Επιβράδυνση της εξάπλωσης του SARS-CoV-2 παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως μια νέα πρόκληση αποτελεί η εξάπλωση νέων στελεχών, αναφέρουν οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), που παρουσιάζουν τα νεότερα δεδομένα.
Για έκτη συνεχόμενη εβδομάδα, όπως αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, παρατηρείται μείωση των νέων κρουσμάτων, με 2,4 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις την περασμένη εβδομάδα, (δηλαδή μείωση περίπου 11% σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα). Ο αριθμός των νέων θανάτων συνέχισε επίσης να μειώνεται τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, με σχεδόν 66.000 νέους θανάτους που αναφέρθηκαν την περασμένη εβδομάδα, να δείχνουν μια μείωση κατά 20% σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα.
Μόνο περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Ανατολικής Μεσογείου παρουσιάζουν μια μικρή αύξηση κατά 2% και 7%, αντίστοιχα. Στην Αμερική συνεχίζει να παρατηρείται η μεγαλύτερη ελάττωση νέων περιπτώσεων σε απόλυτους αριθμούς. Την περασμένη εβδομάδα, οι πέντε χώρες με τον υψηλότερο αριθμό νέων περιπτώσεων εξακολουθούν να είναι οι ΗΠΑ (480.467 νέες περιπτώσεις, μείωση κατά 29%), η Βραζιλία (316.221 νέες περιπτώσεις, μείωση κατά 1%), η Γαλλία (131.179 νέες περιπτώσεις, αύξηση 3%), η Ρωσια (92.843 νέες περιπτώσεις, μείωση 11%) και η Ινδία (86.711 νέες περιπτώσεις, αύξηση 10%).
Μεταλλάξεις και εμβόλια
Μια νέα πρόκληση αποτελεί η εξάπλωση νέων στελεχών του SARS-CoV-2 που αφορά τρία νέα στελέχη (που αναφέρθηκαν αρχικά στο ΗΒ, στην Ν. Αφρική και στην Βραζιλία/Ιαπωνία) ενώ ένα νέο, τέταρτο, στέλεχος έχει περιγραφεί πρόσφατα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Για το στέλεχος 20I/501Y.V1(από τον Ηνωμένο Βασίλειο) η έκθεση του ΠΟΥ αναφέρει αυξημένη μεταδοτικότητα κατά (36% – 75%), πιθανή αύξηση της σοβαρότητας και θνητότητας της νόσου όμως δεν φαίνεται να επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των τριών εμβολίων από την Pfizer, Moderna και Astra-Zeneca/Oxford. Για το στέλεχος 20H/501Y.V2 (της Νοτίου Αφρικής) η ΠΟΥ αναφέρει αυξημένη μεταδοτικότητα κατά περίπου 50%, αλλά μάλλον χωρίς επίπτωση στην σοβαρότητα και θνητότητα της νόσου. Όμως σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, όσον αφορά τα εμβόλια της Moderna και Pfizer-BioNTech φαίνεται να επηρεάζεται η δυνατότατα εξουδετέρωσης, αλλά είναι άγνωστο αν επηρεάζεται η προστασία από την εκδήλωση της νόσου. Σχετικά με τα εμβόλια της Novavax και της Johnson & Johnson, φαίνεται να παρέχουν ελαττωμένη προστασία, ενώ όσον αφορά το εμβόλιο της AstraZeneca/ Oxford φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά η αποτελεσματικότητα του. Τέλος, όσον αφορά το τρίτο στέλεχος (20J/501Y.V3- Βραζιλία /Ιαπωνία) φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένη μεταδοτικότητα αλλά δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία που να αφορούν την αποτελεσματικότητα όσον αφορά την προστασία που παρέχουν τα διάφορα εμβόλια εναντίον του.
Η εταιρεία Moderna αναφέρει ότι η μια νέα έκδοση του εμβολίου είναι προσαρμοσμένη για να εξουδετερώσει τη λοίμωξη από το στέλεχος από τη Νότια Αφρική. Ήδη μια ποσότητα του εμβολίου έχει σταλεί στα Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ ώστε να δοκιμαστεί εάν το τροποποιημένο εμβόλιο θα διεγείρει μια ισχυρή ανοσολογική απόκριση. Η Moderna δοκιμάζει επίσης το υπάρχον εμβόλιο που χορηγείται σε δυο δόσεις για να προσδιορίσει εάν μια τρίτη δόση θα προσφέρει μια ισχυρή ενίσχυση της ανοσίας έναντι της Νοτιοαφρικανικής μετάλλαξης. Η Pfizer, με εγκεκριμένο εμβόλιο mRNA, δήλωσε ότι λαμβάνει παρόμοια μέτρα ως προφύλαξη για να προσδιορίσει εάν πρέπει να παραχθούν εμβόλια που στοχεύουν την παραλλαγή ή εάν θα είναι επαρκής ο αρχικός εμβολιασμός. Τα αρχικά εμβόλια των Pfizer και Moderna έχουν αποδειχθεί ότι εξουδετερώνουν μεν την Νοτιοαφρικανική μετάλλαξη στο εργαστήριο αλλά με ελαττωμένα ποσοστά ανταπόκρισης.
Στις 27 Φεβρουαρίου 2021 ο FDA ενέκρινε το εμβόλιο της Johnson & Johnson, το οποίο είναι το τρίτο εμβόλιο που θα είναι διαθέσιμο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης διάρκειας συζήτησης, οι ερευνητές της Johnson & Johnson υποστήριξαν ότι το εμβόλιο που χορηγείται σε μία μόνο δόση ήταν 66% αποτελεσματικό στην προστασία από περιπτώσεις μέτριας έως σοβαρής νόσου σε μια μεγάλη, παγκόσμια κλινική δοκιμή και 85% αποτελεσματική έναντι σοβαρών περιπτώσεων.
Ένα τέταρτο νέο στέλεχος του ιού SARS-CoV-2, που εντοπίστηκε για πρώτη φορά και τώρα εξαπλώνεται στην Καλιφόρνια, φαίνεται να είναι κάπως πιο μεταδοτικό και να αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής νόσου και ανάγκη νοσηλείας σε ΜΕΘ και το θάνατο, σύμφωνα με τα πρώτα επιδημιολογικά δεδομένα. Επιπλέον πιθανόν να εμφανίζει και κάποιου βαθμού αντοχή στα εξουδετερωτικά αντισώματα, αλλά τα δεδομένα είναι πολύ πρώιμα, και σε μικρο αριθμό περιπτώσεων.
Νέοι βιοδείκτες αίματος και νέα μοντέλα επιτρέπουν την πρόβλεψη των ασθενών με τον υψηλότερο κίνδυνο βαριάς Covid-19
Δύο αμερικανικές επιστημονικές ομάδες ανακοίνωσαν ξεχωριστά αφενός νέους βιοδείκτες στις εξετάσεις αίματος και αφετέρου νέες μεθόδους πρόβλεψης, που και στις δύο περιπτώσεις επιτρέπουν, κατά την εισαγωγή των ασθενών Covid-19 στο νοσοκομείο, να ξεχωρίζουν έγκαιρα εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο με σοβαρή νόσο, εισαγωγή σε ΜΕΘ και θάνατο, από εκείνους που είναι πιθανότερο να αναρρώσουν ταχύτερα.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γιέηλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Blood Advances” της Αμερικανικής Εταιρείας Αιματολογίας, βρήκαν ότι πέντε πρωτεΐνες (ρεζιστίνη, λιποκαλίνη-2, HGF, IL-8 και G-CSF), που σχετίζονται με τα ουδετερόφιλα, έναν τύπο λευκών κυττάρων του αίματος, είναι αυξημένες στους ασθενείς με λοίμωξη Covid-19, οι οποίοι αργότερα θα εμφανίσουν σοβαρή επιδείνωση. Ορισμένες από αυτές τις πρωτεΐνες είχαν προηγουμένως συσχετιστεί με την παχυσαρκία, αλλά όχι με την Covid-19 ή με άλλες ιογενείς λοιμώξεις.
«Οι ασθενείς με υψηλά επίπεδα αυτών των βιοδεικτών είναι πολύ πιθανότερο να χρειαστούν εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας, διασωλήνωση ή να πεθάνουν εξαιτίας της Covid-19», δήλωσε ο αναπληρωτής καθηγητής Χιούνγκ Τσουν. Όπως είπε, έως τώρα κανένας άλλος δείκτης δεν μπορεί να προβλέψει τόσο πειστικά, προτού εμφανιστούν σοβαρά συμπτώματα, ποιοι ασθενείς με κορονοϊό τελικά θα βρεθούν σε κρίσιμη κατάσταση.
Οι ερευνητές ανέλυσαν εξονυχιστικά και συνέκριναν δείγματα αίματος από 100 ασθενείς με διαφορετικά επίπεδα σοβαρότητας νόσου Covid-19. Τα δείγματα είχαν όλα συλλεχθεί κατά την πρώτη μέρα εισαγωγής στο νοσοκομείο. Παράλληλα, αναλύθηκαν κλινικά στοιχεία από περίπου 3.000 νοσηλευόμενους ασθενείς.
Διαπιστώθηκε ότι οι συγκεκριμένοι πρωτεϊνικοί βιοδείκτες των ουδετερόφιλων ήσαν αυξημένοι πριν την εκδήλωση σοβαρών συμπτωμάτων σε όλους τους ασθενείς που τελικά κατέληξαν σε ΜΕΘ, ενώ παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα σε όλους τους ασθενείς που δεν νόσησαν σοβαρά. Κανένας ασθενής με χαμηλούς αυτούς τους βιοδείκτες δεν πέθανε κατά τη νοσηλεία του.
Ο αναπληρωτής καθηγητής αιματολογίας Άλφρεντ Λι του Γιέηλ δήλωσε ότι «πρόκειται για την πρώτη ομάδα βιοδεικτών στο αίμα των ασθενών Covid-19 που μπορεί να προβλέψει την τελική εισαγωγή στη ΜΕΘ, προτού καν οι ασθενείς αυτοί αρρωστήσουν σοβαρά».
Με δεδομένο ότι η παχυσαρκία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής Covid-19, προσέθεσε ότι, επειδή τα ουδετερόφιλα κύτταρα προδίδουν φλεγμονή, έχει νόημα να είναι αυξημένα τόσο στην περίπτωση της παχυσαρκίας (που συνεπάγεται χρόνια χαμηλής έντασης φλεγμονή), όσο και της Covid-19 που προκαλεί υπερφλεγμονή στις περισσότερες σοβαρές περιπτώσεις. «Επίσης», ανέφερε, «υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ουδετερόφιλα μπορεί να συμμετέχουν στη θρόμβωση του αίματος», άλλο ένα πιθανό επικίνδυνο χαρακτηριστικό της Covid-19.
Μοντέλα πρόγνωσης
Στη δεύτερη μελέτη στο ιατρικό περιοδικό «EClinicalMedicine» του “The Lancet” οι ερευνητές του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη ανέπτυξαν δύο νέες μεθόδους υπολογισμού, που προβλέπουν ποιοι εισαγόμενοι ασθενείς με Covid-19 κινδυνεύουν περισσότερο να χρειαστούν ΜΕΘ και διασωλήνωση ή να πεθάνουν.
Τα νέα μοντέλα πρόγνωσης VICE (Ventilation in Covid Estimate) και DICE (Death in Covid Estimate) συνδυάζουν στοιχεία από το ιατρικό ιστορικό, βιοδείκτες και αποτελέσματα εξετάσεων κατά τη στιγμή της εισαγωγής στο νοσοκομείο. Η ανάπτυξη τους βασίστηκε στη μελέτη 1.042 ασθενών με κορονοϊό που εισήχθησαν σε πέντε νοσοκομεία.
Παράγοντες όπως το ιστορικό διαβήτη ή στεφανιαίας νόσου, το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα, οι βιοδείκτες φλεγμονής (π.χ. C-αντιδρώσα πρωτεΐνη) και άλλοι (π.χ. αριθμός αιμοπεταλίων), η ηλικία, το φύλο, το βάρος κ.ά., από κοινού δημιουργούν ένα “προφίλ” για κάθε ασθενή μόλις μπαίνει στο νοσοκομείο. Αυτό επιτρέπει στους γιατρούς να κατηγοριοποιούν -με ακρίβεια άνω του 80%- τους ασθενείς ανάλογα με την αναμενόμενη σοβαρότητα κάθε περίπτωσης. Έτσι, μεταξύ άλλων, υπάρχει εκ των προτέρων μια καλύτερη εκτίμηση για τις ανάγκες σε κλίνες ΜΕΘ.
Το μοντέλο δίνει πιθανότητα επιβίωσης μόνο 15% σε διασωληνωμένους ασθενείς άνω των 84 ετών. Επίσης, έξι στους δέκα ασθενείς (59%) ηλικίας 25 έως 34 ετών χρειάζονται πάνω από 14 μέρες διασωλήνωσης, ανάλογες με τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Ένα άλλο εύρημα είναι η μικρότερη πιθανότητα θανάτου για τους νοσηλευόμενους ασθενείς Covid-19 που έπαιρναν στατίνες για καιρό.