ΑΘΗΝΑ
18:19
|
19.04.2024
Ο θερμός Φεβρουάριος, όσο και ο τραχύς, όπως ξεκίνησε, Μάρτιος μας παραπέμπουν ανοικτά στα γεγονότα “Κινήματος του ‘77” στην Ιταλία.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Tα γεγονότα που βλέπουμε να συγκλονίζουν τους δρόμους και τα πανεπιστήμια της χώρας μας (ιδίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη) τους τελευταίους μήνες, είναι φυσιολογικό να παραπέμπει σε συγκρίσεις με ιστορικά προηγούμενα. Συγκριτικές αποτιμήσεις που ενισχύονται και από αντίστοιχες επετείους, σάμπως σε αυτές να κρύβονται ομόλογες συνθήκες που βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τα ρευστά ακόμη και αδιαμόρφωτα γεγονότα αλλά και στην αποτροπή, ει δυνατόν, ανάλογων δυσμενών καταλήξεων.

Και πραγματικά, τόσο ο θερμός Φεβρουάριος, όσο και ο τραχύς, όπως ξεκίνησε, Μάρτιος μας παραπέμπουν ανοικτά στα γεγονότα που σημάδεψαν τη τη γένεση και εξάπλωση του βραχύβιου μεν, αλλά με ιδιαίτερη ένταση και εξακτίνωση νεολαιΐστικου “Κινήματος του ‘77” στην Ιταλία.

Τόσο τα γεγονότα των αρχών του Φεβρουαρίου, με αποκορύφωμα την επίσημη καταστατική πράξη του Κινήματος, την “εκπαραθύρωση” του εντεταλμένου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το κατηλειμμένο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης στις 17 Φεβρουαρίου 1977, αλλά και οι συγκρούσεις με την αστυνομία και τους συνοδοιπόρους της νεοφασίστες, οι μεγάλες διαδηλώσεις πριν και μετά με ορίζοντα τις εκπαιδευτικές και κατασταλτικές αλλαγές στα πανεπιστήμια, που οδήγησαν στο τραγικό ορόσημο της δολοφονίας του Πιερφραντσέσκο Λορούσο στη Μπολόνια στις 11 Μαρτίου, εμπεριέχουν σημαντικές αναλογίες με τα δικά μας τωρινά γεγονότα – ιδίως όσον αφορά την κατασταλτική στοχοποίηση της νεολαίας, αλλά και τις γενικότερες κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες

Το κίνημα τούτο, μοναδικό στο είδος του στα παγκόσμια χρονικά, ξεπήδησε μέσα από τις ταραχώδεις διακυμάνσεις, αλλά και τις εσωτερικές αντιφάσεις που είχαν οι ριζοσπαστικοί αγώνες ιδίως στα χρόνια του’70. Οι προηγούμενες εμπειρίες, τα αδιέξοδα, οι δραστικές μεταβολές στην κοινωνία και στην εργασία, που επέβαλαν η παγκόσμια κρίση του ‘73 και η αλλαγή τρόπου παραγωγής, που εγκαινίαζε την τεχνολογική στροφή και το τέλος της “ζωντανής εργασίας”, συμπαρασέρνοντας τα μοντέλα της εκπαίδευσης,του πολιτισμού και της καθημερινότητας. αλλά και η εξάπλωση της κρατικής καταστολής, ιδίως με τις υπερεξουσίες που έδινε στην αστυνομία για συλλήψεις (το περιώνυμο fermo di polizia) και ο αυταρχικός “νόμος Ρεάλε” με τις εξοντωτικές κυρώσεις, αναζητούσαν από καιρό μία θρυαλλίδα. Η καύσιμη ύλη, όπως αποδείχθηκε από τη γρήγορη εξάπλωσή του, υπήρχε. Ήταν εκείνη η νεανική γενιά, που μεγάλωσε στις υπώρειες της εξέγερσης του ‘68, αλλά ηλικιακά, ιδιοσυγκρασιακά και αντικειμενικά διέφερε πoλύ και στη συγκρότηση και στις διεκδικήσεις.

Στο Κίνημα του ‘77 συναιρέθηκαν οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι σπουδαστές, οι μαθητές, το νεανικό προλεταριάτο, το νιόβγαλτο φεμινιστικό κίνημα, οι νέοι άνεργοι και οι μερικώς απασχολούμενοι κι οι υποαμοιβόμενοι, οι νέες υποκουλτούρες, οι ελευθεριακοί αγωνιστές, οι ουτοπιστές “Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι”, οι αγωνιστές κατά του ανερχόμενου προβλήματος των ναρκωτικών, οι νέοι αντεξουσιαστές, που είχαν βρει νέα μέσα έκφρασης και δεν τους αρκούσε η “παραδοσιακή” και δογματική προσέγγιση στη διεκδίκηση.

Το σπίθισμα δόθηκε, το μήνυμα (χάρη στη νέα πραγματικότητα που έφερε η άδεια για ιδιωτικούς σταθμούς και ραδιόφωνα το ‘76 και η δημιουργία του ελευθεριακού Radio Alice) διαδόθηκε σύντομα. Οι νέοι της κρίσης, της ανεργίας,της λιτότητας και της αστρονομικής αύξησης των τιμών και του πληθωρισμού που εφάρμοζε η κυβέρνηση Αντρεότι, μετά τις εκλογές του ‘76 με τις πλάτες του ΙΚΚ του Μπερλινγκουέρ και του “ιστορικού συμβιβασμού” του, της τρομοκρατίας στους χώρους της εργασίας και των απολύσεων, βρίσκονταν ήδη σε μέγιστο σημείο ευαισθησίας και υπερδιεγερσης για να ταυτιστούν με το μήνυμα της αυθόρμητης εκείνης και ακέφαλης εξέγερσης.

Τον Μάρτιο η σύγκρουση με την κρατική καταστολή, αλλά και το συντεταγμένο ΙΚΚ που στεκόταν απέναντι στην ακυβέρνητη Αυτονομία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Ιδίως στην πόλη της Μπολόνια, ιστορικό προπύργιο του ΙΚΚ η αντιπαράθεση του νέου πολιτικού υποκειμένου με τις μαστοδοντικές δομές της πολιτικής (ακόμη και της Αριστεράς) ήταν ακόμη πιο εμφανής, καθώς το κίνημα άρχιζε να αποσπά από το επίσημο κόμμα την υποστήριξη μεγάλων τμημάτων του προλεταριάτου και της μικροαστικής τάξης. Ιδίως μετά την διάλυση της Lotta Continua, οι τοπικές οργανώσεις είχαν κατορθώσει να συσπειρώσουν τα διάσπαρτα στοιχεία και να συναρμόσουν ένα μέτωπο διαμαρτυρίας για το υψηλό κόστος διαβίωσης και τις μεγ’αλες κοινωνικές ανισότητες. Με συμβολικές πράξεις “αστεακής (urban) αντίστασης”, όπως απλήρωτους λογαριασμούς σε εστιατόρια, καταλήψεις και συνθήματα κατά των εργοδοτών και ιδιοκτητών. O κομμουνιστής δήμαρχος Ρενάτο Τζανγκέρι δεν έβλεπε με καλό μάτι την αύξηση της επιρροής της Αυτονομίας και με την πρώτη ευκαιρία ενέκρινε την καταστολή.

Και τούτο δεν άργησε, όταν στελέχη της Αυτονομίας προσπάθησαν να διαλύσουν συγκέντρωση Καθολικής Οργάνωσης στις 11 Μαρτίου στο Πανεπιστήμιο και στα επεισόδια, στα οποία οι δυνάμεις καταστολής άνοιξαν πυρ. Δύο αστυνομικοί σύμφωνα με τις μαρτυρίες και την παραδοχή των δραστών πυροβόλησαν το μέλος της Lotta Continua Φραντσέσκο Λορούσο ενώ απομακρυνόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές. Οι αστυνομικοί Μάσιμο Τραμοντάνι και Πιέτρο Πιστολέζε απαλλάχθηκαν. Αυτό πυροδότησε την οργή και άλλες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στην πόλη και διήμερες συγκρούσεις με την αστυνομία. Ο Τζανγκέρι συμφώνησε με τον Χριστιανοδημοκράτη υπουργό Εσωτερικών Φραντσέσκο Κοσίγκα να εισέλθουν τεθωρακισμένα στην πόλη και να αναπτυχθούν πέριξ του Πανεπιστημίου.

Τα γεγονότα είχαν προκαλέσει μεγάλη αίσθηση και στο εξωτερικό, ιδίως στη Γαλλία όπου ο Ζαν-Πολ Σαρτρ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Lotta Continua δήλωσε: “Δεν μπορώ να δεχτώ ότι ένας νεαρός αγωνιστής δολοφονείται στους δρόμους μιας πόλης που κυβερνάται από το Κομμουνιστικό Κόμμα”.

Τις επόμενες ημέρες σημειώνονται άλλες επιχειρήσεις καταστολής, με την αστυνομία να εισβάλει στο Radio Alice, καταστρέφοντας τα συστήματα και συλαμβάνοντας τους χειριστές και παραγωγούς (κατηγορώντας τους ότι έδιναν οδηγίες στους διαδηλωτές στη διάρκεια των γεγονότων στη Μπολόνια (τελικά αθωώθηκαν καθώς απεδείχθη πως απλώς μετέδιδαν τα γεγονότα).

Τα γεγονότα στην Μπολόνια ήταν η μεσημβρία των κινητοποιήσεων που ξεκίνησαν με την εξέγερση που στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης στις 4 Φεβρουαρίου, όταν νεοφασίστες επιτέθηκαν σε φοιτητές που πραγματοποιούσαν συνέλευση, με αιτήματα την ταξικού προσανατολισμού εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την απόκρουση της καταστολής στα ανώτατα ιδρύματα. Το αποτέλεσμα ήταν να επέμβει και η αστυνομία με όλα τα επακόλουθα, ενώ η κατάληψη και τα επεισόδια σύντομα κλιμακώθηκαν, με διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους. Ακολούθησαν καταλήψεις σε όλα τα ανώτατα ιδρύματα στη χώρα, από το Μιλάνο, το Τορίνο μέχρι τον Νότο, με ορόσημο την “εκπαραθύρωση” στις 17 Φεβρουαρίου του Ενρίκο Λάμα, υπεύθυνου Παιδείας του ΙΚΚ από το Σαπιέντσα. Με το ιστορικό σύνθημα “Τα Λάμα είναι στο Θιβέτ”, οι νεολαίοι και οι αυτόνομοι επικύρωσαν τη ρήξη με τον πατερναλισμό και την πολιτική του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ για άμβλυνση της έντασης με τη Χριστιανοδημοκρατία στο πλαίσιο του “Ιστορικού Συμβιβασμού” (που παγιώθηκε τον ίδιο χρόνο).

Δεν είναι τυχαία η πράξη εκείνη. Ο Λάμα, όπως και ο σκιώδης υπουργός Εσωτερικών του ΙΚΚ Ούγκο Πεκιόλι ήσαν οι εμβληματικοί συνεργάτες της εργοδοσίας και των μηχανισμών καταστολής στο πλαίσιο της συνεργασίας “του συμβιβασμού”, με στόχο τη νομή της εξουσίας που καταστρωνόταν με το κόμμα του Άλντο Μόρο. Ο Λάμα ήταν εκείνος που παρακινούσε τους εργάτες να δεχθούν τις “θυσίες” στο όνομα της κρίσης και της επαγγελλόμενης ανάπτυξης, τις απολύσεις στο όνομα της επιβίωσης των εργοστασίων, στην απουσία διεκδικήσεων και στην τήρηση ενός “συνδικαλιστικού ρεαλισμού”. Ο Πεκιόλι από την άλλη τασσ’οταν υπέρ της καταστολής των νεανικών κινημάτων και της εξουδετέρωσης των στοιχείων που θα αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία του ΙΚΚ στις συνδικαλιστικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, συντασσόμενος με τη σκληρή στάση της αστυνομίας και του αντιδραστικού “νόμου Ρεάλε” του ‘75, που έδινε ανεξάντλητες εξουσίες στις δυνάμεις καταστολής. Ένα σφάλμα που βάρυνε ιδιαίτερα στην αποξένωση των νέων από το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Το Κίνημα του ‘77 χαρακτηρίζεται από την εξέγερση όχι μόνον ενάντια στην εξουσία και την καταστολή,αλλά και την επανάσταση ενάντια στη δογματική, αρτηριοσκληρωτική και “δοσιλογική” λειτουργία του ΙΚΚ.

Η πράξη της εκπαραθύρωσης του Λάμα απετέλεσε το κεφαλόσκαλο, για να ξεκινήσει μία από τα κάτω εξέγερση που θα πορευόταν χωρίς ιεραρχίες κι όπλο μόνον τον ενθουσιασμό και την ανανέωση που έφερναν οι νέες και ποικίλες κουλτούρες, που σε αντίθεση με τη δεκαετία του ‘60, διαμορφώνονταν με διακριτά και πολλές φορές αντικρουόμενα χαρακτηριστικά. Το “άντεργκραουντ” (είναι η “χρυσή εποχή” των κόμικς, της ανόδου του πανκ, της ελευθεριότητας των “Μητροπολιτικών Ινδιάνων”), βρέθηκε να συμπορεύεται με τον φεμινισμό και τη χειραφέτηση, η κομμουνιστική ουτοπία με το no future, η τεχνολογία με την οικολογία και το χίπικο κίνημα. Μία πλημμυρίδα ενθουσιασμού και πεποίθησης πως η ορμητικότητα του μεγάλου αυτού μέρους της κοινωνίας για αλλαγές μπορεί να επικρατήσει, έθεσε με τούτον τον ανοργάνωτο από τα πάνω αγώνα το ζήτημα του μετασχηματισμού της κοινωνίας, της αναγνώρισης δικαιωμάτων και τρόπων ζωής που απολυτρώθηκαν από την κατηγορία του “περιθωρίου”. Για πρώτη φορά, όχι μόνον στην Ιταλία, στο Κίνημα του ‘77 μία ολάκερη γενιά αναγνώριζε και αντιλαμβανόταν την αναγκαιότητα να δράσει από κοινού, αναγνωρίζοντας την κοινή μοίρα που ένα συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής τους επεφύλασσε.

Στις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα για τη δολοφονία του Λορούσο θα ακολουθήσει και εκείνη της Τζορτζιάνα Μάζι λίγο καιρό μετά στη Ρώμη, προσθέτοντας δεύτερο μάρτυρα στο Κίνημα. Η μεγάλη πανεθνική συγκέντρωση στις 6 Απριλίου στο Μιλάνο, όπου το πλήθος βροντοφώνησε την βούλησή του για δράση σε ένα κοινό μέτωπο για έναν ενιαίο σκοπό, εξέφραζε κοινές διεκδικήσεις και κοινή αγανάκτηση. Το ίδιο και στη μεγαλειώδη συγκέντρωση, στο καταστατικό αλλά συνάμα και καταληκτικό συνέδριο στη Μπολόνια τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Το κίνημα έσβησε λίγο αφότου γεννήθηκε, όμως πρόλαβε να διαμορφώσει τάσεις, να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις και να συνταράξει την Ιταλία, με τις ευεργετικές συνέπειες που πάντα έχει μία νεανική, ως επί το πλείστον, εξέγερση για τον μετασχηματισμό κάποιων κοινωνικών μηχανισμών και δομών, αλλά και με τις παθογένειες που πάντοτε ο αυθόρμητος δυναμισμός τέτοιων συλλογικών διεκδικήσεων εμπεριέχει.

Το Κίνημα του ‘77 ήταν μοναδικό και πολύ διαφορετικό από άλλες εξεγέρσεις. Ήταν καρπός βέβαια μιας άλλης γενιάς, αλλά να μη λησμονούμε πως ακόμη τότε δεν είχε κοπάσει κι ο αντίκτυπος από τα μεγάλα και κοσμοϊστορικά γεγονότα του Μάη του ‘68, τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ιταλία, που το φωτοστέφανό τους εξακολουθούσε με την κλιμάκωση των αγώνων στην Ιταλική Χερσόνησο να επικαλύπτει κάθε αντιεξουσιαστική δραστηριότητα. Όμως το 1977 υπήρχαν πολλές ποιοτικές και ιδιοσυγκρασιακές διαφορές τόσο στους νέους, την κουλτούρα και τις συνθήκες ζωής τους, όσο και στην κοινωνία και στις αντικειμενικές συνθήκες και στο μοντέλο παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής του.

Οι νέοι του ’68, επηρεασμένοι από τα κηρύγματα διανοητών όπως ο Μαρκούζε, ναι μεν ονειρεύονταν μία νέα κοινωνία, η οποία θα ξεπηδούσε μέσα από μία επαναστατική πράξη, αλλά δεν είχαν διαμορφωμένη μία συγκεκριμένη ιδέα για το πώς θα ήταν και που θα όδευε μία τέτοια κοινωνία. Κύρια διεκδίκησή τους ήταν πρώτον να γκρεμίσουν τον πατερναλισμό μίας γερασμένης ιδέας για τον κόσμο, την ηθική, την πολιτική και τον ρόλο της νεολαίας και των τάξεων, που όφειλε την νομιμοποίησή της στις παλαιές νοοτροπίες και τα στερεότυπα για το έθνος, τις δεσποτικές, κυρίαρχες και καταπιεστικές δομές.

Αντίθετα, οι νέοι του ’77, έχοντας απομυθοποιήσει τους ουτοπικούς οραματισμούς, την ανερμάτιστα περιπτωσιακή δράση των πρωτεργατών του ’68, ζητούσαν τον εδώ και τώρα μετασχηματισμό της ταξικής κοινωνίας, σε μία κοινωνία δικαιωσύνης και δικαιωμάτων χειροπιαστών.

Ξεπηδώντας μέσα από τις συνθήκες, όχι της ευμάρειας του ΄’60, αλλά από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του ’70, της καταστολής των απεργιακών κινητοποιήσεων και την περιθωριοποίηση των αστικών κέντρων, οι νέοι του ’77 είχαν πιότερο ως ευαγγέλιό τους τα τραγούδια βάρδων της γενιάς τους (Ντε Αντρέ, Κλάουντιο Λόλι, Μανφρέντι, Area κτλ.), τα κόμικς (Linus, Πιαντσέντσα, λίγοι θυμούνται πως ο Μίλο Μανάρα εκείνη την εποχή δημιουργούσε αριστοτεχνικά πολιτικά κόμικς), την πανκ κουλτούρα. Ασκημένοι για χρόνια στα κινηματικά γυμνάσια και την πρώιμη μορφή της τρομοκρατίας και της σύγκρουσης με τους φασίστες προβοκάτορες, έχοντας βρει διέξοδο και φωνή στην χαραυγή της ελεύθερης ραδιοφωνίας και αποκτήσει κινηματικές και αυτό-οργανωτικές εμπειρίες μέσα στις μεγάλες καταλήψεις του ’75-’76 (μόνο στο Μιλάνο λειτουργούσαν κάπου 40 αυτοδιαχειριζόμενα κέντρα και καταλήψεις, τότε δημιουργήθηκε κι η μεγάλη κι ακόμη ενεργή κατάληψη της οδού Βόλσι και του Πολικλίνικο στη Ρώμη), οι νέοι αυτοί γνώριζαν τι επιζητούσαν από την επανάσταση.

Η καταπίεση εκείνην την εποχή δεν έμοιαζε με την κοινωνικο-πολιτιστική ασφυξία του ’60, αλλά είχε σαφή κοινωνικο-ταξικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν μόνο μία επιταγή για ανατροπή της ηγεμονίας, αλλά και μία αδήριτη ανάγκη να σπάσει η καταστολή. Αν η αφορμή για την έξαρση του παρισινού Μάη ήταν η απαγόρευση των μικτών κοιτώνων, το ’77 ξέσπασε λόγω της σαφώς ταξικών προσανατολισμών εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης.

Δεν ήταν απλώς μία αντίθεση στο γηρασμένο πνεύμα, αλλά μία εξέγερση στους σαφείς καταπιεστικούς μηχανισμούς. Που μέσα σε αυτούς συμμετείχε και με τον σκιώδη υπουργό Εσωτερικών του, Ούγκο Πεκιόλι και το ίδιο το ΚΚΙ. Η σύμπραξη (και ρηματική ακόμη) του επίσημου Κομμουνιστικού Κόμματος στην ευρεία επιχείρηση καταστολή – με αποκορύφωμα τα επεισόδια στην Μπολόνια τον Μάρτιο, όπου στην κατάληψη της δημαρχίας, μέσα στο προπύργιο των κομμουνιστών, την λεγόμενη “μακάρια νήσο” (isola felice) της Αριστεράς, ήσαν οι κομμουνιστές εκείνοι που προκάλεσαν την επέμβαση των τεθωρακισμένων και των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας για την εκκένωσή τους για να καταλήξουμε στη δολοφονία του Λορούσο. Για το ΚΚΙ και τον Μπερλινγκουέρ οι νέοι του 77 ήσαν εξτρεμιστές, συμμορίτες, “μπαχαλάκηδες”. Και τούτη η δυσφήμιση κυκλοφορούσε όπου μπορούσε το Κόμμα να εκτείνει την επιρροή του, στα εργοστάσια, στους τόπους εργασίας και όπου θα μπορούσε να βρει συμμάχους το κίνημα.

Τούτη η αντίδραση στην καταστολή είχε μόνον μία δυνατή μορφή: την δυναμική, έως βίαια, κινητοποίηση και την διαδήλωση στον δρόμο. Μόνο μέσα από τη δυναμική δράση θεώρησε εκείνη η γενιά ότι θα μπορέσει να συγκορμίσει ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο, που θα αυτοκαθορίζεται, αυτο-αξιολογείται και αυτοσυγκροτείται προοδευτικά μέσα από τη συλλογική δράση, δημιουργώντας ένα νέο “κοινωνικό φαντασιακό” μέσα από την “πρακτική επίτευξη του σκοπού”. Οι νέοι ήταν επιτακτικό όχι μόνον να λαμβάνουν μέρος και να θεωρούνται “μέρος” ή τμήμα, του κινήματος, έπρεπε να αυτοπαρουσιάζονται και να νοιώθουν ότι είναι το κίνημα.

Η τεράστια συμμετοχή και η δυναμική που απελευθέρωσε ενέπνευσε και σε κάποιο βαθμό κατόρθωσε να συσπειρώσει, όχι μόνον τις ντόπιες κινηματικές και πνευματικές δυνάμεις, αλλά και να ενσωματώσει και ξένους. Μνημειώδης παραμένει ακόμη και σήμερα στην ιστορία της πολιτικής θεωρίας, η παρέμβαση των Γάλλων διανοητών, κατά του πρωτοφανούς κύματος καταστολής το καλοκαίρι του ’77. Τον Ιούλιο του 1977, το Μανιφέστο κατά της καταστολής υπέγραψαν 28 διανοούμενοι, συμπεριλαμβανομένων, εκτός από τους Ζαν-Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ, των Μισέλ Φουκώ, Ρολάντ Μπαρτ, Φίλιπ Σολέρ, Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουαταρί. Το έργο των δύο τελευταίων “Αντι-Οιδίπους” που είχε γίνει άλλωστε ένα από τα εγχειρίδια και πολιτιστικά σημεία αναφοράς του Κινήματος του ’77. Το μανιφέστο συνυπέγραψαν επίσης και πολλοί εκπρόσωποι της μεταρρυθμιστικής αριστεράς στη Μπολόνια.

Αλλά, τούτη η αντίδραση κατά της καταστολής, που στο τέλος κατέληξε να παραμείνει και να κυριαρχήσει ως το μόνο πολιτικό πρόταγμα για εκείνο το κίνημα εις βάρος των άλλων διεκδικήσεων, υπήρξε και ο καταλύτης για την παρακμή του ίδιου του κινήματος. Γιατί σήμανε την στροφή του , με σημαιοφόρο την Προλεταριακή Αυτονομία και με τη συγκυρία της σκλήρυνσης της δράσης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προς την ένοπλη δράση. Μία στροφή που κινητοποίησε όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του ιταλικού κράτους και τα κέντρα προβοκάτσιας (μυστικές υπηρεσίες, δικαιοσύνη, φασιστικά ενεργούμενα) για να παραπλανήσει, δυσφημίσει, καταστείλει και τελικά καταπνίξει το κίνημα. Η δολοφονία του Άλντο Μόρο και η εκτεταμένη κρατική τρομοκρατία από το ’79 και δώθε, αποτέλεσαν την κορύφωση της πορείας αυτής και των λαθών της.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Νέος γύρος κυρώσεων από ΗΠΑ σε Εβραίους εξτρεμιστές εποίκους

Τέμπη: Απορρίφθηκε η προσφυγή Αγοραστού- Θα απολογηθεί στον εφέτη ανακριτή

Φονική εισβολή του ισραηλινού στρατού στο Νουρ Σαμς της Δυτικής Όχθης

Εκθεση φωτογραφίας για τα Τέμπη στη Λάρισα

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα