Όταν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, υποδεχόταν τον τότε Σομαλό πρόεδρο, Χασάν Σεΐχ Μοχάμουντ, στην Ουάσιγκτον το 2013, δήλωνε περήφανος που «Οι ΗΠΑ βοήθησαν τη Σομαλία να αντιμετωπίσει τον φυλετικό τρόμο και συνέδραμαν στην συνοχή του κράτους της Σομαλίας», κανείς δεν πίστευε πως το εννοούσε.
Προϊόντος του χρόνου τα γεγονότα φαινόταν να τον επιβεβαιώνουν εν μέρει. Ο Κόλπος της Γουϊνέας γινόταν το νέο σημείο αναφοράς για τις πειρατικές επιθέσεις κατά εμπορικών πλοίων, ενώ από την άλλη πλευρά η αιχμηρή άκρη του Κέρατος της Αφρικής έβλεπε τον αριθμό των πειρατικών ενεργειών να μειώνονται ραγδαία από το 2014 έως το 2019, ενώ πόλεις όπως το Κισμάγιο και η Γκαρόουε κατέγραφαν οικονομική άνθιση πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της χώρας. Το μοναδικό πρόβλημα της χώρας έμοιαζε να είναι η τζιχαντιστική τρομοκρατία και συγκεκριμένα η έχουσα ισχυρούς δεσμούς με την Αλ Κάιντα εξτρεμιστική ομάδα της Αλ Σαμπάμπ.
Όμως κόντρα στην αισιόδοξη εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος η Σομαλία του σήμερα δείχνει να επιστρέφει ολοταχώς στις διαιρέσεις που την οδήγησαν στον καταστροφικό εμφύλιο των δύο περασμένων δεκαετιών. Οι προγραμματισμένες για τον περασμένο Δεκέμβρη κοινοβουλευτικές εκλογές δεν έγιναν ποτέ, όπως δεν έγιναν και οι προεδρικές εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για το 2021, και ενώ η θητεία του προέδρου Μοχάμεντ Αμπντουλαχί Μοχάμεντ (γνωστού κι ως Φαρματζάο) έχει λήξει από την 8η Φεβρουαρίου. Η δε Σομαλία είναι και επίσημα η πλέον διεφθαρμένη χώρα του κόσμου.
Αν και η εσωτερική διάσταση δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί -με τον ρόλο των φυλών σε επίπεδο κοινωνικής ιεραρχίας και πολιτικής διαμεσολάβησης- να παραμένει καθοριστικός, εξίσου αναγκαίο είναι να θιγεί ο ρόλος της Ουάσιγκτον. Όπως σωστά επισημαίνει ο ερευνητής του -υπεράνω πάσης σοσιαλιστικής υποψίας- Μάικλ Ρούμπιν, η Σομαλία έχει μετατραπεί σε μια νέα «μαύρη τρύπα» για τις ΗΠΑ.
Αυτή η εξέλιξη ωστόσο έρχεται όχι ως συνέπεια του μακρινού παρελθόντος, και γενναιόδωρων πρωτοβουλιών από πλευράς διεθνούς κοινότητας ή αμερικανικών κυβερνήσεων προς τις σομαλικές κυβερνήσεις (όταν η Σομαλία ήταν μια υπόθεση που απασχολούσε στον βαθμό που ήταν πρόβλημα για τις γειτονικές χώρες και το διεθνές εμπόριο), αλλά σχετίζεται στο παρόν και με τις ενέργειες του τωρινού Αμερικανού πρεσβευτή, Ντόναλντ Γιαμαμότο. O τελευταίος, έχει επιδοθεί σε μια πρωτοφανούς κλίμακας πολιτική μηχανική, που υπερβαίνει τις εξουσίες του και ακυρώνει επί της ουσίας τη λειτουργία του ομοσπονδιακού κράτους που υπήρξε αποτέλεσμα του νέου Συντάγματος της πολύπαθης χώρας.
O ρόλος του Γιαμαμότο
Η στρατηγική του Γιαμαμότο (πρώτου πρεσβευτή των ΗΠΑ μετά από 28 έτη διπλωματικής απουσίας) αν και είναι άγνωστο σε τι βαθμό πρόκειται για απότοκο της προσωπικής του αντίληψης ή τελεί υπό την υψηλή εποπτεία του Υπουργείου Εξωτερικών, έγκειται στην λογική της ενίσχυσης των εξουσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Μογκαντίσου, ως προϋπόθεσης για τη σταθερότητα της χώρας και κατ’ έπέκταση την αποτροπή του τζιχαντιστικού κινδύνου.
Η συγκεκριμένη οπτική, εκτός του ότι έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την αρχιτεκτονική του Συντάγματος του 2012, που δημιουργούσε μια χαλαρή ομοσπονδία με αυξημένη αυτονομία για τις έξι πολιτείες που απαρτίζουν την ομοσπονδία, κατάφερε να έχει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τα προηγούμενα.
Ο Σομαλός πρόεδρος όχι μόνο δεν ασχολήθηκε με την πάταξη της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, αλλά χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια (ανερχόμενη στο μισό δισεκατομμύριο δολάρια μόνο για το 2019) για τον απηνή διωγμό των πολιτικών του αντιπάλων. Η απόφασή του να επεκτείνει την εξουσία του πέραν της προκαθορισμένης θητείας του, δίχως καμία συνταγματική βάση και χωρίς να έχει προηγηθεί ο παραμικρός διάλογος με την αντιπολίτευση, ήταν ένας από τους δύο λόγους που προκάλεσαν πλήθος διαδηλώσεων σε όλη την επικράτεια τις τελευταίες εβδομάδες, με την αστυνομία να επιδίδεται σε κρεσέντο καταστολής και να χρησιμοποιεί πραγματικά πυρά κατά των διαδηλωτών.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με την καταφυγή του προέδρου σε σειρά παράτυπων ενεργειών ώστε να αλλοιώσει αποτελέσματα που αφορούσαν την εκλογή νέας ηγεσίας στην πολιτεία Γκαλμουντούγκ, για να συναντήσει την αμέριστη συμπαράσταση του πρέσβη Γιαμαμότο και την οργή της αντιπολίτευσης, που κάλεσε σε νέο γύρο διαμαρτυριών και κατήγγειλε τον Αμερικανό διπλωμάτη για αποικιακή συμπεριφορά και «στάση αντιθετική με τις δημοκρατικές αρχές και αξίες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ».
Των προαναφερθέντων γεγονότων όμως είχε προηγηθεί τους προηγούμενους μήνες η παρέμβαση του πρέσβη Γιαμαμότο, με την βοήθεια του έτερου Αμερικανού πρώην διπλωμάτη και ειδικού αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ, Τζέιμς Σουάν, ώστε οι εκλογές που θα διεξαχθούν στο εγγύς μέλλον να μην είναι ακριβώς εκλογές, καθώς αυτές δεν θα κριθούν στις κάλπες, αλλά από την έμμεση ψήφο φύλαρχων και τοπικών παραγόντων που εκπροσωπούν λιγότερο από το ένα τοις εκατό του εκλογικού σώματος.
Ξύλο αλα τούρκα
Ανάμεσα στα «θετικά» της προεδρίας του Μοχάμεντ είναι και η σύσφιξη των σχέσεων με την Τουρκία ως προς το στρατιωτικό σκέλος. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης σύγκρουσης με τους οπαδούς της αντιπολίτευσης, όπου σκοτώθηκαν τουλάχιστον είκοσι άνθρωποι, η συμμετοχή των ειδικών δυνάμεων και συγκεκριμένα της εκπαιδευμένης στην τουρκική βάση που εδρεύει στη χώρα, Μεραρχίας Γκοργκόρ, μόνο απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει.
Τουρκικά ήταν σύμφωνα με μαρτυρίες και τα θωρακισμένα οχήματα που κατέκλυσαν τους δρόμους της πρωτεύουσας, και ενώ η αντιπολίτευση της Σομαλίας έχει προειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές για τους κινδύνους ο οπλισμός που χρησιμοποιείται από τις ειδικές δυνάμεις να πέσει σε λάθος χέρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική επιρροή δεν περιορίζεται στον στρατιωτικό τομέα, με τουρκικές εταιρείες έφτασαν να διαχειρίζονται τόσο το αεροδρόμιο όσο και το λιμάνι της σομαλικής πρωτεύουσας. Όπως είχε δηλώσει ο προκάτοχος του Μοχάμεντ, Χασάν Σέιχ Μουχαμούντ η συμβολή της Τουρκίας είναι ταυτόσημη με την ανοικοδόμηση της Σομαλίας.
Αποδεικνύεται έτσι πως η απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν το 2011 να γίνει ο πρώτος μετά από δύο δεκαετίες μη Αφρικανός ηγέτης που επισκεπτόταν το Μογκαντίσου αποδίδει καρπούς σήμερα, αφού η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση της Σομαλίας από την Άγκυρα πλέον είναι γεγονός και διευρύνεται σε κάθε πεδίο δραστηριοτήτων.
Ένας φανατικός ισλαμιστής πολεμά φανατικούς ισλαμιστές;
Η χρησιμοποίηση του εσωτερικού κινδύνου στο πρόσωπο της Αλ Σαμπάμπ δεν χρησιμεύει εξάλλου αποκλειστικά ως βολική δικαιολογίας για την καταστολή της αντιπολίτευσης αλλά ακολουθεί την παράδοση κρατών όπως η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, που αρκέστηκαν σε μια λογική κατευνασμού του εξτρεμιστικού ισλαμιστικού κινδύνου με σκοπό να περιορίσουν τις επιθέσεις των τζιχαντιστικών ομάδων σε ξένο έδαφος.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίος ο ρόλος του επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας (και γνωστού για τις εθνικιστικές και ισλαμιστικές του τοποθετήσεις), Φαχάντ Γιασίν, αρχιτέκτονα της πολιτικής του κατευνασμού, λόγω του ισλαμιστικού του παρελθόντος (ο ίδιος έχει μαθησιακή εμπειρία μόνο από μουσουλμανικά ιεροσπουδαστήρια). Σήμερα θεωρείται κοινό μυστικό ότι ο γνωστός για τις εθνικιστικές και ισλαμιστικές του τοποθετήσεις Γιασίν διατηρεί επαφές με την ισλαμιστική εξτρεμιστική ομάδα με την οποία έχει συνάψει άτυπη συμφωνία για διευκόλυνση των δραστηριοτήτων της.
Ρόλο επίσης θρυλείται πως είχε ο Γιασίν και στην διοχέτευση χρημάτων από το Κατάρ (με το οποίο διατηρεί στενές σχέσεις και από την σύντομη θητεία του στον τηλεοπτικό σταθμό Αλ Τζαζίρα) για την στήριξη της προεκλογικής εκστρατείας του Μουχάμεντ το 2017.
Δεδομένων όλων των παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη που δύο από τους προέδρους των πολιτειών της χώρας απευθυνόμενοι στις εγγυήτριες δυνάμεις του Συντάγματος του 2012 (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Αφρικανική Ένωση) ζητούν την απομάκρυνση του Μουχάμεντ. Η προοπτική του χάους της δεκαετίας του ’90 δείχνει να πλησιάζει η απεύθυνση στους παραδοσιακούς ή νέους εξωχώριους πάτρωνες δείχνει η μόνη βιώσιμη επιλογή των σομαλικών ελίτ. Το ποιά είναι η πλέον βιώσιμη επιλογή για τον σομαλικό λαό είναι μια άλλη, πονεμένη ιστορία.