Κοιτώντας τα στοιχεία του ΟΗΕ σχετικά με τη βιομηχανία θανάτου στην Κολομβία, τη Μέκκα της κόκας διεθνώς, αντιλαμβάνεσαι ότι μπορεί να μην βρίσκεσαι μπροστά στο ναρκοβασίλειο του Πάμπλο Εσκομπάρ. Αυτό πια, μόνο σε σενάρια. Αλλά, οι μηχανές παραγωγής της διεγερτικής πούδρας δουλεύουν πυρετωδώς.
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα αναφέρουν ότι μεταξύ του 2012 και του 2017 η παραγωγή κόκας αυξήθηκε κατά 215% στη χώρα φτάνοντας να αντιπροσωπεύει πλέον το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, με τις αμερικανικές αρχές μάλιστα να σημειώνουν ότι το 89% της κατασχεθείσας κοκαΐνης στις ΗΠΑ προέρχεται από την Κολομβία. “Η χώρα παράγει περισσότερη κοκαΐνη, απ’ ό, τι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο απόγειο του Εσκομπάρ” σχολίαζαν πριν μερικές μέρες οι Financial Times. Και μάλλον έχουν δίκιο, αν λάβουμε υπόψη την προσφάτως ανακύψασα συζήτηση στον δημόσιο λόγο της Κολομβίας, αναφορικά με την υιοθέτηση πιο σκληρών μέτρων από την υπερδεξιά κυβέρνηση Ντούκε για την καταπολέμηση του φαινομένου.
Θέμα που δεν άφησε αδιάφορο τον διεθνή Τύπο, ο οποίος βρίθει δημοσιευμάτων το τελευταίο διάστημα που μιλούν για πιθανή επανέναρξη του προγράμματος αεροψεκασμού των καλλιεργειών κόκας, όπως κατ’ επανάληψη συνέβη τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, στο πλαίσιο του πολέμου της Μπογκοτά με τους βαρόνους του ναρκεμπόριου. Ενός πολέμου που διεξήχθεί υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το 2015 ο Διεθνής Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο συμπεριέλαβε τη γλυφοσάτη, το δραστικό συστατικό που περιέχουν οι διωκτικοί αεροψεκαστήρες, στις ουσίες που “είναι πιθανά καρκινογόνες για τον άνθρωπο”. Μετά την ανακοίνωση, η τότε κυβέρνηση του Μανουέλ Σάντος, σταμάτησε αμέσως την επιχείρηση, στρεφόμενη στη δημιουργία ειδικού αστυνομικού σώματος εκρίζωσης των καλλιεργειών κόκας. Όμως έξι χρόνια μετά, και με σχεδόν 30 αστυνομικούς νεκρούς κατά τις επιχειρήσεις εκρίζωσης και άλλους 200 τραυματίες από νάρκες, η κυβέρνηση Ντούκε επιχειρεί ένα άλμα στο παρελθόν, εξετάζοντας σοβαρά την επανέναρξη των αεροψεκασμών. Θα μου πεις: Όλα επιτρέπονται σε έναν πόλεμο. Ειδικά σε έναν πόλεμο όπως αυτός. Ίσως. Μόνο που… οι κακές γλώσσες δείχνουν και πάλι την Ουάσιγκτον.
Βεβαίως, το Οβάλ Γραφείο άλλαξε ιδιοκτήτη. Ο Μπάιντεν δεν εκβιάζει (για την ώρα) τη Μπογκοτά για την συνέχιση των από αέρος επιχειρήσεων, προκειμένου να μην την εξοβελίσει από τον παράδεισο των συμμάχων χωρών στον πόλεμο κατά τω ναρκωτικών, όπως έκανε ο Τραμπ. Ξέρουμε όμως από το παρελθόν ότι στην πρωτεύουσα του ελεύθερου κόσμου, αλλάζουν τα πρόσωπα, όχι η πολιτική.
Το επιβεβαιώνουν άλλωστε κι οι πρόσφατες δηλώσεις του Άνταμ Ίζακσον, ειδικού στην πολιτική για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών του γραφείου της Ουάσιγκτον για τη Λατινική Αμερική. Σύμφωνα με τον Ίζακσον, η νέα διοίκηση των ΗΠΑ μπορεί να εστιάζει περισσότερο σε ζητήματα όπως η παροχή υπηρεσιών από το κράτος προς τους πολίτες της Κολομβίας, ωστόσο “αν η κυβέρνηση της χώρας επιθυμεί πραγματικά την επανέναρξη του προγράμματος, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πιθανότατα θα την ακολουθήσει”.
Ανεξάρτητα πάντως από τη στάση που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ, η συζήτηση για το θέμα των αεροψεκασμών γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν εντάσσονται σε αυτή και οι μαρτυρίες ανθρώπων όπως ο Pablo Nel Segura, ιδιοκτήτης ενός αγροκτήματος εκατό στρεμμάτων στην επαρχία Nariño στα δυτικά της Κολομβίας. “Ψέκασαν τη γη μου επτά φορές. Έχασα δώδεκα βοοειδή που σκοτώθηκαν από το ζιζανιοκτόνο και έπρεπε να πουλήσω τα υπόλοιπα γατί δεν υπήρχε χορτάρι πια για να βοσκίσουν. Έχασα τα πάντα”, λέει απελπισμένος ο αγρότης.
Πέραν όμως της οικονομικής ζημιάς, ελλοχεύει ο κίνδυνος τόσο για το περιβάλλον, όσο και για την υγεία των ανθρώπων. Αυτό επεσήμανε σε πρόσφατες δηλώσεις της στους Financial Times η Μαρία Αλεξάνδρα Βαλντέζ, διευθύντρια του Κέντρου Μελετών για την Ασφάλεια και τα Ναρκωτικά στο Πανεπιστήμιο των Άνδεων στη Μπογκοτά. Δηλώσεις που ήρθαν να προστεθούν στις χιλιάδες μαρτυρίες ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο που ισχυρίζονται ότι εξαιτίας των ζιζανιοκτόνων με βάση τη γλυφοσάτη πάσχουν από καρκίνο.
Μέχρι στιγμής το πιο διαδεδομένο ζιζανιοκτόνο στον κόσμο είναι το Round Up, που αναπτύχθηκε από τη Monsanto. Περιέχει γλυφοσάτη και είναι παρόμοιο με τα ανώνυμα με τα οποία ψεκάζει η κολομβιανή κυβέρνηση τις καλλιέργειες κόκας.
Τι περίεργα παιχνίδια παίζει η μοίρα! Σήμερα το χημικό “τέκνο” της Μοnsanto, ή έστω κάποια απομίμηση του, τίθενται στην πρώτη γραμμή του πολέμου κατά των ναρκωτικών, όταν πριν μερικές δεκαετίες η εξαγορασμένη από τη Bayer εταιρεία πότιζε με το δηλητήριό της, το περίφημο Agent Orange, τη ζούγκλα του Βιετνάμ, στην προσπάθεια των Αμερικανών να αφανίσουν το… ζιζάνιο του κομμουνισμού.
Στο θέμα μας και πάλι.
Το 2016, ένας άνδρας στην Καλιφόρνια πήγε την εταιρεία στο δικαστήριο ισχυριζόμενος ότι το Roundup τού είχε προκαλέσει καρκίνο. Κέρδισε, και η Monsanto, πλήρωσε 80 εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση.
Ήταν μια απόφαση σταθμός. Μια απόφαση που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και τον Ιούνιο του περασμένου έτους, η Bayer συμφώνησε να πληρώσει 10,9 δισεκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσει τις 100.000 αγωγές που δέχτηκε σχετικά με τη χρήση του Roundup.
Η Baum Hedlund Aristei & Goldman, μια από τις αμερικανικές δικηγορικές εταιρείες που ηγήθηκαν των υποθέσεων για το Roundup, δήλωσε ότι θεωρεί τον διακανονισμό του περασμένου έτους ως “ένα μεγάλο πρώτο βήμα για τη διόρθωση των τεσσάρων δεκαετιών βλάβης που προκάλεσε η χρήση της γλυφοσάτης”, σημειώνοντας ωστόσο ότι πολλοί από τους πελάτες της “συνεχίζουν να υποφέρουν από τις συνέπειες του καρκίνου”.
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο “εθνικός πρωταθλητής” της Γερμανίας δεν έχει προβεί σε κάποιο σχόλιο σχετικά με τον ψεκασμό των ναρκο-καλλιεργειών στην Κολομβία, καθώς δεν υπάρχει άμεση εμπλοκή της Βayer στην υπόθεση. Ωστόσο, οι επικεφαλής της γερμανικής πολυεθνικής παραμένουν σταθεροί στη θέση τους ότι η λελογισμένη χρήση του Roundup είναι ασφαλής. Πιθανότατα αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο, ενώ αρχικά ο όμιλος συμφώνησε στη διευθέτηση της μαζικής αγωγής, στη συνέχεια δεν αναγνώρισε καμία ευθύνη ή υποχρέωση έναντι των εναγόντων. Γεγονός που εξηγεί και τη στάση του γερμανικού ομίλου έναντι της απόφασης του Διεθνούς Οργανισμού Έρευνας για τον Καρκίνο του 2015, την οποία χαρακτήρισε “μη συμβατή με τη συντριπτική συναίνεση των ρυθμιστικών αρχών και άλλων εμπειρογνωμόνων σε όλο τον κόσμο”.
Πράγματι, μια σειρά οργανισμών διεθνώς έχουν υψώσει τοίχος προστασίας της φήμης της εταιρείας. Φυσικά, πρώτη έσυρε αυτόν τον χορό η Αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος για την οποία “η γλυφοσάτη δεν είναι πιθανό να είναι καρκινογόνος για τον άνθρωπο”. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων. “Ούτε τα επιδημιολογικά δεδομένα, ούτε τα στοιχεία από μελέτες σε ζώα έδειξαν αιτιότητα μεταξύ της έκθεσης στη γλυφοσάτη και της εμφάνισης του καρκίνου στον άνθρωπο”, αναφέρει η Αρχή στο πόρισμά της. Παρόμοιες μελέτες που δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικό περιοδικό υποστηρίζουν επίσης αυτήν την άποψη.
Ώστε λοιπόν, τόση πέραση έχει η Bayer; Μάλλον. Ίσως έχει δίκιο. Ίσως την κατηγορούν άδικα όσοι την κατηγορούν. Πάντως, έχει ενδιαφέρον να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι δεν πέρασαν και πολλά χρόνια από την εποχή που ο επικεφαλής του τμήματος δημοσίων σχέσεων της Bayer, είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο η Μοnsanto να φακέλωνε πολίτες με την ελπίδα να μπορέσει να τους επηρεάσει, ώστε να αλλάξουν στάση απέναντι στα φυτοφάρμακα. “Όταν συλλέγεις δεδομένα προσώπων τα οποία ωστόσο δεν είναι δημοσίως διαθέσιμα, τότε σαφέστατα διαβαίνεις τον Ρουβίκωνα”, δήλωνε το 2019 ο κ. Μπέρνιγκερ, στιγμές μετά την αγωγή της γαλλικής Le Monde έναντι της Μonsanto και την έναρξη προκαταρκτικής έρευνας από τις γαλλικές αρχές. .
Μην ξεχνάμε επίσης και το αλαλούμ που προκλήθηκε στη Γερμανία, όταν, για τα μάτια της Bayer και της Monsanto, υπουργός της κυβέρνησης αποφάσισε (μόνος του;) να ψηφίσει διαφορετικά απ’ ό, τι είχε σχεδιαστεί σε κεντρικό επίπεδο. Πρόκειται για την περίπτωση του 2017, όταν ο υπουργός Γεωργίας Κρίστιαν Σμιτ (CSU) ψήφισε υπέρ της ανανέωσης της χρήσης γλυφοσάτης στην Ε.Ε., ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή η στάση των Γερμανών ήταν σταθερά στην “αποχή”. Ο Σμιτ δεν εξωθήθηκε σε παραίτηση, παρά δέχθηκε τις συστάσεις της καγκελαρίου Μέρκελ που εκείνη την εποχή “έσπρωχνε” το ντιλ της συγχώνευσης ανάμεσα στη Bayer και τη Monsanto και η επίρριψη των ευθυνών αποκλειστικά στον Σμιτ απομάκρυνε από τα χέρια της την καυτή πατάτα ενόψει της ολοκλήρωσης της επιχειρηματικής συμφωνίας. Ο ίδιος ο Σμιτ πάντως το “πήρε πάνω του”, λέγοντας πως αν τα κράτη μέλη αποτύγχαναν να λάβουν κάποια απόφαση, η Κομισιόν θα ανανέωνε την άδεια για παραπάνω από πέντε χρόνια, όπως τελικά αποφάσισε.
Είναι άγνωστο τι ώθησε τις Βρυξέλες να μεταθέσουν το ζήτημα της απαγόρευσης χρήσης της γλυφοσάτης στην Ε.Ε. για μετά το 2022· πάντως τα ευρωπαϊκά κράτη δίνουν ετησίως έναν σκασμό λεφτά στις Big Pharma για αντικαρκινικά φάρμακα, ενώ την ίδια ώρα αποτυγχάνουν να λάβουν προληπτικά μέτρα έναντι του καρκίνου. Αποτυγχάνουν; Γράψτε λάθος, γιατί, όπως πολύ εύστοχα σχολίαζε σε σχετικό ρεπορτάζ ο διδάκτωρ Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, Γιώργος Βασσάλος: “Η ευρωπαϊκή αρχή διατροφικής ασφάλειας, ΕFSA, έκρινε τη γλυφοσάτη ακίνδυνη παρουσιάζοντας μια μελέτη της οποίας τα βασικά σημεία είχε αντιγράψει από το λόμπι Glyphosate Task Force του οποίου ηγείται η Μονσάντο”.
“Αυτό και άλλα επεισόδια”, συνέχιζε ο Γιώργος Βασσάλος,“όπως η αμφισβητούμενη ανεξαρτησία των επιστημόνων που συμβουλεύουν την EFSA ή η άρνηση της Μονσάντο να προσέλθει σε ακρόαση επιτροπής του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, που οδήγησε στην απαγόρευση εισόδου για πρώτη φορά στην ιστορία (έστω και προσωρινή) λομπιστών από συγκεκριμένη εταιρεία, είχαν εξοργίσει την κοινή γνώμη σε αρκετές χώρες και είχαν υποχρεώσει κυβερνήσεις όπως η γαλλική να πάρουν θέση υπέρ της απαγόρευσης της γλυφοσάτης μέσα στα επόμενα χρόνια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της απαγόρευσής της σε πέντε χρόνια”.
Οι φίλιες προς την εταιρεία δυνάμεις στρέφουν τη συζήτηση γύρω από την ποσότητα της χρησιμοποιούμενης γλυφοσάτης, επιχειρώντας να μετακυλίσουν την ευθύνη σ’ αυτούς που κάνουν χρήση του προϊόντος και όχι στο προϊόν. “Ακριβώς επειδή υπάρχει μια χημική ουσία δεν σημαίνει ότι είναι επιβλαβής”, λένε. “Οποιοσδήποτε πραγματικός κίνδυνος από μια δυνητικά τοξική ουσία εξαρτάται από τη δόση ή τα επίπεδα στα οποία η ουσία είναι παρούσα στο περιβάλλον μας”.
Οι της κολομβιανής κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι η γλυφοσάτη θα αποτελέσει το 33% του μείγματος που σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν – λιγότερο από το 44% που χρησιμοποίησαν πριν από το 2015. Αυτό είναι ισχυρότερο από πολλά από τα ζιζανιοκτόνα της Bayer, αλλά όχι τόσο ισχυρό όσο τα πιο ισχυρά προϊόντα της εταιρείας, επισημαίνουν οι Financial Times. Και ίσως εδώ, βρίσκεται και το ζουμί της ιστορίας.
Ναι, είναι γνωστό ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αλλά, στην περίπτωσή μας, ποιος είναι ο σκοπός; Να πατάξουμε την καλλιέργεια κόκας (που, μεταξύ μας, δεν πατάσσεται έτσι, ιδίως όταν ιστορικά οι ντραγκ ντίλερς είχαν σχέσεις με τα διαπλανητικά αφεντικά), φλομώνοντας στα ζιζανιοκτόνα τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών της Κολομβίας; Αν η απάντηση είναι θετική, τότε, μήπως θα ήταν προτιμότερη η τσάπα και ο κασμάς;