Στοιχείο πρώτο: η κυβέρνηση αποφασίζει να παίξει ένα βρώμικο παιχνίδι (με συμμετοχή των ελεγχομένων μέσων ενημέρωσης και με άμεση παρέμβαση της πρεσβείας των ΗΠΑ) με τη ζωή του απεργού πείνας, Δημήτρη Κουφοντίνα. Το κράτος, πρώτα αυθαιρετεί εις βάρος του και έπειτα τον ωθεί σε μια ατέρμονη δικαστική περιπέτεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την διαρκή αρνησιδικία, προκειμένου να τον κάνει να υποχωρήσει από την επιλογή του και να τον εμφανίσει περίπου ως δηλωσία, μέσω των κανιβαλικών της non-papers.
Ο απεργός πείνας μέχρι και σήμερα αρνείται να υποχωρήσει. Η κυβέρνηση κρατά στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα, αλλά δείχνει να μην το συνειδητοποιεί.
Στοιχείο δεύτερο: η κυβέρνηση αποφασίζει να διοικήσει τα πανεπιστήμιά μας και μάλιστα τα μεγαλύτερα, με τη δύναμη των γκλομπ. Αφού ψήφισε τον διαβόητο νόμο περί της πανεπιστημιακής αστυνομίας ξεκινά με την γνωστή πια είσοδο των ΜΑΤ και της ΟΠΚΕ στο ΑΠΘ, η οποία στέφεται από παταγώδη, τόσο επικοινωνιακή όσο και ουσιαστική, αποτυχία. Η κατάληψη συνεχίζεται μαζικότερη, ακόμα και σήμερα, ενώ η δεύτερη απόπειρα εισβολής της αστυνομίας, νύχτα σαν τον κλέφτη ματαιώνεται λόγω της άμεσης κινητοποίησης πολιτών.
Η κυβέρνηση πετυχαίνει να αναζωπυρώσει το φοιτητικό κίνημα από το μηδέν, χωρίς να υπάρχουν καλά-καλά φοιτητές στα πανεπιστήμια και με τις παραδοσιακές δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς σε δεύτερο ρόλο.
Στοιχείο τρίτο: η κυβέρνηση στέλνει την αστυνομία να “πειθαρχήσει” την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, οι οποίοι έχουν δικαιολογημένα προσχωρήσει στην παθητική αντίσταση, απέναντι στο καθολικό, παράλογο, αδιέξοδο και ανόητο απαγορευτικό. Αντί να διαφυλάξει την υποτυπώδη σοβαρότητά της, ως προς την διαχείριση της πανδημίας, τροφοδοτεί την οργή περαιτέρω, με την επιλογή της να διαχειριστεί κατασταλτικά την κοινωνική κόπωση από την πανδημία, κατευθύνοντας ή τουλάχιστον επιτρέποντας σε χούλιγκαν αστυνομικούς να ξυλοφορτώνουν κόσμο.
Στοιχείο τέταρτο: με μια κακοστημένη και προβοκατόρικη επικοινωνιακή τακτική για τα επεισόδια της Νέας Σμύρνης (θα ήταν για ανέκδοτο μέχρι πρότινος η φράση αυτή) ο πρωθυπουργός, το ίδιο βράδυ βγάζει ένα τηλεοπτικό μήνυμα, στο οποίο αναφέρεται μόνο στον τραυματισμένο (ευτυχώς όχι σοβαρά, σε αντίθεση με όσα τα μέσα ενημέρωσης διέδιδαν ώρες πριν) αστυνομικό και καθόλου στο επίσης νεαρό θύμα της αστυνομικής βίας και του φακελώματος από τις υπηρεσίες πληροφοριών και από το κόμμα της ΝΔ. Σιωπώντας για τα γεγονότα της κρατικής αυθαιρεσίας και του φακελώματος, τα καλύπτει εμμέσως πλην σαφώς.
Επιλέγει πολιτική τύπου Ντόναλντ Τραμπ, με μονόπλευρες συμπάθειες, στοχοποιώντας συνολικά κάθε έναν και κάθε μία που διαμαρτύρεται κατά της αστυνομικής βίας, αγνοώντας ότι η εν λόγω πολιτική αποδείχτηκε αποτυχημένη και για τον κατά πολύ εξυπνότερό του, πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ. Κάνει τα πάντα για να συγκροτήσει κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων.
Στοιχείο πέμπτο: η διαχείριση της υγειονομικής, της οικονομικής και της κοινωνικής κατάστασης, δια του περίφημου ακορντεόν έχει οδηγήσει αφενός σε παθητική άρνηση συμμόρφωσης με βλακώδεις κανόνες, αφετέρου σε κοινωνικό και οικονομικό όλεθρο, μετά και από 11 χρόνια κρίσης και ύφεσης, με την ύφεση να διακόπτεται από σύντομα μεσοδιαστήματα σχεδόν ανύπαρκτης μεγέθυνσης.
Η κοινωνική αναταραχή τείνει να μετατραπεί και σε μέθοδο κοινωνικής εκτόνωσης, ιδίως μιας νεολαίας η οποία νιώθει ότι τιμωρείται διαρκώς και φυσικά αδίκως.
Στοιχείο έκτο: το πρωθυπουργικό επιτελείο (αν υπάρχει ακόμα τέτοιο) αδυνατεί να παρατηρήσει ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες των κινητοποιήσεων, που εξελίσσονται καθημερινά αυτήν την περίοδο. Στις εν λόγω κινητοποιήσεις δεν πρωταγωνιστούν οι παραδοσιακές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά πρωτοβουλίες δικηγόρων και φοιτητικοί σύλλογοι. Μετά από μια δεκαετία μνημονίων, το τοπίο έχει εν πολλοίς εκκαθαριστεί και νέες δυνάμεις τείνουν να διαμορφωθούν. Δεν θα είναι απαραιτήτως καλύτερες από τις προηγούμενες, αλλά θα είναι λιγότερο προβλέψιμες και ελεγχόμενες σε πρώτη φάση.
Υπάρχει καταπιεσμένη νεολαία η οποία για κοινωνικούς λόγους πρωτίστως και έπειτα για πολιτικούς θέλει να δράσει, επηρεασμένη και από τον μακρόχρονο εγκλεισμό αλλά και από την απελπισία μετά το 2015. Ο απόηχος του Βlack Lives Matter και άλλων διεθνών κινητοποιήσεων, του δημοψηφίσματος αλλά και προγενέστερων συμβάντων στην ελληνική κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ως προς την διαμόρφωση διάθεσης αναμέτρησης.
Η παθητική οργή σε εκτεταμένα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα της μνημονικής περιόδου δεν έχει κοπάσει, αλλά αντιθέτως εντείνεται. Το πρωθυπουργικό επιτελείο θέλει να την εκτρέψει εναντίον μιας κάποιας αριστεράς, αλλά διαπράττει ένα στρατηγικό λάθος: μετά την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στα μνημόνια δεν υπάρχει εντοπίσιμη, ισχυρή, κοινοβουλευτική αριστερά. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος (όποιος και αν είναι αυτός πλέον) δεν δύναται να απορροφήσει αυτήν την οργή διότι ούτε εκλογικά αναμετριέται, ούτε κοινωνικά είναι ιδιαιτέρως σημαντικός.
Κρίνοντας από το παράδεγμα της Θεσσαλονίκης, η κοινωνική δυναμική, ιδίως με επίκεντρο το ΑΠΘ λαμβάνει χαρακτηριστικά “εορταστικά”, σε ένα περιβάλλον ζόφου. Η εξεγερτική νεολαιίστικη διάθεση μετατρέπεται σε τάση. Μάλιστα, με την εξαίρεση της επίθεσης στον αστυνομικό στην Νέα Σμύρνη, η ωριμότητα που επιδεικνύει ο νεότερος κόσμος είναι ακόμα, μοναδική.
Στη βάση όλων των παραπάνω μπορούμε να συνάγουμε τα εξής: η ενδό-δεξιά μάχη κρίνεται υπέρ της ακροδεξιάς που προέρχεται από την trash tv. Ο πρωθυπουργός, απομονωμένος από “Σαμαρικούς” και “Καραμανλικούς” έχει καταστεί έρμαιο εκείνων που επιθυμούν στην καλύτερη περίπτωση πολιτική έντασης και στην χειρότερη χούντα και εμφύλιο. Κατά τα γεγονότα στην Νέα Σμύρνη ήλπιζαν προφανώς σε σοβαρά τραυματισμένο αστυνομικό ή και σε νεκρό. Δεν τους βγήκε, αλλά θα το επιδιώξουν εκ νέου.
Ο βαθμός κάλυψής τους από την πρεσβεία της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ σε αυτόν τους τον σχεδιασμό θα φανεί και θα αποτελέσει τον κρίσιμο παράγοντα.
Στο πλαίσιο αυτών των επιδιώξεων, τα σαπρόφυτα της χουντικής ακροδεξιάς και της σκουπιδοτηλεόρασης, πατώντας πάνω στον πλήρη εξωτερικό έλεγχο της πατρίδας μας, εξαιτίας των μνημονίων και της εξάρτησης από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ έχουν ήδη πετύχει μια οριακά λειτουργική αστική δημοκρατία. Παρότι οι εικόνες διαρκούς αστυνομικής βίας είναι οι πιο εντυπωσιακές, ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού, η αποδόμηση του κράτους δικαίου ακόμα και με κόστος ζωής, η εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης και οι απροκάλυπτες επεμβάσεις ξένων δυνάμεων αποτελούν πολύ πιο σημαντικούς παράγοντες.
Ακόμα και το αστικοδημοκρατικό πλαίσιο δεν ορίζεται μόνο βάσει της διενέργειας πολυκομματικών εκλογών. Όλο το υπόλοιπο περιεχόμενό του (αποδυναμωμένο ήδη από την προηγούμενη μνημονιακή δεκαετία και από όλες τις κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου) περιορίζεται δραματικά.
Το πράγμα γίνεται χειρότερο από μια αντιπολίτευση η οποία πολιτικά και ιδεολογικά είναι ανύπαρκτη, ιδίως σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Έχοντας συναινέσει σε μνημόνια, έχοντας συμβάλλει στην εμπέδωση της ξένης εξάρτησης, έχοντας αποδεχτεί και υποστηρίξει πλήρως το καθολικό απαγορευτικό, έχοντας συμφωνήσει ότι η επιδοματική πολιτική είναι αριστερή πολιτική, έχοντας διαμορφώσει ένα μη-κόμμα και έχοντας χτυπηθεί δραματικά από την διαχειριστική ανικανότητα, μπορεί να διαφωνεί μόνο στα επιμέρους και με ρεπορταζιακού χαρακτήρα δηλώσεις.
Αυτή η τελευταία συνθήκη αποτελεί διπλό πρόβλημα για την κυβέρνηση: την καθιστά αλαζονική και συνάμα δεν της επιτρέπει να κατανοεί βαθύτερες εξελίξεις.
Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι η πολιτική της έντασης, για να έχει πιθανότητες να είναι πετυχημένη, πρέπει να κορυφωθεί με μια οριστική άλωση της αστικής δημοκρατίας ή να εξελιχθεί σε μια μακρόχρονη, παρακρατική λειτουργία. Και οι δύο δρόμοι, ιδίως δε ο πρώτος, πολύ δύσκολα μπορούν να υλοποιηθούν στις σημερινές συνθήκες.
Η μόνη πιθανότητα να επιβληθεί “λύση έντασης” στην Ελλάδα με τρόπο οριστικό, θα είναι στο πλαίσιο διακανονισμού των εξωτερικών σχέσεων της πατρίδας μας, με τρόπο που δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός σε κατάσταση ομαλότητας – βλ. το προηγούμενο του Κυπριακού.
Είναι μάλιστα σχεδόν βέβαιο ότι ιδίως ο πρωθυπουργός δεν είναι διατεθειμένος να περπατήσει τον δρόμο αυτόν μέχρι τέλους.
Το πολιτικό και κοινωνικό μάλιστα κόστος μιας τέτοιας επιλογής, εν μέσω έντασης της οικονομικής και κοινωνικής, υπερδεκαετούς κρίσης, προϊόντος του χρόνου θα καταστεί δυσβάστακτο. Οι οργισμένοι προς τους όποιους αντιεξουσιαστές δεξιοί ψηφοφόροι είναι πολύ λίγοι μπροστά στην μεγάλη μικροαστική και μεσοαστική μερίδα, η οποία ζητά επιτέλους ηρεμία και έξοδο από την κρίση. Απαίτηση, την μη ικανοποίηση της οποίας χρεώνεται πρωτίστως και πάντοτε η όποια κυβέρνηση.
Ο μηχανισμός που τροφοδοτεί την πολιτική της έντασης (πέρα από εντελώς μικροκομματικές στοχεύσεις, του τύπου να θαφτεί η υπόθεση Λιγνάδη) είναι η εξουσιαστική βουλιμία της εγχώριας ολιγαρχίας και μάλιστα των πλέον καθυστερημένων στοιχείων της, σε συνδυασμό με τις μωροφιλοδοξίες μιας ομάδας στελεχών που έχει καταλάβει τον κυβερνητικό και τον κρατικό μηχανισμό. Δεν αρκούν ούτε για τον σχεδιασμό, ούτε για την υλοποίηση τέτοιων σχεδίων.
Και έτσι μπαίνει μπροστά, ο αποσπασματικός αυτοσχεδιασμός των ηλιθίων ακροδεξιών. Ό, τι πιο επικίνδυνο για την χώρα.