Βαθιά κοινωνική κρίση, η οποία παραπέμπει σε κράτος υπό διάλυση ή σε χώρα του λεγόμενου Τρίτου κόσμου, αποτυπώνει για την Ελλάδα, μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την κατάσταση σε κοινωνία και οικονομία μια δεκαετία μετά την επιβολή των μνημονίων.
Στην μελέτη των 122 σελίδων, οι επιστημονικοί συνεργάτες της Συνομοσπονδίας Εργατών διαπιστώνουν μεταξύ άλλων ότι “η ελληνική τραγωδία επιδεικνύει μια εν εξελίξει δυναμική που μοιάζει με αυτή της μετασοβιετικής Ρωσίας, με αύξηση του ποσοστού αυτοκτονιών (που ξεκινούν από ένα χαμηλό επίπεδο), μείωση της χρήσης υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης και την επανεμφάνιση ορισμένων μολυσματικών ασθενειών, όπως η ελονοσία, η φυματίωση κ.λπ., ταχεία επιδείνωση των υποκειμενικών δεικτών υγείας κ.ά”.
Μάλιστα, ορισμένοι από τους υπό εξέταση δείκτες παραπέμπουν στην Αιθιοπία και τη Γκάνα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην μελέτη δεν καταγράφονται οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της εν εξελίξει υγειονομικής κρίσης…
Βία
Η μελέτη καταρρίπτει τέσσερις (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αστικούς μύθους:
1. Την καταγγελία των συγκρουσιακών αντιδράσεων μέρους της κοινωνίας, εκ μέρους κυβερνώντων κατά την τελευταία δεκαετία, με αιτιάσεις περί στείρου “χουλιγκανισμού” και την αλλοιωμένη εικόνα της βίας, η οποία σταθερά παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεολαίας που έρχεται και παρέρχεται μαζί με την… εφηβική ακμή.
2. Την φτιασιδωμένη άποψη ότι η ιδιωτική βία οφείλεται μόνο στην έλλειψη παιδείας ή τη νοοτροπία αυτού που την ασκεί. Οι συντάκτες της μελέτης, είναι σαφείς: “Στηριζόμαστε σε μια γενική υπόθεση διατήρησης της κοινωνικής βίας: η βία που υφιστάμεθα στην αγορά εργασίας μπορεί, για παράδειγμα, να μεταφερθεί στον οικογενειακό χώρο· η βία που δεν μπορεί να βρει μια κοινωνική διέξοδο έκφρασης εκφράζεται εντέλει με τρόπο ιδιωτικό”.
3. Το… πολιτικά μπαλκονάτο και ταυτόχρονα τηλεοπτικό επιχείρημα ότι “χωρίς αυτές τις πολιτικές, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα”.
Αποδεικνύεται ότι το πολυθρύλητο “Φως στην άκρη του τούνελ” δεν σηματοδοτεί την έξοδο από την πολυετή κρίση, αλλά ανήκει στο τρένο της κοινωνικής αποσύνθεσης που έρχεται προς το μέρος μας με ταχύτητα…
4. Τις σταθερά επαναλαμβανόμενες κατά τα άλλα ελπιδοφόρες διακηρύξεις περί “πολιτικών οικονομικής ανάκαμψης”, οι οποίες οδήγησαν στην φτωχοποίηση των πολιτών. Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης “συγκριτικά με άλλες χώρες, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μια ταχύτατη και εξαιρετικά βίαιη συλλογική υποβάθμιση.”
Οι ειδικοί αναφέρουν τα παραπάνω με επιστημονικό αλλά συνάμα σαφέστατο τρόπο:
- Ριζοσπαστικοποίηση και αυξημένη ενεργοποίηση “δογματικών πεποιθήσεων”, ακόμη και “σεκταριστικών” και “ανορθολογικών” μορφών.
- Αύξηση των ιδεολογικών και δογματικών συγκρούσεων (εν μέρει απόρροια του πρώτου).
- Κατακερματισμός του κοινωνικού χώρου σε “τμήματα” ολοένα πιο ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και αλληλοαντιτιθέμενα.
- Αυξημένη αστάθεια και “ρευστότητα” των πολιτικοϊδεολογικών ή οικονομικών στάσεων.
“Ευτυχία δεν βρήκαμε…”
Βάσει των στοιχείων που αντλούν οι επιστημονικοί συνεργάτες των συνδικάτων από την Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας σχετικά με την ποιότητα ζωής, ο ελληνικός μέσος όρος το 2005 ανερχόταν στο 6 και ενώ το 2007 άγγιξε τη μέγιστη τιμή του φτάνοντας στο 6,64, στη συνέχεια η χώρα γνώρισε μια απότομη ύφεση έως το 2013-2014, δύο χρόνια κατά τα οποία η τιμή αυτή κατρακύλησε κάτω από το 5, στο 4,7· ένα επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, εφόσον είναι ελαφρώς μόνο υψηλότερο από αυτό της Αιθιοπίας και της Γκάνας για την ίδια χρονική περίοδο.
Το 2019, ο μέσος όρος αγγίζει το 5,95 και επανέρχεται κοντά στο επίπεδο του 2005. Δηλαδή, σε σχέση με τα άλλα ανεπτυγμένα κράτη η Ελλάδα λειτουργεί με χρονοδιακόπτη επταετούς καθυστέρησης.
Ευρωβαρόμετρο
Από το “Ευρωβαρόμετρο” προκύπτει ότι την περίοδο 2007-2012, υπήρξε πολύ απότομη πτώση της αναλογίας των “αρκετά ικανοποιημένων” και “πολύ ικανοποιημένων” Ελλήνων πολιτών. Η αναλογία της τελευταίας κατηγορίας, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ το 20% τη δεκαετία του 1980, έπεσε κάτω από το 10% τη δεκαετία του 2010 και το ποσοστό των “αρκετά ικανοποιημένων” δεν μπόρεσε να υπερβεί ξανά το φράγμα του 40% (επίπεδο πάνω από το οποίο βρισκόταν από το 1981 έως το 2007) παρά μόνο το 2018.
Ανάλογη είναι και η πορεία του δείκτη αισιοδοξίας.
Οι αναλυτές παρατηρούν ότι ο “κοινωνικός ισολογισμός” είναι σε γενικές γραμμές πιο αρνητικός από όσο αφήνουν να εννοηθεί ορισμένοι επίσημοι δείκτες, οι οποίοι αναπαράγονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
ΟΟΣΑ
Ελλάδα και η Ιταλία ήταν οι χώρες που κατέγραψαν την μεγαλύτερη πτώση εισοδήματος των πολιτών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση αυτού του ποσοστού ήταν της τάξης του 23%, το οποίο μεταφράζεται σε περικοπή ύψους 5.500 δολαρίων. Το 2010, το (μέσο καθαρό) εισόδημα ανερχόταν στα 24.016 δολάρια ετησίως, ενώ το 2020 έφτανε μόλις τα 18.452 δολάρια.
Το μέσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών στις χώρες που μετέχουν στον ΟΟΣΑ ανέρχεται περίπου στα 28.000 δολάρια. Κατά μέσο όρο, το ετήσιο εισόδημα του 20% των ατόμων που βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις της κλίμακας είναι 5,4 φορές υψηλότερο από αυτό του 20% των ατόμων που καταλαμβάνουν τις κατώτερες θέσεις.
Το 2010, το ποσοστό αμειβόμενης απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν 66,6%, ενώ το 2018 μόνο το 62,3% των Ελλήνων και των Ελληνίδων είχαν την τύχη να απασχολούνται σε μια αμειβόμενη θέση εργασίας. Το ποσοστό απασχόλησης ορίζεται εδώ ως το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού (ηλικίας 25 έως 64 ετών) που δήλωσαν ότι είχαν εργαστεί έναντι αμοιβής τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα που προηγήθηκε της έρευνας. Η Ελλάδα και η Βραζιλία είναι οι δύο χώρες όπου το ποσοστό των εργαζομένων υποχώρησε κατά τέσσερις μονάδες μετά το 2010.
Στοιχειώδεις ανάγκες
Ως προς την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών για τα νοικοκυριά, το 2018, το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 79,4% μεταξύ των χωρών-μελών και στο 77,2% για την Ελλάδα. Περίπου το 23% των νοικοκυριών, αδυνατεί να ανταποκριθεί σε βασικές υποχρεώσεις.
Για όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, το 2,1% του ενεργού πληθυσμού είναι άνεργοι/ες για έναν χρόνο ή και περισσότερο. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι εν προκειμένω συγκρίσιμη με την κατάσταση που επικρατεί στη Νότια Αφρική, όπου τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας είναι ύψους 14% και 17% αντίστοιχα.
Μεταξύ 2010 και 2016, το ποσοστό εργασιακής επισφάλειας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 11 μονάδες , στην Ισπανία κατά 5,1%, στην Ιταλία 2,3% και στη Νορβηγία 1,2%. Η Ελλάδα, είναι η πιο ακραία περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης των ανειδίκευτων μισθωτών εργαζομένων στην αγορά εργασίας εκείνη την περίοδο.
Ωστόσο, η πιο σημαντική αλλαγή παρατηρείται στη μακροχρόνια ανεργία, η οποία στην Ελλάδα εκτινάχθηκε από 5% το 2010 σε 26% το 2018. Το ποσοστό ευάλωτης απασχόλησης, το οποίο ανερχόταν στο 26,6% το 2010 στην Ελλάδα, παραμένει στο 26,5% το 2020
Δεν γεννάμε και γερνάμε
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των γεννήσεων από το 2006 έως σήμερα. Το 2006, το ακαθάριστο ποσοστό γεννήσεων ήταν στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της Ε.Ε., σήμερα όμως έχει ελαττωθεί κατά 2‰ σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (ο μέσος όρος της Ε.Ε. έχει επίσης παρουσιάσει μικρή μείωση). Η πτώση του δείκτη γεννητικότητας πραγματοποιήθηκε κυρίως μεταξύ των ετών 2010 και 2013. Ταυτόχρονα, το ποσοστό θνησιμότητας αυξήθηκε. Αυτή η αύξηση ήταν στην περίπτωση της Ελλάδας μεγαλύτερη από εκείνη της Ε.Ε. Η αύξηση του ποσοστού θνησιμότητας εντάθηκε, έχοντας αρχίσει να διαφοροποιείται από τον μέσο όρο της Ε.Ε. από το 2011, για να φτάσει σήμερα να τον υπερβαίνει κατά 1‰.
Παράλληλα, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται για την περίοδο από το 2012 έως το 2016 ως μια χώρα που βλέπει τον πληθυσμό της μέσω μεταναστευτικών ροών να ελαττώνεται.
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο εξελίσσεται και το προσδόκιμο ζωής στην Ε.Ε. Ωστόσο, παρατηρείται ότι ο αριθμός των ετών υγιούς ζωής μετά την ηλικία των 65 δεν έχει αυξηθεί από το 2009. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται ο αριθμός των ετών ζωής με προβλήματα υγείας.
Η ηλικία κατά την οποία οι νέοι φεύγουν από το οικογενειακό σπίτι διαφέρει από τη μία χώρα της Ε.Ε. στην άλλη. Στην Ελλάδα, η ηλικία αυτή είναι υψηλότερη απ’ ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες και επίσης υψηλότερη σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ηλικία αναχώρησης από την οικογενειακή εστία αυξήθηκε από το 2010 στην Ελλάδα, ενώ στις περισσότερες άλλες χώρες παρέμεινε σταθερή κατά την υπό μελέτη περίοδο. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια διαφορά φύλου ως προς την ηλικία αναχώρησης από την οικογενειακή εστία περίπου τριών ετών καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό μελέτη περιόδου. Οι εξελίξεις είναι πανομοιότυπες για τους άνδρες και τις γυναίκες με αύξηση από το 2010 και σχετική στασιμότητα από το 2013.
Ο δείκτης απασχόλησης κόλλησε 2008…
Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για το 2008, όπου μόνο το ποσοστό απασχόλησης των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών είναι χαμηλότερο στην Ελλάδα.
Ωστόσο, παρατηρείται ότι στην Ελλάδα οι συνέπειες της κρίσης του 2008 γίνονται πιο αισθητές στον κόσμο της εργασίας, με απότομη μείωση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ 2009 και 2012 και στη συνέχεια με αύξησή του, χωρίς ωστόσο να ανακτάται ξανά το επίπεδο του 2008.
Οι πληθυσμοί που επηρεάζονται περισσότερο από αυτές τις πτωτικές πορείες είναι τα άτομα κάτω των 55 ετών, επειδή, για τα άτομα άνω των 55 ετών, το ποσοστό απασχόλησης, το οποίο ήταν αρκετά χαμηλό το 2008, μειώθηκε ελάχιστα στη συνέχεια, σε αντίθεση με τα ποσοστά απασχόλησης άλλων ηλικιακών κατηγοριών.
Σε αντίθεση με την απασχόληση πλήρους ωραρίου, η μερική απασχόληση έχει αυξηθεί από το 2010. Η αύξηση είναι πιο σημαντική μεταξύ των ανδρών, καθώς το συγκεκριμένο είδος απασχόλησης κατά τη διάρκεια της υπό μελέτη περιόδου σχεδόν διπλασιάστηκε.
…αλλά ανεργία από το μέλλον
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ε.Ε. από το 2008 μέχρι σήμερα: αυξήθηκε από ένα ποσοστό γύρω στο 10% στο 27%. Από ένα ποσοστό ισοδύναμο με εκείνο του ευρωπαϊκού μέσου όρου βρέθηκε να έχει διπλάσιο ποσοστό μέσα σε πέντε χρόνια.
Μετά το 2013, το ποσοστό ανεργίας άρχισε να μειώνεται, παραμένοντας μέχρι σήμερα πολύ υψηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Επίσης παρατηρείται έντονη ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε σχέση με την ανεργία.
Κατά την περίοδο αιχμής της ανεργίας το 2013, το ποσοστό ανεργίας ξεπερνούσε για τις γυναίκες το 30%. Οι νέοι έχουν υποστεί βαρύ πλήγμα από την ανεργία, ειδικά στην Ελλάδα, όπου το ποσοστό έφτασε το 40% το 2013.
Η μακροχρόνια ανεργία αυξήθηκε απότομα από το 2008 κι έπειτα. Ξεπέρασε το 50% και σταθεροποιήθηκε από το 2014 και στο εξής γύρω στο 70%. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, από το 2014, αν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας είναι δύσκολο να βρει μια νέα θέση εργασίας
Η Ελλάδα διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τον μέσο όρο κινδύνου που ισχύει για τις χώρες της Ε.Ε. Για κάθε ηλικιακή ομάδα ο κίνδυνος να βρεθεί σε κατάσταση φτώχειας είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με περισσότερο επισφαλή την κατηγορία 16- 24 ετών.
Επίσης, η τιμή του ποσοστού των νέων που δεν φοιτούν στο σχολείο ή δεν εργάζονται (ηλικίας 15-24 ετών) στην Ελλάδα για το 2018 είναι 14,1%.
Δηλαδή, υψηλότερη του μέσου όρου του 12,6% που ισχύει για χώρες που ανήκουν στην ομάδα της πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης και του μέσου όρου του 13,2% που ισχύει για χώρες του ΟΟΣΑ.
Η τιμή του δείκτη για την ανεργία στην Ελλάδα για το 2018 είναι 19,2%. Δηλαδή υψηλότερη του μέσου όρου του 5,6% που ισχύει για τις χώρες που ανήκουν στην ομάδα της πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης, του μέσου όρου του 5,5% που ισχύει για χώρες του ΟΟΣΑ, καθώς και του μέσου όρου του 5,1% που ισχύει για τις χώρες του κόσμου.
Η τελευταία έξοδος
Σε σχέση με την τιμή του δείκτη “Ποσοστό Αυτοκτονιών”, για τους άνδρες (ανά 100.000 άτομα), για την Ελλάδα, για το 2016 είναι 6,1, τιμή χαμηλότερη του μέσου όρου του 19,8 που ισχύει για χώρες που ανήκουν στην ομάδα της πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης, του μέσου όρου του 16,7 που ισχύει για χώρες του ΟΟΣΑ και του μέσου όρου του 13,7 των χωρών του κόσμου.
Ωστόσο, είναι σταθερά αυξανόμενη.
Ειδικότερα, η πορεία του δείκτη έως το 2016 είναι η εξής: το 2000 κυμαίνεται στο 4,5, το 2010 στο 4,6 και το 2015 στο 5,8.
*** Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ δημοσιοποίησε τη μελέτη με τίτλο “Η Eλλάδα δέκα χρόνια μετά: Η ευδαιμονία στην Ελλάδα το 2020 μέσα από τις διεθνείς στατιστικές εκθέσεις”.
Συγγραφέας: Νίκος Παναγιωτόπουλος, Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του ΕΚΠΑ (σε συνεργασία με τον Frédéric Lebaron και την Graziela Perosa).
H μελέτη επιχείρησε, στη βάση όλων των έγκυρων διεθνών στατιστικών εκθέσεων, μια συνθετική παρουσίαση της εξέλιξης της ευδαιμονίας των Ελλήνων πολιτών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, συγκρίνοντας την ελληνική κατάσταση με εκείνη των άλλων χωρών, τόσο της Ευρώπης όσο και του υπόλοιπου κόσμου.