Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι την ευθύνη για τον επαπειλούμενο θάνατο του Δημήτρη Κουφοντίνα τη φέρει ακέραια ή έστω κατά το μεγαλύτερο μέρος της αυτοπροσώπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είναι μια συνειδητή πολιτική επιλογή, την οποία υπερασπίστηκε σε κάθε βήμα με διαστρεβλώσεις, κατάφωρα ψεύδη και ιδεολογικό ζήλο, κυρίως μέσα από τη δικτατορικού μεγέθους και ποιότητας κυριαρχία του στα μέσα ενημέρωσης.
Ωστόσο, εν αντιθέσει με τις απόψεις που έχουν εκφράσει πολύ αξιόλογοι άνθρωποι αυτές τις ημέρες, δεν μπορώ να πιστέψω εύκολα ότι είναι μια επιλογή η οποία αποσκοπεί σε μία “στρατηγική της έντασης”, προκειμένου να στραφεί ο προβολέας μακριά από την “υπόθεση Λιγνάδη” και να ενοχοποιηθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι του πρωθυπουργού. Δεν θεωρώ τους κυβερνώντες τόσο έξυπνους και η μέχρι τώρα πορεία τους βασίζεται στην κτηνώδη δύναμη, όχι στους λεπτούς πολιτικούς ελιγμούς και τις πολύπλοκες στρατηγικές. Ούτε μπορώ να πιστέψω ότι η επιλογή έχει αποκλειστικά και μόνο τα στοιχεία οικογενειακής βεντέτας, ασχέτως αν είναι αυτή η όψη είναι που δίνει τον τόνο στην επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος.
Πιστεύω αντίθετα ότι η απόφαση κρατικής δολοφονίας του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι φυσιολογική συνέπεια του μοντέλου διακυβέρνησης. Αποτελεί ευθέως απότοκο των δύο βασικών πυλώνων που διαμορφώνουν το δόγμα Μητσοτάκη από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα.
Ο πρώτος πυλώνας, που ενίοτε εκδηλώνεται και ως “ρεβανσισμός” είναι μια βασική αντιδημοκρατική νοοτροπία που παραπέμπει στον μοναρχισμό του 19ου αιώνα: στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, η κοινωνία δεν έχει δικαίωμα να διαπραγματεύεται με το κράτος. Το προνόμιο της άσκησης πίεσης το έχει μόνο η οικονομική ελίτ, πάντα κομίζοντας και κάποιο αντάλλαγμα που ενισχύει την κυριαρχία του αρχηγού είτε ευθέως (προπαγάνδα στα μέσα ενημέρωσης, ενεργοποίηση μηχανισμών κτλ.) ή πλαγίως (θεαματικές επενδύσεις αμφίβολης συνεισφοράς στην οικονομία). Η διαμεσολάβηση της κοινωνίας αντικαθίσταται από την κομματική συμμετοχή στην κλεπτοκρατική διαχείριση του Δημοσίου και από εκεί και πέρα, το κράτος είναι κάτι ερμητικά κλειστό. Για τους εκτός των τειχών έχει μόνο τιμωρία – πάλι με τη συστηματικά εξωθεσμική χρήση της αστυνομίας.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η ασυδοσία. Το “σοκ και δέος” της επιβολής που ζούμε εδώ και χρόνια, επιτυγχάνεται μόνο με μία στρατηγική “ούτε βήμα πίσω”. Για αυτό και αντιμετωπίζουμε ακόμα σαστισμένοι την αδικαιολόγητη μακροημέρευση μιας κυβέρνησης που παράγει τρία σκάνδαλα τη μέρα. Η “κυβέρνηση των αρίστων” δεν απολογείται πουθενά και για τίποτα. Δεν μπορεί να έχει παραβεί την ίδια της τη νομοθεσία και δεν μπορεί να αποτελείται από τόσο ανίκανους ανθρώπους που ούτε τα αυταρχικά και φωτογραφικά μέτρα που θέλησαν να επιβάλλουν δεν μπόρεσαν να τα νομοθετήσουν σωστά.
Το ερώτημα είναι τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που θα επιλέγονταν ως εκτελεστικός βραχίονας ενός τέτοιου πολιτικού προγράμματος. Και στην περίπτωση Κουφοντίνα έχουμε μια σαφή ένδειξη ότι απαιτούνται στιβαρές συμμαχίες με την ακροδεξιά, καθώς οι δύο άνθρωποι που φαίνεται να σχετίζονται περισσότερο με την πολιτική εποπτεία του σωφρονιστικού συστήματος της Ελλάδας έχουν οργανική διασύνδεση με τον τραμπισμό (η μία) και οπαδισμό προς τον Ντόναλντ Τραμπ (ο άλλος).
Είναι άγνωστο πώς αυτό το γεγονός δεν έχει απασχολήσει περισσότερο τη δημοσιότητα, αλλά ήδη πριν τις εκλογές του 2019 ήταν γνωστό ότι την προεκλογική εκστρατεία της σημερινής γενικής γραμματέως αντεγκληματικής πολιτικής Σοφίας Νικολάου ανέλαβε ο ελληνοαμερικάνος Τζορτζ Τζιτζικός, πρώην στενός συνεργάτης του Ντόναλντ Τραμπ και διοργανωτής των εκδηλώσεών του. Αυτό αναδείχθηκε και δεύτερη φορά τον περασμένο Μάιο, κατά την εκδικητική και παράτυπη μεταχείριση εναντίον του Βασίλη Δημάκη που είχε οδηγήσει και τότε στην απεργία πείνας του κρατουμένου – και πάλι όμως, ως πληροφορία πέρασε απαρατήρητη, χωρίς να της δοθεί η δέουσα σημασία.
Σύμφωνα με όσα έχει πει στην Καθημερινή ο ίδιος ο Τζιτζικός, η γνωριμία τους έγινε στο “Φόρουμ των Δελφών” και όπως ισχυρίζεται με τα δικά του λόγια: “Ήταν σημαντικό να σιγουρευτώ πως ήταν συνειδητοποιημένη και πως έμπαινε στην πολιτική για τους σωστούς λόγους. Της έκανα δύσκολες ερωτήσεις: Γιατί κατεβαίνει, ποιες είναι οι προτεραιότητές της, συγκεκριμένα πράγματα που θέλει να κάνει και πώς θα τα κάνει”.
Στο ίδιο κείμενο ο Τζιτζικός αναφέρει ότι την εποχή της προεδρίας Τραμπ κάλεσε τη Νικολάου στον Λευκό Οίκο, πράγμα που από μόνο του μπορεί να μην είναι μεμπτό. Αφήνει όμως το ανοιχτό ερώτημα πώς γίνεται ένα άσημο στέλεχος της Δεξιάς να διεκδικήσει τέτοιου μεγέθους υποστήριξη για την προεκλογική της καμπάνια. Το δε ερώτημα αυτό γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον αν συνυπολογίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια ο Τζιτζικός έχει ημι-μόνιμη παρουσία στην Αθήνα και ακόμα περισσότερο αν προσθέσουμε και τις πληροφορίες του πολιτικού ρεπορτάζ ότι κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 2019, ο ιδεολογικός μέντορας της νέας ακροδεξιάς και στενός συνεργάτης του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, είχε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με μεμονωμένους πολιτικούς, με άγνωστη μέχρι τώρα ατζέντα.
Ασχέτως των λεπτομερειών, αυτός ο δεσμός της Σοφίας Νικολάου με το σύστημα Τραμπ είναι σε γενικές γραμμές γνωστός. Όπως γνωστό είναι και το μπαράζ σκανδάλων που έχει αναδειχθεί κατά τη διάρκεια της θητείας της μέσα από απευθείας αναθέσεις: από την απολύμανση των φυλακών σε εταιρεία που ανέλαβε τις απολυμάνσεις πέντε μέρες πριν και η οποία τελικά δεν έκανε καν την απολύμανση, μέχρι προμήθειες υγειονομικού υλικού στο 450% της τιμής αγοράς.
Ωστόσο, αυτό που μαρτυρούν καλά πληροφορημένες πηγές στο “Κοσμοδρόμιο” είναι ότι η Γ.Γ. είναι μόνο το δημόσιο πρόσωπο για την μητσοτακική ατζέντα στις φυλακές, καθώς την πραγματική διαχείριση της σωφρονιστικής πολιτικής την έχει ο υποστράτηγος της ΕΛΑΣ Σπύρος Σκλάβος που στις κρίσεις προ λίγων εβδομάδων διατηρήθηκε στο πόστο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης (ΥΕΦΚΚ) της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής.
Όπως διαβάζουμε στον ιστότοπο του Σωματείου των υπαλλήλων της, σκοπός της ΥΕΦΚΚ είναι “η εξωτερική φρούρηση των Καταστημάτων Κράτησης, η φρούρηση νοσηλευομένων κρατουμένων και οι πάσης φύσεως μεταγωγές τους”.
Όπως δείχνει το προφίλ του υποστράτηγου Σκλάβου στο Facebook, ο ίδιος είναι απόφοιτος του New York College και της Ακαδημίας του FBI, πράγμα που μάλλον εξηγεί το ενδιαφέρον του για τα αμερικάνικα πράγματα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον αυτό φαίνεται να προσανατολίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην προπαγάνδα υπέρ του τέως προέδρου των ΗΠΑ, ενώ σε μία ανάρτηση υποστηρίζει και τον Ελληνοαμερικανό Ρεπουμπλικάνο Gus Bilirakis, προσωπικό φίλο του Τζιτζικού κατά δήλωσή του, ο οποίος έχει την τιμητική του σε διάφορες ιστοσελίδες των Δημοκρατικών για τις ακραίες θέσεις του (ενδεικτικά).
Αξίζει να θυμίσουμε ότι ένα πράγμα που χαρακτηρίζει τη θητεία Τραμπ στον Λευκό Οίκο, είναι ότι η κυβέρνησή του υπέγραψε περισσότερες ομοσπονδιακές θανατικές καταδίκες κρατουμένων από όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ μαζί, ενώ από τη δημοσίευση αυτής της είδησης στα μέσα του Δεκέμβρη μέχρι την ορκωμοσία Μπάιντεν μεσολάβησαν και άλλες. Θα ήταν απορίας άξιον πώς γίνεται να αφήνεται η σωφρονιστική πολιτική της Ελλάδας στα χέρια ενός δορυφόρου κι ενός οπαδού του συστήματος Τραμπ – αν φυσικά δεν μιλούσαμε για αυτή την κυβέρνηση και αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης.