπρόσωπος της Βασίλισσας είπε στον Guardian ότι “η συναίνεση της Βασίλισσας είναι μια τυπική κοινοβουλευτική διαδικασία και ότι η συναίνεση χορηγείται πάντοτε από τον μονάρχη όταν ζητείται από την κυβέρνηση”.
“Το εάν απαιτείται η συναίνεση της Βασίλισσας αποφασίζεται από το κοινοβούλιο, ανεξάρτητα από τον βασιλικό οίκο, σε θέματα που θα επηρέαζαν τα συμφέροντα του θρόνου, συμπεριλαμβανομένης της ιδιοκτησίας και των συμφερόντων του μονάρχη”.
Παρ’ ότι η χρήση του συστήματος συναίνεσης συνήθως καταγράφεται στο κοινοβούλιο με την ένδειξη «Hansard» πριν από την τρίτη ανάγνωση του νομοσχεδίου, δεν μπορεί να βρεθεί σχετική κοινοποίηση για το νόμο του 1976.
Όπως και να έχει τα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι τον Νοέμβριο του 1973 η Βασίλισσα φοβήθηκε ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο θα μπορούσε να επιτρέψει στο κοινό να ελέγξει τα οικονομικά της. Ως αποτέλεσμα, έστειλε τον ιδιωτικό της δικηγόρο για να πιέσει την κυβέρνηση προκειμένου γίνουν αλλαγές. Και φυσικά τα κατάφερε.
Μια τέτοια εξαίρεση δόθηκε και στην εταιρεία Bank of England Nominees Limited, η οποία ελέγχεται από κορυφαίους αξιωματούχους της Τράπεζας της Αγγλίας και η οποία στο παρελθόν έχει θεωρηθεί ότι συνδέεται με τις επενδύσεις της βασίλισσας.