Σήμερα το πρωί, μέσω ανακοίνωσης που εξέδωσε η ΟΙEΛΕ (Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας), πληροφορηθήκαμε ότι από το διδακτικό προσωπικό των Αρσακείων Σχολείων ζητείται να υπογραφεί ένα κείμενο με τίτλο «Δεν φοβόμαστε», το οποίο κάνει λόγο για «κακόβουλα, απίστευτα και αδιανόητα» που κυκλοφορούν και τους στοχοποιούν ως εκπαιδευτικούς λειτουργούς και εργαζόμενους των Αρσακείων και «για μια συνολική και στοχευμένη επίθεση σε βάρος του σχολείου». Μολονότι δεν γράφεται ρητά, είναι σαφές ότι το κείμενο αναφέρεται στην υπόθεση Λιγνάδη και στο γεγονός ότι ο πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δίδαξε στον θεατρικό όμιλο του Αρσακείου Ψυχικού επί σειρά ετών.
Το κείμενο αυτό, το οποίο στέλνει από χθες τη νύχτα προς τους διδάσκοντες η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, δηλαδή η διοίκηση των σχολείων, με την παρότρυνση να το υπογράψουν, προσπαθούσε να προκαταλάβει την ανοιχτή επιστολή που διακινείται τις τελευταίες μέρες προς υπογραφή αποφοίτων (ανάμεσα στις υπογραφές είναι και η δική μου).
Η επιστολή των αποφοίτων, που μόλις δημοσιοποιήθηκε και απευθύνεται στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, πρώτα και κύρια εκφράζει συμπαράσταση σε μαθητές και μαθήτριες που υπήρξαν θύματα σεξουαλικών, ψυχολογικών, λεκτικών προσβολών από καθηγητές και καθηγήτριες του σχολείου. Επιπλέον ζητάει από την διοίκηση να αναλάβει την ευθύνη της διερεύνησης των γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη τις αποκαλύψεις της τρέχουσας περιόδου αλλά και να προχωρήσει στη δημιουργία κώδικα δεοντολογίας και ενός συστήματος ανώνυμων καταγγελιών, στο οποίο θα μπορούν να προστρέχουν οι μαθητές και οι μαθήτριες από δω και μπρος. Το κείμενο καταλήγει με τη φράση «την ύστατη στιγμή ζητάμε από την ιστορική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, να μην αποδειχθεί ιστορικά ανεύθυνη».
Προτού δημοσιοποιηθεί η επιστολή, ανακοίνωση εξέδωσε και ο ΣΚΦΕ (Σύλλογος Καθηγητών Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας). Σε αυτήν αναφέρει ότι έπεσε στην αντίληψή του «ανώνυμη – ανυπόγραφη διαδικτυακή επιστολή και φόρμα καταγραφής καταγγελιών από άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι “Απόφοιτοι του Αρσακείου Ψυχικού 1995-2012”». Και διατυπώνει τη θέση πως «απάντηση σε παρόμοιου είδους ενέργειες, αμφιβόλου προέλευσης και προθέσεων, τις οποίες απορρίπτουμε, μπορεί να προκαλέσει περισσότερες παρερμηνείες».
Ελπίζει κανείς πως τώρα που η επιστολή δημοσιοποιήθηκε με εκατοντάδες υπογραφές, ο Σύλλογος των καθηγητών μας θα πάψει να τη θεωρεί «ανώνυμη», «ανυπόγραφη» και «αμφιβόλου προέλευσης και προθέσεων», θα αποσύρει τη μάλλον βιαστική «απόρριψή» της, και θα εξετάσει με την αρμόζουσα προσοχή όσα δίκαια ζητάμε.
Το αδιαμφισβήτητα θετικό είναι ότι ο Σύλλογος αντιτάχθηκε στην προσπάθεια της διοίκησης να εκβιάσει το διδακτικό προσωπικό. Τονίζοντας κάτι που θα έπρεπε να είναι προφανές, η ανακοίνωση του Συλλόγου γράφει: «Η απόπειρα συλλογής υπογραφών συμφωνίας σε ένα κείμενο γενικώς, και στην προκειμένη περίπτωση στο κείμενο που διακινήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης/2/2021 στις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των εκπαιδευτικών από τη Διοίκηση της Φ.Ε., εγκυμονεί τον κίνδυνο να διχάσει τους συναδέλφους, αφού έμμεσα υπονοεί ότι όποιος δεν υπογράψει το κείμενο αυτό διαφωνεί, αποκλείοντας το δικαίωμα κάποιου να μην θέλει να εκφραστεί δημοσίως, έστω και αν συμφωνεί. Όταν μάλιστα, το έγγραφο αυτό διακινείται μέσω της Διοίκησης της Φ.Ε. καθίσταται αυτόματα εκβιαστικό προς τον κάθε εργαζόμενο για τη μελλοντική του πορεία».
Πριν δύο μέρες, υποστήριζα σε άρθρο μου πως όταν κατηγορείται για βιασμούς ανηλίκων ένας πρώην συνεργάτης σου, ένας άνθρωπος που είχες επιλέξει να έχει την ευθύνη του θεατρικού ομίλου του σχολείου σου, και ταυτόχρονα δημοσιεύεται καταγγελία πρώην μαθήτριας για τον άνθρωπο αυτό και εμφανίζεται μια πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων και υποστηρίζει δημόσια ότι έχει υπάρξει καταγγελία μαθήτριας από τις αρχές του ‘90, το να θεωρείς ότι με μια αποστροφή περί «εξωτερικού συνεργάτη» κλείνεις το θέμα, είναι ανεπίτρεπτο.
Ήλπιζα ότι η διοίκηση του σχολείου, έστω και καθυστερημένα, θα ξεκινούσε μια διαδικασία στην οποία θα ανταποκρινόταν στην «υποχρέωσή του να αναλογιστεί τι πήγε λάθος, να συνεισφέρει στην επούλωση των πληγών και να προφυλάξει ανθρώπους στο μέλλον». Αντ’ αυτού, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία διακινεί ένα κείμενο, όπου καταδίκασε γενικώς και αορίστως «οποιαδήποτε μορφή παρενόχλησης ή βίας εναντίον της οποιασδήποτε παιδικής ψυχής». Αλλά στην αμέσως επόμενη φράση διασαφηνίζει ότι η «καταδίκη» «συμβαδίζει με την αταλάντευτη απόφασή τους να μην δεχτούν καμία ψευδολογία ή συκοφαντία, ιδίως για θέματα μείζονος ηθικής απαξίας». Και αυτό το κείμενο πίεσε, με τον τρόπο που επεσήμανε ο ΣΚΦΕ, να το υπογράψουν ακόμα και καθηγητές άλλων σχολείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (υπό την σκέπη της Φ.Ε. βρίσκονται το Τοσίτσειο Εκάλης και τα Αρσάκεια Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Πάτρας και Τιράνων), πέραν του Αρσακείου Ψυχικού, στο οποίο δίδαξε ο Δημήτρης Λιγνάδης.
Πώς είναι δυνατόν να διευθύνεις ένα σχολείο, πρώην εργαζόμενος του οποίου κατηγορείται για βιασμούς ανηλίκων και η πρώτη σου αντίδραση να είναι, σαν τον πρόεδρο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, κ. Μπαμπινιώτη, να πεις «εγώ δεν ήξερα» και η δεύτερη να πιέσεις το διδακτικό προσωπικό σου να καταδικάσει τα «κακόβουλα, απίστευτα και αδιανόητα» που κυκλοφορούν; Πώς είναι δυνατόν, δίχως καμία έρευνα, να μιλάς για «συκοφαντίες» και «ψευδολογίες»; Πώς είναι δυνατόν να μην λες, πρώτα από όλα, ότι έχεις χάσει τον ύπνο σου στη σκέψη ότι ο κατηγορούμενος δίδασκε στο σχολείο σου; Πώς είναι δυνατόν να μην ξεκινάς εσωτερική έρευνα καλώντας κάθε διδάσκοντα να συνεισφέρει και κάθε μαθητή και μαθήτρια να καταθέσει οτιδήποτε σχετικό, ώστε να ανακαλύψεις αν σου έχουν διαφύγει πράγματα τερατώδη; Πώς είναι δυνατόν να μην λες ότι θα γίνω ανθρώπινη ασπίδα, έστω και αργά, για να προστατεύσω αυτές και αυτούς που κάποτε ήταν παιδιά και τώρα είναι ενήλικες με ανεπούλωτες πληγές;
Το ερώτημα είναι ένα και βαρύ: Θα αρθεί η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, έστω και τόσο αργά, στο ύψος των περιστάσεων;