Με δεδομένη την επικίνδυνη ένταση του τελευταίου χρόνου στα ελληνοτουρκικά και στην Κύπρο, νομίζαμε ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται και ετοιμάζει τους Έλληνες για όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα και για το ακραίο μιας, απευκταίας ασφαλώς, πολεμικής αναμέτρησης, αν αυτή επιβληθεί στη χώρα μας.
Ομολογουμένως δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό μας το ενδεχόμενο να θέλει η κυβέρνηση να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο. Ελπίζουμε ότι δεν το θέλει, η φρασεολογία όμως που χρησιμοποιεί εκεί παραπέμπει και σε τέτοια κατάσταση αντιστοιχεί.
Προ δύο ημερών, ο Πρωθυπουργός προκάλεσε συζήτηση στη Βουλή ζητώντας από όλους να προστατεύσουν την ποιότητα της δημοκρατίας και του δημοσίου διαλόγου, με αφορμή τα όσα τρομερά δημοσιεύονται για την υπόθεση Λιγνάδη και πολλές άλλες.
Τώρα, μερικές ώρες προ του πιθανού θανάτου του κρατουμένου απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, ο κ. Πρωθυπουργός θεώρησε σκόπιμο να λύσει τη σιωπή του για την απεργία πείνας, απαντώντας σε έκκληση του Αλέξη Τσίπρα να σωθεί η ζωή του κρατούμενου.
Με ανακοίνωση του Γραφείου του, ολόκληρος Πρωθυπουργός επιτίθεται στον ετοιμοθάνατο κρατούμενο, κατηγορώντας τον ότι απειλεί και εκβιάζει από την εντατική που χαροπαλεύει! Του συστήνει μάλιστα, αν θέλει, να πάει στα δικαστήρια να βρει το δίκηο του, αντί να κάνει απεργία πείνας…
Παραλείπει βέβαια να αναφέρει ότι, για τον σκοπό αυτό ακριβώς ο κρατούμενος ζήτησε τα έγγραφα για τη μεταγωγή του, ώστε να καταφύγει στη δικαιοσύνη, αλλά οι αρχές δεν του τα κοινοποίησαν, με αποτέλεσμα να τις εγκαλέσει ο Συνήγορος του Πολίτη, που δεν είναι κάποια μη κυβερνητική οργάνωση, αλλά ανεξάρτητη κρατική υπηρεσία.
Στη συνέχεια αφήνει να εννοηθεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι Κουφοντίνας, ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας είναι το ίδιο πράγμα. Με άλλα λόγια, οι αριστεροί είναι τρομοκράτες και οι τρομοκράτες αριστεροί. Ευτυχώς τη γλύτωσαν (προς το παρόν τουλάχιστο) οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς και η Ένωσή τους, η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι και επίσημος σύμβουλος της κυβέρνησης, η Διεθνής Αμνηστία, ο βουλευτής και πρώην Υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη Γιώργος Κουμουτσάκος, ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς και κάμποσοι ακόμα, των οποίων η θέση συμπίπτει επί του πρακτέου με την θέση του κ. Τσίπρα και των “τρομοκρατών-αριστερών”.
Τι να πει κανείς εδώ που φτάσαμε; Ίσως περιληφθούν και αυτοί σε προσεχή “λίστα”, ως “συνοδοιπόροι” της αριστεράς και της τρομοκρατίας, κατά τη δοκιμασμένη άλλωστε ορολογία του παρελθόντος.
Ελπίζουμε επίσης να είναι αβάσιμος ο υπαινιγμός που διατύπωσε ο Γιάνης Βαρουφάκης στη Βουλή, ότι δηλαδή περίπου ο κ. Πάιατ διοικεί τη χώρα. Μας θύμισε πάντως την ιστορική φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή “Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;”. Αν συμβαίνει πάντως αυτό, υπάρχει μια αξιοσημείωτη διαφορά από το παρελθόν: Στον Καραμανλή δεν άρεσε αυτή η κατάσταση, στους επιγόνους του αρέσει!
Βεβαίως, η αλήθεια βρίσκει πάντα περίεργους τρόπους να λάμψει στο τέλος, ακόμα και δια της απουσίας της. Ο κ. Μητσοτάκης, επικρίνει μεν τον Κουφοντίνα γιατί δεν προσέφυγε στη δικαιοσύνη, αντί να κάνει απεργία πείνας, αποφεύγει όμως να υπερασπιστεί τη νομιμότητα της κυβερνητικής απόφασης για μεταγωγή του κρατουμένου στον Δομοκό, της απόφασης δηλαδή που προκάλεσε την απεργία πείνας και από την οποία προέκυψε το όλο θέμα.
Τέτοια πράγματα δεν γνώρισε η χώρα ποτέ μετά το 1974. Παραπέμπουν στις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αυτές που ξεκίνησαν με τον εμφύλιο πόλεμο, πήγαν στη δικτατορία και έληξαν (ελπίζουμε δηλαδή) με την τραγωδία της Κύπρου. Απάδουν και προς την πολιτική και ιδεολογία του κόμματος που ίδρυσε το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά και προς την πολιτική που άσκησε και ευαγγελίσθηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Διερωτάται κανείς αν συμφωνούν ή διαφωνούν με όλα αυτά τα στελέχη της παράταξης που κυβερνά.
Είναι φανερό ότι ο Πρωθυπουργός δεν αντιλαμβάνεται ούτε το δικό του συμφέρον, ούτε το συμφέρον της ίδιας της δικιάς του κυβέρνησης και παράταξης. Δεν αντιλαμβάνεται επίσης ότι, στην πραγματικότητα, κινδυνεύει να προσφέρει επιχειρήματα στην τρομοκρατία με την πολιτική που ακολουθεί, όχι να την καταπολεμήσει (εξάλλου, δεν υφίσταται ουσιαστικά ως ενεργός απειλή εδώ και δύο δεκαετίες). Δεν μπορεί όμως να μην τα αντιλαμβάνονται αυτά τα στελέχη της ΝΔ. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η σιωπή δεν είναι χρυσός και ο χρόνος που απέμεινε εξαιρετικά λίγος.