«Φτάνει πια! Η διαχείριση της κρίσης εξελίσσεται σε φάρσα. Γιατί ο υπουργός Υγείας πρέπει να παραιτηθεί», γράφει το περιοδικό Der Spiegel στο κεντρικό άρθρο του, στο τεύχος που κυκλοφόρησε χθες, Σάββατο. «Ο κατάλογος των λαθών του Γενς Σπαν γίνεται όλο και πιο μακρύς. Πολιτικός σε αποδρομή;», σχολιάζει η δημόσια τηλεόραση ZDF. Η δε BILD φαίνεται να έχει προ πολλού αποφασίσει: «Ο Σπαν σε πορεία συντριβής», γράφει σχεδόν καθημερινά το τελευταίο διάστημα.
«Germany, zero points», γράφει μεταξύ άλλων το Spiegel, υπενθυμίζοντας την συνήθη επίδοση της γερμανικής συμμετοχής στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού, η οποία τώρα επεκτείνεται και σε θέματα ζωής ή θανάτου. Η Γερμανία είχε εμπεδώσει – τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εξωτερικό – την εικόνα της καλολαδωμένης μηχανής, του αλάνθαστου συστήματος, της χωρίς κενά οργάνωσης. Αυτή η εικόνα μπορεί κανείς να πει ότι εν πολλοίς επιβεβαιώθηκε στην πρώτη φάση της πανδημίας, μαζί με την ψύχραιμη επιφυλακτικότητα της Καγκελαρίου Μέρκελ. Τους τελευταίους μήνες ωστόσο η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά. Η Γερμανία βρέθηκε να έχει οργανώσει τα κέντρα εμβολιασμού, αλλά όχι την προμήθεια εμβολίων. Πώς το εξηγεί αυτό μια κυβέρνηση που έχει μάλιστα επιδοτήσει με τα χρήματα των φορολογουμένων την εταιρία η οποία ανέπτυξε πρώτη εμβόλιο κατά του κορονοϊού; Εν τω μεταξύ διαπιστώνονται σοβαρές ελλείψεις και καθυστερήσεις σε «γρήγορα» τεστ, όταν η «στρατηγική ανοίγματος» βασίζεται ιδιαίτερα στη διενέργεια πολλών και γρήγορων εξετάσεων. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιρρίπτει την ευθύνη στα κρατίδια κι αυτά με τη σειρά τους στο Βερολίνο. Όλοι μαζί όμως δείχνουν στην Οδό Φρειδερίκου 108 και συγκεκριμένα στον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν, στο πρόσωπο του οποίου επικεντρώνεται τελευταία η κριτική για όλες τις δυσλειτουργίες στην διαχείριση της πανδημίας. Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν κρύβει πλέον τις φιλοδοξίες του σίγουρα δεν κάνει τα πράγματα πιο εύκολα.
Ο Γενς Σπαν υπήρξε ένας από τους αυστηρότερους επικριτές της ‘Αγγελα Μέρκελ για την προσφυγική πολιτική από το 2015 και εξής. Η ηχηρή παρουσία του εκείνη την εποχή λέγεται ότι του εξασφάλισε την αναβάθμιση μετά τις εκλογές του 2017. Από υφυπουργός Οικονομικών του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έγινε υπουργός Υγείας και ξαφνικά η αγαπημένη φράση του, όπως και των συνεργατών του ήταν, «το μόνο που μας χωρίζει από την Καγκελαρία είναι η Ράινχαρντστρασε», δηλαδή ο δρόμος μεταξύ των δύο κτιρίων. Μέχρι το 2018 ο κ. Σπαν ήταν υποδειγματικός στην στήριξη της Καγκελαρίου. Ακόμη και όταν έθεσε υποψηφιότητα προκειμένου να την διαδεχθεί στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), κατέστη σαφές ότι «ο νεαρός» τοποθετείται για το μέλλον. Στήριξε άλλωστε στον β’ γύρο την εκλεκτή της κυρίας Μέρκελ, την ‘Ανεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ. Στην εσωκομματική μάχη του 2020 συντάχθηκε με τον ‘Αρμιν Λάσετ, πλασάροντας τον εαυτό του ως de facto νούμερο 2 του κόμματος. Και κάπου εκεί ξέσπασε η πανδημία. Το υπουργείο Υγείας αναδείχθηκε σε βασικό σημείο αναφοράς της πολιτικής για την διαχείριση της πρωτοφανούς κρίσης. Ο υπουργός βρισκόταν καθημερινά μπροστά στις κάμερες επιδεικνύοντας την αυτοπεποίθηση και την σιγουριά του – στοιχεία απαραίτητα για τους πολίτες, τα οποία όμως τώρα πια ερμηνεύονται περισσότερο ως αλαζονεία και λιγότερο ως ασφάλεια.
Το τελευταίο διάστημα τα λάθη του πραγματικά διαδέχονται το ένα το άλλο – ή μήπως απλώς προβάλλονται περισσότερο; Την προηγούμενη εβδομάδα αποκαλύφθηκε ότι ο κ. Σπαν συμμετείχε τον Οκτώβριο σε δείπνο υποψήφιων χορηγών της προεκλογικής του εκστρατείας στην Λειψία. Λίγες ώρες πριν είχε απευθυνθεί στους πολίτες μέσω της τηλεόρασης και τους είχε τονίσει ότι βασικές εστίες μετάδοσης του ιού είναι τα πάρτι και οι κοινωνικές εκδηλώσεις. Λίγες ώρες μετά, ο ίδιος βρισκόταν θετικός στον κορονοϊό. Αν και, όπως αποδείχθηκε, κανείς από τους συνδαιτυμόνες δεν «κόλλησε» από τον υπουργό, η αποκάλυψη της υπόθεσης σε μια εποχή που είτε ο ίδιος είτε κάποιος άλλος από την κυβέρνηση ζητά καθημερινά από τους πολίτες «λίγη ακόμη υπομονή», γκρέμισε τις ήδη φθαρμένες μετοχές του.
Τον περασμένο Ιανουάριο, το Spiegel τον ενέπλεκε σε υπόθεση αγοράς προστατευτικών μασκών FFP-2 από ελβετική εταιρία σε εξωφρενική τιμή, ενώ ο γερμανικός Τύπος ασχολείται εδώ και καιρό με την ακίνητη περιουσία του υπουργού και με το ταλέντο του στις αγοραπωλησίες ακινήτων. Τον Αύγουστο, εν μέσω πανδημίας, σε ξένα ΜΜΕ γράφτηκε ότι ο υπουργός και ο σύζυγός του, η δημοσιογράφος Ντάνιελ Φούνκε, απέκτησαν μια μονοκατοικία 300 τμ στο στιλ του Bauhaus, στο Ντάλεμ, το πιο ακριβό προάστιο του δυτικού Βερολίνου, εξαιρετικά δημοφιλές μεταξύ των ξένων πρέσβεων, αλλά και των ρώσων επιχειρηματιών της πόλης. Ως τιμή αγοράς αναφέρονταν τα 4,2 εκατομμύρια ευρώ και χρειάστηκαν τέσσερις μήνες προκειμένου με το θέμα να ασχοληθεί ο γερμανικός Τύπος, ο οποίος επιδεικνύει παραδοσιακά μεγάλη αυτοσυγκράτηση και διακριτικότητα σε τέτοια θέματα. Διά της νομικής οδού, ο κ. Σπαν εξασφάλισε ότι τα γερμανικά ΜΜΕ δεν μπορούν στο εξής να αναφέρονται στο κόστος κτήσης του ακινήτου, καθώς η πληροφορία θεωρείται ιδιωτικής φύσεως. «Η Γερμανία είναι μια ταπεινή και σεμνή χώρα, με την καλύτερη έννοια των όρων. Η δύναμη πηγάζει από τις ψήφους της μεσαίας τάξης, η οποία διαθέτει ισχυρή αίσθηση του τι είναι σωστό και τι όχι», του υπενθύμισε η κεντροδεξιά Die Welt, αναφερόμενη εμμέσως στο γεγονός ότι στην Γερμανία δεν εκτιμάται η επίδειξη πλούτου από τους πολιτικούς. Τρανό παράδειγμα η ‘Αγγελα Μέρκελ, η οποία φαίνεται να μην έχει εγκαταλείψει τις συνήθειες της παλιάς Ανατολικής Γερμανίας, όπου μεγάλωσε.
Και αν η βίλα στο Ντάλεμ δεν ήταν αρκετή, τον Τύπο απασχολεί τελευταία και το διαμέρισμα που απέκτησε ο κ. Σπαν το 2018, σε μοντέρνο προάστιο του δυτικού Βερολίνου, κοντά στο κέντρο. Η τιμή αγοράς ήταν 980.000 ευρώ και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του ακινήτου ήταν ο Μάρκους Λάικ Ντίκεν, επικεφαλής της εταιρίας Gematik, η οποία ανέλαβε πρόσφατα την μετάβαση του υπουργείου Υγείας στην ψηφιακή εποχή. Τόσο ο κ. Σπαν όσο και ο κ. Λάικ Ντίκεν αρνούνται οποιαδήποτε συσχέτιση των δύο υποθέσεων. Το τρίτο ακίνητο του υπουργού Υγείας, στην ίδια περιοχή, νοικιάζει εδώ και χρόνια ο αρχηγός των Φιλελευθέρων (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ, παλιός φίλος του συζύγου του κ. Σπαν.
Ο τελευταίος «λεκές» στο μέχρι πρότινος ατσαλάκωτο προφίλ του υπουργού Υγείας αφορά την πολύ σοβαρότερη υπόθεση των «γρήγορων» τεστ για κορονοϊό. Ο κ. Σπαν είχε κηρύξει την 1η Μαρτίου ως ημερομηνία πανηγυρικής έναρξης της «στρατηγικής των τεστ», με δωρεάν διάθεση δύο τεστ την εβδομάδα για κάθε πολίτη. Προφανώς ερήμην του – ή μάλλον της- «ξενοδόχου» ‘Αγγελα Μέρκελ, αλλά και παραδόξως των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου του. Αποτέλεσμα; Οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ Aldi και Lidl κατάφεραν να εξασφαλίσουν γρήγορα τεστ για χρήση κατ’ οίκον πιο νωρίς από ό,τι το γερμανικό κράτος. Η Καγκελάριος, αφού δεν κατάφερε να πάρει πειστικές απαντήσεις σε βασικά σημεία του σχεδίου του κ. Σπαν, τον «άδειασε» χωρίς πολλή συζήτηση και οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «ταπείνωση» του μαθητή από την δασκάλα.
Στα 41 του ο υπουργός Υγείας είναι σίγουρα ο πιο προβεβλημένος πολιτικός της γενιάς του στην Γερμανία. Η ανέλιξή του είναι μέχρι τώρα ραγδαία και εντυπωσιακή. «Σίφουνα», τον λένε ειρωνικά οι Πράσινοι. Σε ένα κόμμα συντηρητικών μεσηλίκων, ο Γενς Σπαν είναι νέος, φιλόδοξος και ομοφυλόφιλος που έσπευσε να παντρευτεί με τον σύντροφό του αμέσως μόλις αυτό επετράπη στη χώρα. Η δημοτικότητά του ανέβαινε διαρκώς, έφτασε μάλιστα να υποσκελίσει και αυτή της κυρίας Μέρκελ. Το τελευταίο διάστημα η φθορά είναι εμφανής, όπως και η νευρικότητα του άλλοτε στιβαρού πολιτικού. Σίγουρα δεν ευθύνεται εκείνος για όλα τα προβλήματα στην διαχείριση της πανδημίας. Αποτελεί πλέον όμως εύκολο στόχο – εντός και εκτός κυβέρνησης. Το επόμενο διάστημα θα πρέπει λοιπόν να αποδείξει αν μπορεί όχι μόνο να αναστρέψει την καθοδική πορεία του προσωπικού του κεφαλαίου, αλλά και να ανακτήσει το χαμένο του πολιτικό ένστικτο. Και το κυριότερο: όλα αυτά θα πρέπει να τα κάνει ενώ διαχειρίζεται μια πανδημία.