Τη δύναμη της αδράνειας, στο φυσικό πλαίσιο, τη βιώνουμε καθημερινά όλοι μας, εφόσον όλοι μας είμαστε φυσικά σώματα. Για αυτό άλλωστε υπάρχουν ειδικές χειρολαβές στα μαζικά, αλλά και στα ιδιωτικά, μέσα μεταφοράς. Η επιστήμη της Φυσικής την ορίζει ως μια “χαρακτηριστική ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης”. Ωστόσο, το ιδιαίτερα ζοφερό πλαίσιο ζωής που βιώνουμε όλοι μας τον τελευταίο χρόνο, εντός του οποίου το οποιοδήποτε πρόβλημα δεν οδηγείται ποτέ στη λύση του, αντίθετα, γεννάει συνεχώς νέα πολλαπλασιαζόμενα και διογκούμενα προβλήματα, προωθεί τον αναστοχασμό αναφορικά με τις δυνάμεις της αδράνειας όχι στη φύση, αλλά στην κοινωνία.
Πώς αλλιώς να μπορέσει κανείς να ερμηνεύσει την εν έτει 2021 συνεχιζόμενη επιρροή και κυριαρχία των μεγάλων ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης στην ελληνική δημόσια σφαίρα και στη διαμόρφωση της άποψης των πολιτών; Με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός πως μια κυβέρνηση κρατιέται στην εξουσία όχι λόγω της εκτελεστικής της ικανότητας (αν ίσχυε αυτό το κριτήριο θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει από τον προηγούμενο Νοέμβρη), αλλά απλά και μόνο λόγω της διαρκούς και ολοκληρωτικής στήριξής της από τα μεγάλα συγκροτήματα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου;
Υπήρξε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή όπου συνειδητοποιήθηκε καθαρά από την πλειοψηφία της κοινωνίας ο ρόλος τους για την ικανοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Αποτυπώθηκε δε ως τέτοιος με κρυστάλλινο τρόπο ως πολιτική δήλωση στον δημόσιο χώρο. Σε όλη την προηγούμενη δεκαετία οι πολλαπλές ρήξεις στο κοινωνικό πεδίο τροφοδότησαν αλλαγές στον τρόπο σκέψης, οι οποίες οδήγησαν κατά λογική συνέπεια στην αναίρεση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την “Τέταρτη Εξουσία”. Υπήρξε μια μεγάλη “κίνηση προς τα μπρος” της κοινωνικής συνείδησης. Εντούτοις, και λόγω του γεγονότος πως οι ρήξεις στο πολιτικό επίπεδο έμειναν τραγικά ημιτελείς, οι δυνάμεις αδράνειας του κοινωνικού σώματος φαίνεται πως υπερίσχυσαν, ρίχνοντας ένα πέπλο λήθης σε ό,τι προηγήθηκε.
Μόνο έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και το γεγονός πως οι Έλληνες τηλεθεατές, αλλά και συνολικά η ελληνική αστική δημόσια σφαίρα, ανεξαρτήτως πολιτικών ταυτοτήτων, συνεχίζουν να παίρνουν στα σοβαρά τις λεγόμενες “δημοσκοπήσεις”. Η υπερίσχυση των δυνάμεων της κοινωνικής αδράνειας, και της συνακόλουθης κοινωνικής αμνησίας, έχει αφήσει το πεδίο ανοιχτό στους επαγγελματίες του κοινωνικού μάρκετινγκ να αποφασίζουν για τη ζωή ή το θάνατο ενός κρατούμενου απεργού πείνας.
Έτσι, διαβάζουμε πως στη δημοσκόπηση που διεξήγαγε η εταιρεία MRB για λογαριασμό του ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού STAR Channel, το 69,8% των ερωτηθέντων συμφωνεί με το “Να μην κάνει δεκτό [η κυβέρνηση] το αίτημά του [Κουφοντίνα] ανεξάρτητα με τις συνέπειες που θα έχει για την υγεία του”. Εν προκειμένω, η προτρεπτική υποτακτική σημαδεύει ένα σημαντικό προχώρημα στους μηχανισμούς της επιστήμης του κοινωνικού μάρκετινγκ. Το κοινό δεν ρωτάται πλέον για την άποψή του. Προτρέπει το ίδιο την κυβέρνηση να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο!
Όλα τα παραπάνω πολιτικά, επιστημονικά και μορφωτικά ολέθρια για την κοινωνία συμβαίνουν ενώ μια στοιχειώδης ιστορική συναίσθηση και μια ακόμη πιο στοιχειώδης περιήγηση στους διαδικτυακούς μηχανισμούς αναζήτησης θα μπορούσε να φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα για το ποιες είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα και τι έχουν “προσφέρει” μέχρι τώρα.
Την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα οι επιστημονικές τους έρευνες έδιναν “προβάδισμα στο ΝΑΙ”. Δύο μέρες πριν το δημοψήφισμα η εταιρεία MRB, που σήμερα δίνει τη δυνατότητα στο λαό να ζητήσει το θάνατο ενός απεργού πείνας, υπολόγιζε την ψήφο στο ΝΑΙ στο 43,3% και την αντίστοιχη στο ΟΧΙ στο 42,9%. Επιπλέον, ο Δημήτρης Μαύρος, προβεβλημένο στέλεχος της MRB, δύο μήνες αργότερα, το βράδυ των εθνικών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, ζητούσε συγγνώμη (είναι ασαφές από ποιον) για τις αποδεδειγμένα λάθος εκτιμήσεις της εταιρείας του. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που πρωτοπόρησε για ακόμα μια φορά στο πλαίσιο του κοινωνικού μάρκετινγκ, βουρκώνοντας οn air τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ανέλυε τον θυμό και την ασφυξία που προκαλεί στους νέους ανθρώπους το γενικό πολιτικό και κοινωνικό lockdown.
Εκτός όμως από την “ένοχη ιστορία” τους εντός του πρόσφατου ιστορικού πεδίου της κρίσης, και εκτός από την αμφισβητούμενη επιστημονική τους μεθοδολογία, η μη αποδοχή των δημοσκοπήσεων ως “εργαλείων” ή ως “αποτυπώσεων της στιγμής” στηρίζεται και σε κάποια πιο “παλιομοδίτικα” επιχειρήματα, τα οποία φαίνεται πως έχουν και αυτά ξεχαστεί μέσα στο πλαίσιο του διαρκούς ζόφου. Πρόκειται βέβαια για το επιχείρημα του φαύλου κύκλου. Εντός μιας κυκλικής κίνησης, απόλυτα ελεγχόμενης από συγκεκριμένους τελεστές, εκείνο που τεκμαίρεται από τους “γνώστες του κοινού” ως τελική άποψή του είναι ακριβώς εκείνο για την ανάδυση του οποίου έχουν σε πρώτο χρόνο μοχθήσει προπαγανδιστικά κάποιοι άλλοι “γνώστες του κοινού”, δημοσιολόγοι στα μεγάλα μέσα.
Τούτων δοθέντων, το πρωτοφανές προτρεπτικό ερώτημα της δημοσκόπησης της MRΒ για τη ζωή του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα αναδεικνύει ξεκάθαρα αυτό που πολλοί σκέφτονται και πολύ λιγότεροι λένε δημόσια. Την περίοδο που διανύουμε βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη μια οργανωμένη προσπάθεια εκφασισμού συγκεκριμένης μερίδας του κοινωνικού σώματος. Ενδεχόμενη επιτυχημένη έκβασή της θα σημάνει την αφετηρία μιας κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που θα φέρει τόσες και τέτοιες απώλειες εντός του κοινωνικού σώματος, οι οποίες θα καταστήσουν απαγορευτική οποιαδήποτε προοπτική μελλοντικής επιβίωσής του σε όλα τα επίπεδα. Το μπλοκάρισμά της είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την ίδια τη χώρα.