Η σημερινή συζήτηση στη Βουλή για την αστυνομική βία με έπεισε για την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Επειδή τώρα μπορεί να απορείτε, θα σας εξηγήσω. Ενώ τελείωνε η μονομαχία του Πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκανα ένα γρήγορο ψάξιμο με το Google στις αναρτήσεις της τελευταίας ώρας σχετικά με τη συζήτηση. Όλα τα ευρήματα αφορούσαν μόνο τις κατηγορίες Μητσοτάκη κατά Τσίπρα για τον Κουφοντίνα, λες και τίποτα άλλο δεν συζητήθηκε, λες και ο Τσίπρας δεν απάντησε τίποτα στον Μητσοτάκη.
Δεν αντιλαμβάνομαι επίσης γιατί ο κ. Μητσοτάκης απέκλεισε τη συζήτηση της περίπου ταυτόσημης ερώτησης προς τον ίδιο, που υπέβαλε ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Είναι αλήθεια ότι, κάθε συζήτηση στη Βουλή αφήνει τον μέσο Έλληνα πολίτη με τη στυφή γεύση της πεποίθησης ότι οι πολιτικοί του ενδιαφέρονται περισσότερο για τις εντυπώσεις που θα δημιουργήσουν παρά για τη χώρα και τον ελληνικό λαό και, σε αυτό, δεν μπορούν να τους βοηθήσουν και πολύ οι επικοινωνιολόγοι και λογογράφοι τους.
Η σημερινή συζήτηση στο κοινοβούλιο δεν υπήρξε εξαίρεση. Σε αυτά όμως τα πλαίσια ήταν σαφής, κατά τη γνώμη μας και τουλάχιστον πιστεύουμε για όποιον είδε ή άκουσε ολόκληρη τη συζήτηση (και όχι μόνο τα αποσπάσματα που επιλέγουν για λογαριασμό μας τα μέσα ενημέρωσης), τόσο η κακή επίδοση του πρωθυπουργού, όσο και η αναμφισβήτητη υπεροχή του κ. Τσίπρα. Ο οποίος άγγιξε μάλιστα και μια ευαίσθητη χορδή όσων τον παρακολούθησαν διαβάζοντας το γράμμα ενός χαροκαμένου πατέρα, ο γιος του οποίου χάθηκε πέρυσι, ένα μήνα μετά την άγρια κακοποίησή του από αστυνομικούς στον Βόλο.
Από την παρακολούθηση της συζήτησης βγάζει κανείς αβίαστα το συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν έχει αίσθηση της ήττας που υπέστη στη συνείδηση του ελληνικού λαού και των εντυπώσεων που δημιουργήθηκαν από την ευρεία κυκλοφορία των βίντεο που παρουσιάζουν την αγριότητα των αστυνομικών της ομάδας Δράση του κ. Χρυσοχοΐδη. Οι ‘Ελληνες δεν είναι ηλίθιοι. Δεν είδαν στα βίντεο μερικούς μεμονωμένους αστυνομικούς που παρεκτράπησαν.
Αυτό που είδαν ήταν πώς μιλάνε και πώς κακοποιούν ανύποπτους πολίτες οι αστυνομικοί της ομάδας Δράση, δηλαδή δημόσιοι υπάλληλοι, συγκροτημένοι όπως οι παρακρατικές δυνάμεις του παρελθόντος, εντός όμως, όχι εκτός του επισήμου κράτους. Μοιάζει ο κ. Χρυσοχοΐδης να έχει αναιρέσει όχι μόνο την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της δημόσιας τάξης, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε, αλλά και την πολιτική της προηγούμενης υπό τον κ. Σαμαρά κυβέρνησης, αλλά και της πολιτικής της κυβέρνησης Καραμανλή, που εμμέσως πλην σαφώς επέκρινε ο κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος στο 2008.
Μόνο ως κακόγουστη αστειότητα μπορεί να εκληφθεί εξάλλου η άποψη ότι αυτή η συμπεριφορά προκύπτει από αυθόρμητη κλίση των αστυνομικών (δημοσίων υπαλλήλων) που έρχονται σε σύγκρουση με την κατεύθυνση που παίρνουν από τους προϊσταμένους του, χωρίς προφανώς να φοβούνται ότι θα τιμωρηθούν.
Αυτό είναι που σόκαρε και τους περισσότερους συντηρητικούς οπαδούς της ΝΔ, πλην των πολύ ακραίων φανατικών. Από την άποψη αυτή ο κ. Τσίπρας είχε δίκοο όταν προειδοποίησε τον πρωθυπουργό στη Βουλή να φοβάται περισσότερο την “εξέγερση των νοικοκυραίων”, παρά την “εξέγερση των μπαχαλάκηδων”.
Απαντώντας στην ταύτιση της αριστεράς με τους “μπαχαλάκηδες” και τους οπαδούς της “ένοπλης βίας” και της τρομοκρατίας, που επανέλαβε και πάλι ο πρωθυπουργός, ο κ. Τσίπρας έκανε αναφορά στους αγωνιστές της αριστεράς που έδωσαν τη ζωή τους στην εθνική αντίσταση και σε μεταγενέστερους αγώνες, μεταξύ των οποίων ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας που κατέβασαν τη σημαία των Ναζί από την Ακρόπολη μέσα στην Κατοχή και κάτω από τη μύτη κυριολεκτικά των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Επιχειρώντας να διαψεύσει την εντύπωση ότι η ΝΔ έχει επιστρέψει στις εμφυλιοπολεμικές παραδόσεις, ο πρωθυπουργός απήντησε στον κ. Τσίπρα, η γλώσσα του όμως τον πρόδωσε. Είπε ότι αναγνωρίζει την συνεισφορά των αγωνιστών της αριστεράς, αλλά στο τέλος πρόσθεσε “προς την παράταξή τους”. Αλλά ο Γλέζος, ο Σιάντας και οι αγωνιστές που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία έγιναν αριστεροί πολεμώντας τους Ναζί και συμμετέχοντας στη μεγαλύτερη αντίσταση που προέταξε ευρωπαϊκός λαός στον Χίτλερ, δεν συνεισέφεραν στην παράταξή τους, στην Ελλάδα συνεισέφεραν. Και μόνο το γεγονός ότι είναι κάποιος υποχρεωμένος να τα θυμίζει αυτά εν έτει 2021 φτάνει ως θλιβερό μέτρο μιας ραγδαίας εθνικής μας κατρακύλας.
Αλλά και στο θέμα της πανδημίας και του πώς τη διαχειρίζεται η κυβέρνηση δεν φάνηκε να έχει πλήρη αίσθηση πραγματικότητας. Η ικανότητά της να επηρεάζει τα μέσα ενημέρωσης κατά τόσο καθοριστικό τρόπο, ίσως έχει πείσει την κυβέρνηση ότι τα πράγματα είναι όπως τα παρουσιάζει η προπαγάνδα, διευκολύνοντας εν προκειμένω αφάνταστα το έργο της αντιπολίτευσης. Γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, το ίδιο και η κατάσταση του ΕΣΥ ή των μέσων μαζικής μεταφοράς.
Το πιο αδύνατο σημείο για την αντιπολίτευση ήταν η υπενθύμιση από τον κ. Μητσοτάκη της όχι σπάνιας προσφυγής και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην αστυνομική βία. Μία κορυφαία περίπτωση ήταν η διάλυση της πολύ μεγάλης συγκέντρωσης για το Μακεδονικό στην πλατεία Συντάγματος. Το δικαίωμα στη διαδήλωση δεν ισχύει μόνο για τους συμφωνούντες με μια πολιτική! Έχοντας πάει σε όλες τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα προσωπικά ο ίδιος, εκτός των άλλων γιατί θέλω να βλέπω με τα μάτια μου και να ακούω με τα αυτιά μου τι συμβαίνει, πρέπει να σημειώσω ότι η διαδήλωση εκείνη ήταν απολύτως εφάμιλλη των μεγάλων αντιμνημονιακών διαδηλώσεων και διαλύθηκε με εφαρμογή του ίδιου μηχανισμού που διαλύθηκαν και αυτές. Όσο για τα δακρυγόνα που εισέπνευσα πίνοντας καφέ στο μέσο της απόστασης Σύνταγμα – Μοναστηράκι, ομολογώ ότι δεν διέκρινα να έχουν διαφορετική οσμή από τα δακρυγόνα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Το πιο απογοητευτικό σημείο των κυβερνητικών τοποθετήσεων ήταν η επανάληψη της μακαρθικής (και σταλινικής) εμπνεύσεως μεθοδολογίας ταύτισης οποιουδήποτε υποστηρίζει το αίτημα Κουφοντίνα, δηλαδή την εφαρμογή του νόμου, με τους οπαδούς της τρομοκρατίας και της ένοπλης βίας. Προσπαθώντας να αποδείξει ότι όλοι οι αριστεροί, αλλά και όλοι οι άνθρωποι αρχών και δημοκράτες είναι συμπαθούντες της τρομοκρατίας, η ΝΔ θα αποδείξει στο τέλος ότι δεν έχει μάθει τίποτα και δεν έχει ξεχάσει τίποτα από την εποχή της δολοφονίας Λαμπράκη, της δίκης των Αεροπόρων, των δήθεν σαμποτάζ του Παπαδόπουλου και όλης εκείνης της περιόδου που οδήγησε τελικά στη μεγάλη εθνική τραγωδία του κυπριακού ελληνισμού.
Όταν άλλωστε έχουμε τέσσερα από τα έξι κοινοβουλευτικά κόμματα, τρεις πρώην υπουργούς της ΝΔ, την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, τους δικηγορικούς συλλόγους Πάτρας και Πειραιά και την Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να ζητούν ουσιαστικά την ικανοποίηση των αιτημάτων του απεργού πείνας, εκτός από επικίνδυνη, καταντά και ανόητη η προσπάθεια να ταυτισθούν όλοι αυτοί με την τρομοκρατία.
Τα πιο σημαντικά όμως δεν ειπώθηκαν ούτε και έγινε καμία νύξη για αυτά κατά τη διάρκεια της συζήτησης
Το ένα είναι η ιστορικά πρωτοφανής εξάρτηση από ξένες δυνάμεις των πιο κρίσιμων μηχανισμών του ελληνικού κράτους. Οσάκις σημειώθηκε στην ιστορία μας οδηγηθήκαμε σε μεγάλες εθνικές καταστροφές.
Το δεύτερο είναι ότι η “στρατηγική της έντασης”, που ορθώς καταλόγισε στην κυβέρνηση ο κ. Τσίπρας, δεν είναι απλώς μια δυσανάλογη χρήση αυταρχικών μεθόδων. Είναι μια στρατηγική που οδηγεί σε αλλαγή καθεστώτος. Δεν είναι στρατηγική για να κερδίσεις, είναι στρατηγική για να μην κάνεις τις επόμενες εκλογές. Δεν εννοούμε ότι αυτό είναι στις προθέσεις του κ. Μητσοτάκη ή της ΝΔ. Εκεί οδηγεί αντικειμενικά. Και αν υπάρχουν ξένοι που τα συστήνουν αυτά στην παρούσα κυβέρνηση, αυτοί ξέρουν τι κάνουν.
Ήδη, πεθαίνοντας τις επόμενες μέρες, όπως μοιάζει τώρα εξαιρετικά πιθανό, ο απεργός πείνας αφενός μπορεί να προσφέρει ένα ίνδαλμα σε μια νέα γενιά τρομοκρατών και να οδηγήσει στην αναβίωση του φαινομένου, αφετέρου μπορεί να προσφέρει την ιδανική ευκαιρία σε ξένες υπηρεσίες που θέλουν ενδεχομένως να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.
Εμείς τι ακριβώς θέλουμε;