Πολλοί υποστηρίζουν πως το κυριότερο που προέκυψε από τη σημερινή συνέντευξη Τύπου της υπουργού Πολιτισμού ήταν η άρνησή της να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τον διορισμό του τέως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη. Μολονότι η εμφανής ταραχή της, η σπουδή της να δικάσει η ίδια τον κ. Λιγνάδη, αποκαλώντας τον «επικίνδυνο», σε αντίθεση με τις ως σήμερα τοποθετήσεις της που μιλούσαν για «φήμες», καθώς και η αλαζονική της επιμονή να επιρρίπτει ευθύνες στους πάντες πλην του εαυτού της, σχημάτισαν μια εικόνα ενός προσώπου που σπασμωδικά πάσχιζε να αποκρούσει ό,τι μπορεί, πιστεύω ότι το κυριότερο μάθημα που πρέπει να πάρουμε από τη σημερινή ομιλία της υπουργού είναι διαφορετικό: η στρατηγική που συσπείρωσε τις τελευταίες μέρες τα πυρά της κριτικής υπό το αίτημα παραίτησης της ίδιας της κ. Μενδώνη είναι λανθασμένη και επιζήμια.
Καταρχάς, ενώ παρουσιάζεται ως αίτημα ηθικής αποκατάστασης που σχετίζεται αποκλειστικά με τα καταγγελλόμενα βαρύτατης απαξίας αδικήματα, οποιοσδήποτε διαυγής παρατηρητής αντιλαμβάνεται πως στην απαίτηση να παραιτηθεί η κ. Μενδώνη συγκεφαλαιώνονται μια σειρά κριτικές για την υπουργία της που αποτελούν ζητήματα ολωσδιόλου διαφορετικής τάξης. Τα αρχαία της Βενιζέλου, τα τσιμέντα στην Ακρόπολη, η διαχείριση του πολιτιστικού τομέα κατά την πανδημία, είναι όλα πολύ σοβαρά θέματα και απολύτως θεμιτές αιτίες κριτικής προς την υπουργό, δεν έχουν όμως καμία δουλειά να μπαίνουν κάτω από μια ετικέτα #metoo.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην πολιτική αυτά συμβαίνουν. Συμβαίνουν, πράγματι, έχουν όμως επιπτώσεις. Και η επίπτωση εδώ είναι η υπαγωγή ενός αιτήματος κοινωνικού με την ευρύτατη έννοια, του αιτήματος της διάρρηξης μιας κουλτούρας κακοποίησης και της οικοδόμησης μιας κουλτούρας -αλλά και μηχανισμών- προστασίας, σε μια στενά αντιπολιτευτική στρατηγική. Κι αυτό δεν διέφυγε, ασφαλώς, της προσοχής της κ. Μενδώνη: το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας της αναλώθηκε σε δίπολα όπως «η Μπεκατώρου μίλησε στη δική μας καμπάνια», «ο Χαϊκάλης ήταν δικός σας υπουργός». Πιθανότατα, η κ. Μενδώνη θα τιμούσε ούτως ή άλλως την πάγια και επιτυχημένη τακτική απάντησης σε κάθε κριτική με μια επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ που αντηχεί από δω ως τη Βενεζουέλα, ωστόσο οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το «δικοί σας» και «δικοί μας» ψιθυρίζεται στους κόλπους και των δύο ευγενώς αμιλλωμένων παρατάξεων, τουλάχιστον από τη στιγμή που οι καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση γύρω από το όνομα του κ. Λιγνάδη εκτόπισαν από τη μαρκίζα της δημοσιότητας τις καταγγελίες για εργασιακή κακοποίηση γύρω από όνομα του κ. Κιμούλη.
Η περιστολή της ολοένα πιο εκρηκτικής συζήτησης για τη σεξουαλική βία και κακοποίηση σε διαξιφισμό μεταξύ φιλοκυβερνητικών και αντικυβερνητικών προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στο όποιο πηγαίο κίνημα τείνει να δημιουργηθεί. Όσες φωτογραφίες του ζεύγους Μητσοτάκη και της κ. Μενδώνη με τον κ. Λιγνάδη κι αν κατακλύσουν τα social media, τίποτε δεν θα αλλάξει επί της ουσίας αν δεν βγουν στην επιφάνεια μαρτυρίες από ανθρώπους που υποφέρουν σε σχολεία και ιδρύματα, σε πανεπιστήμια και εργασιακούς χώρους, στην κοινωνική ζωή και στην ίδια τους την οικογένεια. Και το τελευταίο πράγμα που ενθαρρύνει τους επιζώντες και τις επιζώσες της κακοποίησης να μιλήσουν είναι η εντύπωση πως όλο τούτο έχει στόχο όχι μια ολόκληρη κουλτούρα, ούτε καν τον κακοποιητή της διπλανής πόρτας, αλλά στενά το κυβερνών κόμμα.
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη – ο σημαντικότερος – λόγος που η περιστολή του αιτήματος για κάθαρση στην απαίτηση για παραίτηση της υπουργού που διόρισε έναν που τώρα κατηγορείται, είναι επιζήμια: συσκοτίζει την πραγματική έκταση και τους πραγματικούς μηχανισμούς των φαινομένων κακοποίησης. Μ’ άλλα λόγια, σ’ αυτές τις υποθέσεις, υπάρχει πράγματι τεράστια διάχυση ευθυνών, με απολύτως συστημικό τρόπο. Κι όσο κι αν πολιτικοί όπως η κ. Μενδώνη επικαλούνται το γεγονός αυτό για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες, παραμένει γεγονός. Για να το εξηγήσω καλύτερα: ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που μάθαμε με τη δημοσιογραφική ομάδα The Manifold στη μακρά και συνεχιζόμενη έρευνά μας για την παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα, είναι πως δεν υπάρχει – πέραν των κακοποιητών των ίδιων, ασφαλώς – ένας, μόνος, προφανής και κύριος ένοχος για την αποτυχία του συστήματος προστασίας. Ασφαλώς υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα με συγκεκριμένες ευθύνες, αν όμως θέλει κανείς να κατανοήσει το πρόβλημα, οφείλει να αντιληφθεί τουλάχιστον τρία επίπεδα συστημικών αιτίων:
Πρώτον, ο ολοσχερής κατακερματισμός των υπηρεσιών πρόνοιας. Πού πάει ένας άνθρωπος για να καταγγείλει και πού για να προστατευτεί; Πρόκειται για έναν λαβύρινθο υποστελεχωμένων και αποσπασματικών υπηρεσιών, δίχως κοινά πρωτόκολλα και επί μακρόν βασανισμένων από την πλημμελή και άστοχη νομοθέτηση, ο οποίος βουλιάζει κάτω από το βάρος ενός μείγματος ολιγωρίας, άγνοιας, έλλειψης εργαλείων και – για τους λίγους μαχητές – υπερκόπωσης.
Δεύτερον, η κοινωνική αποσιώπηση. Δεν θα εκπλαγεί κανένας μαθαίνοντας ότι απλώς δεν μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα. Δεν εννοώ τους επιζώντες και τις επιζώσες εδώ, εννοώ όλους εμάς, το «χωριό», τη «γειτονιά». Έχοντας προσπαθήσει να κάνουμε την ανατομία παλαιότερων υποθέσεων παιδικής κακοποίησης που συνέβαινε για χρόνια και στις οποίες εμπλέκονταν πολλοί άνθρωποι από διάφορες θέσεις, το μοτίβο ήταν κοινό: δεν μιλάει κανένας. Καμιά φορά τύχαινε κάποιος να μιλήσει για την ευθύνη κάποιου άλλου – ένας κοινωνικός λειτουργός για έναν δήμαρχο, ένας ψυχίατρος για μια οικογένεια που απέσυρε την καταγγελία της – κι έτσι λίγο λίγο κατορθώσαμε να αποκτήσουμε μια εικόνα για μια αποσιώπηση που πνίγει τα πάντα.
Τρίτον, η ίδια η φύση της κακοποίησης. Πολλές φορές αναρωτιούνται οι λιγότερο εξοικειωμένοι με αυτές τις υποθέσεις πώς είναι δυνατόν να συζητούμε τώρα για περιστατικά που συνέβησαν, λόγου χάρη, είκοσι χρόνια πριν. Γιατί τα θύματα δεν έφυγαν; Γιατί συνειδητοποίησαν τόσο αργά ότι κακοποιούνταν; Γιατί δεν μίλησαν; Η απάντηση βρίσκεται στον ίδιο τον χειρισμό του κακοποιητή – το λεγόμενο “grooming”. Συχνότατα, η κακοποίηση δεν είναι μια ξαφνική παραβίαση αλλά μια μεθοδικά προετοιμασμένη και σταδιακή παγίδευση, όπου το κύρος και η εξουσία του θύτη καλλιεργούν στο θύμα θαυμασμό και υποταγή. Γι’ αυτό και είναι τόσο συχνές οι περιπτώσεις κακοποίησης όπου εμπλέκονται δάσκαλοι, προπονητές, ιερωμένοι και βέβαια γονείς και συγγενείς – φιγούρες ακριβώς που στα μάτια του θύματος έχουν κύρος και εξουσία και μπορούν να το παγιδεύσουν. Κι επίσης συχνές είναι βέβαια οι περιπτώσεις όπου τα θύματα παραμένουν παγιδευμένα για τόσο μεγάλα διαστήματα, που καλύπτουν τα ίδια τους θύτες τους ή ακόμη και τους υπερασπίζονται.
Η διαπλοκή αυτών των τριών επιπέδων δημιουργεί ένα φράγμα σχεδόν αδιαπέραστο, που υποχωρεί μόνο πολύ σπάνια, με τεράστιες δυσκολίες και ασύλληπτη γενναιότητα και αντοχή από τους επιζώντες, τις επιζώσες και τους αρωγούς τους. Σήμερα μοιάζει να βιώνουμε μια τέτοια στιγμή.
Η συζήτηση για τη σεξουαλική κακοποίηση στην ελληνική κοινωνία πρέπει να γίνει με όρους που αποκαλύπτουν την έκταση, το βάθος, την πολυπλοκότητα, τη διαχρονικότητα, την ιστορικότητα και τις κοινωνικές ρίζες του προβλήματος – και ασφαλώς εντέλει τις ευθύνες συγκεκριμένων ανθρώπων, που δεν είναι πάντοτε πολιτικοί. Καταλαβαίνω όσους θεωρούν την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μια κακή κυβέρνηση και την κ. Μενδώνη μια κακή υπουργό. Συμφωνώ μαζί τους. Αλλά η ιδέα πως η συζήτηση για την κακοποίηση που μόλις ξεκίνησε, για πρώτη φορά με τέτοιο βεληνεκές, θα σφηνωθεί στον στενό στόχο να πέσει αυτή η κυβέρνηση ή να παραιτηθεί αυτή η υπουργός με κάνει να επαναστατώ. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.