Αντίθετα με όσα διασαλπίζονται στη χώρα μας εξ αφορμής της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, για τη διεκδίκηση των νομικώς εγγυημένων δικαιωμάτων του και ενάντια στην ad hominem μεταχείρισή του, το πρόβλημα της εσωτερικής πολιτικής τρομοκρατίας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. στην Ισπανία με την ΕΤΑ και τη GRAPO ή στην Ιταλία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες) έχει διευθετηθεί μέσα από τη μεταβολή και του νομικού καθεστώτος, αλλά κυρίως της πολιτικής οπτικής υπό το πρίσμα της οποίας αυτό αντιμετωπίζεται. Ιδίως μάλιστα μέσα από την κρατική επιείκεια, που πηγάζει από την ορθολογική και ψύχραιμη ερμηνεία του πολιτικού εγκλήματος και τη ανθρωπιστική μεγαθυμία της πολιτείας, με βάση τη θεμελίωσή της στο Κράτος Δικαίου, όπως επιτάσσει η μοντερνική παράδοση.
Σε στιγμές σαν και τούτη, η ελληνική πολιτεία καλό θα ήταν να διδαχθεί από τα διεθνή παραδείγματα, ιδίως εκείνα που προέρχονται από τη γειτονική Ιταλία. Παραδείγματα ηχηρά που ανοίγουν δρόμους και διαμορφώνουν συνειδήσεις όχι μόνον σε κρατικό επίπεδο, αλλά κυρίως εμπνέουν με τη μεγαθυμία τους και την κατανόηση σε προσωπικό επίπεδο. Μιλώ για την ηθικά ανώτερη προσπάθεια της οικογένειας του δολοφονημένου από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ηγέτη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και άλλοτε πρωθυπουργού Άλντο Μόρο, που σε επανειλημμένες περιστάσεις έχει έχει συγχωρέσει τους εκτελεστές του, υπογραμμίζοντας, δια στόματος της κόρης του Ανιέζε, πως “η συγχώρεση δεν είναι ένα συναίσθημα, αλλά μία απόφαση”.
Και η φράση τούτη, που εκστομίσθηκε εξ αφορμής της συνάντησης της ίδιας, τέτοιες μέρες (27 Φεβρουαρίου) το 2018 σε εκκλησία του Ρίμινι, με τον εκ των απαγωγέων του πατέρα της Φράνκο Μπονιζόλι, στο πλαίσιο του “Πανεπιστημίου της Συγχώρεσης”, που έχει θεσπίσει η Καθολική Εκκλησία και φέρνει σε επαφή τους νέους και την κοινωνία ολόκληρη με θέματα που διχάζουν βαθιά τις συνειδήσεις και δεν αφήνουν την κοινωνία και τα πρόσωπα να προοδεύσουν συναισθηματικά και ηθικά.
Η περίπτωση του Μπονιζόλι είναι ενδεικτική, καθώς είναι ένας από τους “αποστασιοποιημένους” τρομοκράτες, μία μεταστροφή που πραγματοποιήθηκε μέσα στη φυλακή και χάρις στις επιεικείς διατάξεις που του επέτρεψαν να αναστοχασθεί και να επανακοινωνικοποιηθεί.
Η μεγάθυμη και αξιέπαινη στάση της οικογένειας Μόρο, που βοήθησε να επιταχυνθεί η επούλωση της χαίνουσας αυτής πληγής είχε αρχίσει από το 1984, όταν η άλλη κόρη του Μόρο, η Μαρία Φίντα, είχε συναντηθεί στις φυλακές με τους Βαλέριο Μορούτσι και Αντριάνα Φαράντα, ηγετικά στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και πρωτεργάτες της απαγωγής και εκτέλεσης του Άλντο Μόρο, Είχε τότε προκαλέσει αίσθηση η δήλωσή της “τους έχουμε συγχωρήσει”. Στο άρθρο που έγραψε μετά τη συνάντηση, η ίδια τόνισε πως “δεν είχα την αίσθηση πως συναντώ δύο τέρατα” και πρόσθεσε πως η συγχώρεση επιβάλλεται για τρεις λόγους: ο πρώτος είναι θρησκευτικός, γιατί “για τους Χριστιανούς το να συγχωρείς είναι πιότερο μία αναγκαιότητα παρά μία υποχρέωση”. Ο δεύτερος “γιατί ο πατέρας μου ο ίδιος θα είχε σπεύσει, στη δική μου θέση, να εκπληρώσει μία τέτοια πράξη ευσπλαχνίας” και ο τρίτος γιατί πίστευε “πως αυτή θα ήταν μία σημαντική εμπειρία – και ήταν” για να κατανοήσει τους βαθύτερους λόγους της ιστορίας αυτής. “Ουδείς θέλει να εμποδίσει την δικαιοσύνη να ακολουθήσει τον δρόμο της. Αλλά και ουδείς, εξόν και εάν κινείται κακόβουλα, μπορεί να αρνηθεί την δωρεά της συγχώρεσης και το δικαίωμα να πιστεύεις πως η μετάνοια είναι μία αξία”.
Λόγια που σχεδόν πανομοιότητα επανέλαβε το 2018 και η άλλη κόρη, Ανιέζε στη συνάντησή της με τον Μπονιζόλι. Μία συνάντηση που είχε ξεκινήσει από πριν, καθώς το καθεστώς της συγχώρεσης που είχε εγκαθιδρύσει η οικογένεια Μόρο στους εκτελεστές είχε βοηθήσει τον πρώην “Μπριγκατίστα” στη μετάνοια και στην προσέγγιση του θύματός του. Αλλά και στην αποκήρυξη της “τρέλας” εκείνης της εποχής, που η “στρατηγική της έντασης” που είχε εγκαινιάσει το ιταλικό κράτος, ωθούσε τους νέους να πάρουν τα όπλα και ευνοούσε το “αντάρτικο πόλης”.
Η οικογένεια Μόρο, είχε άλλωστε ζήσει τις σπαρακτικές εκείνες στιγμές, όπου ο ίδιος ο απαχθείς πατέρας τόνιζε στα γράμματά του ότι είχε επίγνωση σε ποιά (τραγικά, όπως αποδείχθηκε στο τέλος) αδιέξοδα οδηγούσε η άτεγκτη στάση του κρατικού μηχανισμού. Το ιταλικό κράτος μία φορά διατράνωσε πως δεν υποκύπτει στους εκβιασμούς, όπως είχε πράξει αντιθέτως σε άλλες περιπτώσεις, και αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του ο Άλντο Μόρο. Φυσικά η αδικαιολόγητη αδιαλλαξία, όπως επεσήμανε πλειστάκις και ο γιος του Μόρο, Τζοβάνι, διέπετο από πολιτική υστεροβουλία, με πρωτεργάτη τον Τζούλιο Αντρεότι και πίσω από αυτόν τους Αμερικανούς, που κατόρθωσαν να συντρίψουν τον “ιστορικό συμβιβασμό” με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και να ξεφορτωθεί ο γνωστός μακιαβελικός πολιτικός όλους τους εσωκομματικούς του αντιπάλους μέσα στη Χριστιανοδημοκρατία, που επικροτούσαν την προσέγγιση τούτη.
Η Ανιέζε Μόρο, με κατανόηση, τόνισε κι εκείνη το 2018 πως “η συχώρεση είναι μία μορφή δικαιοσύνης και αγάπης για τον ίδιο μας τον εαυτό. Τούτο δεν αφορά μόνο τη θρησκευτική σφαίρα, αλλά και την προσπάθεια να ανακατασκευασθεί κάτι που έχει θραυσθεί, δεν αφορά μόνο τη θρησκεία. Και η συγχώρεση δεν είναι ένα συναίσθημα, δεν είναι ένα σφουγγάρι που σβήνει, δεν είναι μία ελαχιστοποίηση ενός κακού που διαπράχθηκε, δεν είναι υποχρεωτική, δεν είναι ένα ηθικό ή πολιτικό θέμα. Η ανακατασκευή εκείνου που έχει σπάσει είναι μία απαίτηση της ίδιας μας της συνείδησης. Πάνω από οτιδήποτε άλλο είναι η αναγνώριση της ίδιας μας, της πλήρους και ολοκληρωτικής ατέλειας, του δικού μας εγωϊσμού, της προσωπικής μας περατότητας”.
Δηλώσεις βαθιές από τις κόρες του Μόρο, που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από τις καλλίτερες σελίδες της Ηθικής Φιλοσοφίας και της ανθρωπιστικής αντίληψης για τη δικαιοσύνη ως θετική και εποικοδομητική έννοια, σε αντίθεση με τον μηδενισμό και το αδιέξοδο της μνησικακίας, όπως το αναπτύσσει στο κεφαλαιώδες πλέον κείμενο του “Freedom and Resentment” ο P. F. Strawson. Στον ορισμό της βλάβης, όπως και της ωφέλειας μας, υπενθυμίζει ο σημαντικότατος Βρετανός φιλόσοφος, θα πρέπει να στοχαζόμαστε και να υπολογίζουμε το πόσο αυτό “εδράζεται στη δική μας συμπεριφορά ή στην ίδια καθαυτή την εμφάνιση της πράξης”. Στην εξέλιξη του λεπτεπίλεπτου συλλογισμού του ο Strawson αποδεικνύει από φιλοσοφικής πλευράς (αλλά και θρησκευτικής γιατί επιλέγει να αποδείξει την ανεπάρκεια του όποιου ντετερμινισμού, είτε μηδενιστικού, είτε αισιόδοξου) την αξία της “συγχώρεσης”. Όπως δηλώνει αριστουργηματικά “το να συγχωρείς σημαίνει να αποδέχεσαι την αποκήρυξη και να αποκλείεις τη μνησικακία” (to forgive is to accept the repudiation and to forswear the resentment).
Η μνησίκακη και ρεβανσιστική στάση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στον Κουφοντίνα, που παραπέμπει στην ηθικά και ιστορικά αποκηρυγμένη αντιμετώπιση των “λευκών κελιών” στη Γερμανία του ’70, έρχεται σε τραγική αντίθεση με τον τρόπο που πρυτάνευσε στην Ιταλία για να εκτίσουν τις ποινές τους οι καταδικασμένοι πολιτικοί τρομοκράτες και κυρίως, το τονίζω αυτό, για να επιτευχθεί μία πολιτική, κοινωνική και διαπροσωπική ακόμη, ειρήνευση. Ξεπερνώντας την αρχική εκδικητικότητα και μνησικακία στην περίοδο της βάναυσης και αντιδημοκρατικής καταστολής, όχι απλώς της τρομοκρατίας, αλλά όλων ανεξαιρέτως των κινημάτων της αυτονομίας, το ιταλικό κράτος έκανε σταδιακά στροφή και αντιμετώπισε ανθρωπιστικά τους πολιτικούς κρατουμένους του, βελτιώνοντας την ποιότητα ενδιαίτησής τους στα σωφρονιστικά ιδρύματα αρχικά και εν συνεχεία επιτρέποντάς τους το καθεστώς της ημιελευθερίας και της δυνατότητας εργασίας και επανακοινωνικοποίησης τους, ώστε βαθμηδόν να κλείσει στην πράξη το κεφάλαιο τούτο. Μία κρατική συμπεριφορά που οδήγησε να γεφυρωθεί επίσης και εκείνο το χάσμα μίσους ανάμεσα στα θύματα και τους θύτες – πολλοί εκ των οποίων αποκήρυξαν τις τρομοκρατικές πρακτικές του παρελθόντος τους, τα ένοπλα μέσα για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της κοινωνίας. Σημειωτέον βέβαια ότι το ιταλικό κράτος επέδειξε την ίδια επιείκεια και στην αριστερή και στη νεοφασιστική τρομοκρατία (που είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως μετά τη σφαγή στην Πιάτσα Φοντάνα, ή τις βομβιστικές επιθέσεις στην αμαξοστοιχία Italicus και στον σταθμό της Μπολόνια, προκάλεσαν την πρώτη).
Και μιας και υπήρξε παρόμοιο αίτημα στην Μητρόπολη Φθιώτιδος, που περιλαμβάνει τον Δομοκό, αλλά και στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών υπέρ του αιτήματος Κουφοντίνα, να θυμίσουμε ότι στη στροφή τούτη του ιταλικού κράτους συνεπικούρησε σε κάποιο βαθμό και η στάση της Καθολικής Εκκλησίας, που λειτουργώντας ως διαμεσολαβητής, βοήθησε τα θύματα και τους θύτες να πλησιάσουν και σχεδόν ψυχαναλυτικά να αποφορτισθούν από το ψυχαναγκαστικό βάρος του μίσους αφενός και του κρίματος αφετέρου, να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον σε ένα ουδέτερο έδαφος, αφήνοντας ελεύθερο μεν τον θυμικό τους καταρράκτη, αλλά απαλλαγμένοι από την προκατάληψη της μεροληψίας κάποιου συγκεκριμένου ακροατηρίου, εάν τούτη η συνάντηση γινόταν σε κάποιο άλλο μέσο ή χώρο. Ο ίδιος ο Μπονιζόλι μάλιστα είχε εποικοδομητικές συναντήσεις για την επούλωση τούτης της πληγής με κοινωνικο-πολιτικές και προσωπικές διαστάσεις και με άλλα θύματα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, όπως με τον γιό του πρώην επικεφαλής του δικαστικού σώματος Βιτόριο Μπακελέτ, ή με τον δολοφονημένο στην απαγωγή της Βία Φάνι οδηγό του Άλντο Μόρο, Τζοβάνι Ρίτσι, που κατέληξαν σε μία αμοιβαία κατανόηση.
Αλλά και στην Ισπανία, οι κρατούμενοι για τρομοκρατία της οργάνωσης ΕΤΑ (απέναντι στη δράση της οποίας ωχριά η “17 Νοέμβρη”) εξόν από 46 που κρατούνται στην Ανδαλουσία και ελαχίστους σε πιο απομακρυσμένα σωφρονιστικά ιδρύματα, στην πλειονότητά τους κρατούνται σε φυλακές μέσα και κοντά στη χώρα των Βάσκων και ετοιμάζεται η μεταγωγή κι όσων βρισκονται σε άλλες ισπανικές περιφέρειες. Χαρακτηριστικό είναι δε, πως χάρις στην επιείκεια και τις όλο και βελτιούμενες συνθήκες κράτησής τους, πολλοί εκ των 197 αυτών κρατουμένων σταδιακά αποκηρύσσουν την τρομοκρατία (μόνον 15 παραμένουν αμετανόητοι). Όλοι σχεδόν συμφωνούν πως σε αυτήν την αλλαγή συνέτεινε η έμπρακτη καταδίκη της ένοπλης τρομοκρατίας από τη βασκική κοινωνία, που τους απέκοψε το πολιτικό έρεισμα, αλλά και η ισόνομη μεταχείρισή τους από το Κράτος (παρ’ όλο που η σκληροπυρηνική φρανκικής ιδεολογίας αντίληψη κυριαρχεί μέσα στην δικαιοσύνη της χώρας), που τους στέρησε μία ηθική νομιμοποίηση.
Η περίπτωση της συγχώρεσης από την οικογένεια Μόρο και η θεωρητική ευκρίνεια της προσέγγισης του Strawson, κάνουν ορατό πως γενικότερα ο πολιτικός πολιτισμός εκφράζεται από την εκδήλωση της ανθρώπινης αυτοεκτίμησης σε σχέση με την αναγνώριση της αξιοπρέπειας (και των δικαιωμάτων που από τούτην απορρέουν) των άλλων και με βάση τις οικουμενικές ανθρωπιστικές αξίες και όχι την ιδιοτελή μονομέρεια του οφέλους ή της τιμωρίας ανάλογα με μία ντετερμινιστική αρχή του είδους “μου έκανε καλό, άρα είναι καλός” ή “μου έκανε κακό άρα είναι (εν γένει) κακός” ή με βάση την απαρχαιωμένη ηθικά επιταγή ενός είδους Μωσαϊκού Νόμου, “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”. Ακόμη κι εάν το θεωρήσουμε από θρησκευτική άποψη, ο Χριστιανισμός πάντοτε πίστευε στην χάρη και στην επιείκεια του αμαρτωλού – η ίδια καθαυτή η έννοια της αμαρτίας, σημαίνει “σφάλμα”, το οποίο ακούσια λόγω της άγνοιάς του πράττει ο αυτουργός του και ως εκ τούτου θα πρέπει να διδαχθεί τον ορθό δρόμο μέσα από τη συγχώρεση, ακόμη και ως αντίπραξη στη δική του φαυλότητα.