“Είδες να μαδούν την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος”.
Διονύσιος Σολωμός
[από τα σημειώματα της Γυναίκας της Ζάκυνθος]
Η ευκολία με την οποία η νεοσύστατη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφάσισε και επέβαλλε το πρώτο γενικό lockdown τον προηγούμενο Μάρτη χαιρετίστηκε από την κοινή γνώμη και την πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης στο εσωτερικό και το εξωτερικό ως τολμηρή και αποφασιστική κίνηση εμπροσθοφυλακής στην παγκόσμια μάχη ενάντια στον κορονοϊό. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που με το μυαλό κάπως πιο καθαρό επεσήμαναν το πρωτοφανές του πράγματος, αλλά και την αμφίβολη συσχέτιση μέσων και σκοπού. Ήταν πολύ νωρίς, και η διάχυση του φόβου του θανάτου στο κοινωνικό ασυνείδητο πολύ μεγάλη, για έναν πληθυσμό σκληρά χτυπημένο σε οικονομικό, κοινωνικό και υγειονομικό επίπεδο καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, επρόκειτο για την ίδια κυβέρνηση, η οποία λίγους μήνες πριν είχε δείξει καθαρά τις προθέσεις της στα ζητήματα των πολιτικών ελευθεριών και της διαχείρισης των πολιτικών της αντιπάλων. Με το περιβόητο “τελεσίγραφο” Χρυσοχοϊδη και τις εφόδους σε δεκάδες καταλήψεις στέγης και πολιτικά κέντρα, ως την υπόθεση εξευτελισμού και βίαιης τρομοκράτησης σε ζωντανή σύνδεση της οικογένειας του Δημήτρη Ινδαρέ το μήνυμα είχε δοθεί: μηδενική ανοχή. Το παλιό ευρηματικό σχήμα λόγου του παραδοσιακού δεξιού Βύρωνα Πολύδωρα επέστρεφε έμπρακτα, αυτή τη φορά με εκσυγχρονιστικά παράσημα και ευφήμους μνείες από τη CIA και το FBI.
Η στερνή σημερινή μας γνώση μπορεί ίσως να διακρίνει πλέον εκείνη την εντυπωσιακή και μετα πολλών επαίνων “ευκολία” ως βολική υλοποίηση μιας πολιτικής τακτικής προληπτικής (και ολοκληρωτικής) σάρωσης οποιασδήποτε πιθανής αντιπολίτευσης. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Η κυβέρνηση, από δω και πέρα, “περπατούσε σε κύματα”. Η άρνηση του Βασίλη Κικίλια να συναντήσει αντιπροσωπεία της ΟΕΝΓΕ στις 20 Μαρτίου, και η τελική παύση από μεριάς του Υπουργείου Υγείας οποιασδήποτε επικοινωνίας με τους νοσοκομειακούς γιατρούς από τον Απρίλιο και εξής ήταν η πρώτη ισχυρή ένδειξη της ναπολεόντειας ορμής του νέου καθεστώτος. Άλλωστε, τα ρεπορτάζ του “Αλ Τζαζίρα” για την πιο επιτυχημένη διαχείριση της πανδημικής κρίσης σε διεθνές επίπεδο έδιναν κι έπαιρναν.
Μερικούς μήνες αργότερα, όταν οι εκατόμβες νεκρών σε καθημερινή βάση αποκάλυψαν πως ο βασιλιάς είναι γυμνός, επιλέχθηκε η ευθεία επίθεση στους νοσοκομειακούς γιατρούς με πειθαρχικές και δικαστικές διώξεις. Ήταν ακριβώς σε εκείνο το χρονικό σημείο που έγινε (ή θα έπρεπε να είχε γίνει) κατανοητό πως η διασφάλιση από τους κυβερνώντες της ολοκληρωτικής απουσίας οποιασδήποτε αντιπολίτευσης στον πολιτικό και κοινωνικό χώρο καταργούσε de facto την ίδια την Πολιτεία ως τέτοια, αποτελώντας συνακόλουθα την πολιτική προϋπόθεση της εύκολης και αναίμακτης αναίρεσης οποιωνδήποτε υπολειμμάτων Κράτους Δικαίου είχαν απομείνει μετά τη δεκαετή καταστροφή της κρίσης. Όταν το κράτος διώκει δικαστικά τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων εν μέσω υγειονομικής κρίσης και κατάρρευσης του ΕΣΥ σημαίνει πως είναι έτοιμο να σηκώσει το βάρος πολύ περισσότερων νεκρών, έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του. Όπως σοφά το είχε θέσει σε ανύποπτο χρόνο ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, “οι κατεστημένες δυνάμεις έχουν μια βαθιά συγγένεια με το θάνατο, ο θάνατος είναι μια ένδειξη ανελευθερίας, ήττας”.
Οι τωρινές εν εξελίξει αποκαλύψεις σχετικά με τα κυκλώματα παιδεραστίας και τη συμμετοχή εκλεκτών του νέου καθεστώτος σε αυτά, αλλά πολύ περισσότερο οι αντιδράσεις των κυβερνώντων, έρχονται να επιβεβαιώσουν την βοναπαρτίστικη φύση του δημιουργηθέντος, μετά το σημείο μηδέν του πρώτου γενικού (κοινωνικού και πολιτικού) lockdown, συμπλέγματος εξουσίας. Η ιδιαίτερη αυτή φύση του αντανακλάται ευκρινώς και στην καταφανή αντιθεσμικότητα της εν ενεργεία κυβέρνησης. Μοιάζει να μεσολάβησε μια απλή παρεϊστικη “ενδο-συννενόηση”, ώστε, με δεδομένη την επερχόμενη σύλληψη του γνωστού σκηνοθέτη, αυτός να μετατραπεί εν μία νυκτί από διωκόμενος των “λαϊκών δικαστηρίων” που του αρνούνται το τεκμήριο αθωότητας, σε “επικίνδυνο άνθρωπο” και, βέβαια, “μεγάλο υποκριτή”.
Εντέλει, δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί κανενός. Συνεχίζουν να είναι οι εκλεκτοί. Όχι ελέω θεού, όπως ο παλιός Κορσικανός, αλλά ελέω απαγορευτικού. Έχουν άλλωστε πρότερη εμπειρία σε τέτοιες υποθέσεις, ανταποκρινόμενοι με θρασεία επιτυχία στις προκλήσεις. Τον Δεκέμβριο του 2019, μετά την απαλλακτική (λόγω παραγραφής) απόφαση του Εφετείου Πλημμελημάτων για την υπόθεση ασέλγειας κατά συρροή, ο Νίκος Γεωργιάδης δήλωσε πως πρόκειται για “μια υπόθεση στην οποία είμαι απολύτως αθώος”. Την ίδια στιγμή οι μολδαβικές αρχές είχαν – και έχουν – στην κατοχή τους βίντεο από κρυφές κάμερες που είχαν τοποθετηθεί στο διαμέρισμά του, όπου έχουν καταγραφεί οι συνευρέσεις του με ανήλικους θύματα trafficking.
Η κυβέρνηση που “περπατάει σε κύματα” δείχνει επιπλέον τον τελευταίο μήνα ιδιαίτερα ανεπηρέαστη και άνετη μπροστά στην προοπτική να συμβεί το μοιραίο στην υπόθεση της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Να υπάρξει δηλαδή για πρώτη φορά θάνατος απεργού πείνας στην Ελλάδα. Πρόκειται βέβαια για μια επίδειξη δύναμης από πλευράς των πατρίκιων του γενικού (πολιτικού και κοινωνικού) απαγορευτικού. Όμως, παρόλο που δείχνουν – ή παριστάνουν – πως δεν το καταλαβαίνουν, η συγκυρία έχει αλλάξει. Όλο και μεγαλύτερες ρωγμές εμφανίζονται στο μέχρι πρότινος αδιαπέραστο τείχος του φόβου και της παράλυσης.
Η βία που θεσπίζει και η βία που συντηρεί το δίκαιο, δηλαδή κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν η βία που άρχει και η βία που διοικεί, δεν είναι ούτε αδιατάρακτα συνεχείς, ούτε αμετάκλητες. Στις τομές του ιστορικού χρόνου, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, “όπως το πλήθος εμφανίζεται εν είδει θείας δίκης απέναντι στον εγκληματία”, ενεργοποιείται κάποιες φορές και η θεϊκή βία, η οποία είναι “σύμβολο και σφραγίδα, αλλά ποτέ μέσο ιερής εκτέλεσης”. Ο διωγμένος από τον ναζισμό Γερμανοεβραίος φιλόσοφος έλεγε πως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «βία που κυριαρχεί». Στα μέρη μας από παλιά το λέγαμε κάπως αλλιώς: “Φωνή λαού, οργή Θεού”.