“Μα τι δείχνει;”. “Σοβαρολογούμε;”. “Είναι πραγματικό;”. Σίγουρα το γέλιο ήταν η πιο αυθόρμητη αντίδραση των χρηστών του διαδικτύου απέναντι στο αποσυρθέν πλέον εξώφυλλο του ΒΗΜΑγκαζίνο, αλλά μαζί ήρθε και μια ειλικρινής απορία για όλους. Τι συμβολίζει το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη πάνω στη στολή του Γιαννούλη Νοταρά, περιστοιχισμένου από αντίστοιχες προσμίξεις των προσώπων ξένων ηγετών (από τον Μπόρις Τζόνσον ως το Μάριο Ντράγκι) στα σώματα σημαντικών προσώπων της “Παλιγγενεσίας”; Τι θέλει να πει αυτό το κολάζ που κατάφερε να κάνει τις (πρόσφατα ανθολογημένες) κολακείες για τον πρωθυπουργό, από τον “Τσώρτσιλ” ως το “τσιτάχ”, να μοιάζουν ξαφνικά μετριοπαθείς;
Το ερώτημα για την περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι το απλούστερο. Καθώς ετοιμάζεται να γιορτάσει την (ανα)γέννηση του έθνους στη μακράν πιο ανελεύθερη στιγμή της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι απολύτως αναμενόμενη η υπεραναπλήρωση του κλονισμένου γοήτρου του πρωθυπουργού με κάθε τρόπο και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να αναλάβει αυτή τη δουλειά καλύτερα από τον αχαλίνωτο φιλοκυβερνητισμό των μέσων ενημέρωσης.
Όμως αυτό το κολάζ δεν δείχνει μόνο τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως άλλον έναν μεγάλο ηγέτη του έθνους. Τοποθετεί επίσης τις κεφαλές των ηγετών της Δύσης, όχι στα σώματα του Τσάρου ή του Μέτερνιχ, αλλά σε αυτά των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Απεικονίζει δε στο πλάι του, όχι κάποια άλλα κυβερνητικά πρόσωπα, αλλά τη Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου ως Μπουμπουλίνα με το κουμπούρι στο ζωνάρι.
Ως εικόνα μοιάζει παράδοξη, τρελή, ανεξήγητη. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει καλύτερο μέσο για να φιλοξενήσει μια τέτοια εικονογραφία από το “Βήμα” – αν και ενδέχεται να ταίριαζε καλύτερα στις σελίδες των “Νέων Εποχών” απ’ ό,τι του ΒΗΜΑγκαζίνο. Είναι η ναυαρχίδα του πρώην ΔΟΛ άλλωστε, που εδώ και 20 σχεδόν χρόνια έχει αποτελέσει το βασικό δοχείο για τις ζυμώσεις του μετα-αναθεωρητικού ρεύματος της ιστοριογραφίας στον δημόσιο λόγο. Και αυτές οι ζυμώσεις πλέον έχουν παράγει ένα ευέλικτο αφήγημα-πασπαρτού για την ελληνική Ιστορία που έχει πλέον κανονικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό μέσα στους κόλπους του ακραίου κέντρου, ώστε να παράγει τέτοιες εικόνες, χωρίς κανείς από τους συντελεστές να απορήσει “τι στο διάολο είναι αυτό που κάνουμε;”.
Η παραγωγή του αφηγήματος που αποτυπώνεται στο εξώφυλλο του ΒΗΜΑγκαζίνο είναι πολυεπίπεδη. Συμπεριλαμβάνει επιστήμονες με διακριτική δημοσιότητα, με τους οποίους θα ήταν πολύ παραγωγική η σύγκρουση ιδεών (Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ι.Β. Δερτιλής, Κώστας Κωστής), αστείους προπαγανδιστές που διαδίδουν το αφήγημα με best-seller εγχειρίδια (Στάθης Καλύβας, Λένα Διβάνη), δημοσιογράφους που διαχέουν μια κομψευόμενη εκδοχή του στα μέσα ενημέρωσης (Παύλος Παπαδόπουλος, Κώστας Γιαννακίδης), αλλά και φωνές που σπάνε το φράγμα του λούμπεν για να τις διαδώσουν επιθετικά (Άρης Πορτοσάλτε, Γρηγόρης Ψαριανός, Σάκης Μουμτζής).
Το αφήγημα είναι απλό και ξεκινάει αντιστρέφοντας την αριστερή ιστοριογραφία, η οποία στις διάφορες παραλλαγές της, τείνει να διηγείται την ελληνική ιστορία ως “ιστορία των ταξικών αγώνων” κατά τη γνωστή εναρκτήρια ρήση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Παρότι στο επιστημονικό της σκέλος λεπτολογεί με αυστηρότητα για τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του κεφαλαίου, τις κοινωνικές συγκρούσεις και τις μεταβάσεις από την κάθε κοινωνικο-οικονομική οργάνωση στην επόμενη, ως δημόσια Ιστορία δεν χαίρει αυτού του προνομίου. Από τις μέρες που αποτέλεσε τον συγκολλητικό ιστό του ΕΑΜ και της αντίστασης στην Κατοχή, μέχρι τη γελοιοποίηση αυτού του αφηγήματος στις μέρες της “εθνικής συμφιλίωσης” υπό το ΠΑΣΟΚ, η δημόσια Ιστορία αυτής της παράδοσης υπερέβη το εμπόδιο της απουσίας ενός βιομηχανικού προλεταριάτου στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας την πορεία του νεοελληνικού κράτους ως μια διαρκή σύγκρουση του λαού με τους επικυρίαρχούς του – ένα μήνυμα ευθύ που μπορεί να αγκαλιαστεί από πλατιές μάζες.
Το ρεύμα, πάλι, που άκμασε στις σελίδες των εντύπων του ΔΟΛ (και όχι μόνο) την τελευταία εικοσαετία ξεκίνησε με αυτή τη βασική αποστολή: να αρνηθεί τον λαό ως δρων υποκείμενο της ελληνικής Ιστορίας. Στη θέση του έρχεται η εξής απλή ιδέα: ότι τόσο η γέννηση, όσο και οι επόμενοι δύο αιώνες του ελληνικού κράτους καθορίζονται από “κύκλους” εγχειρημάτων εκσυγχρονισμού, στα οποία προΐστανται πεφωτισμένες μειοψηφίες της ελληνικής ελίτ με τη συνδρομή των Ξένων Δυνάμεων. Σε αυτά τα εγχειρήματα, ο λαός με τον “κακό χαρακτήρα” του συνιστά απλά ένα ανάχωμα, ένα εμπόδιο και μάλιστα, στις πιο τραβηγμένες εκδοχές, το εμπόδιο δεν είναι καν η αυτενέργεια του λαού, αλλά η εκπροσώπησή του από “φαύλους” (λαϊκιστές) ηγέτες.
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί αυτό το αφήγημα κατάφερε να πάρει σαφή μορφή μέσα στα χρόνια του μνημονίου και πώς αποτέλεσε προέκταση της δημοσιολογίας γύρω απ’ αυτό. Πάλι, ο “εκσυγχρονισμός” (τα μνημόνια) που επιχειρούσαν οι Ξένες Δυνάμεις της περιόδου (“η πατρίδα μας η Ε.Ε.”) σε συνεργασία με μία πεφωτισμένη ελίτ (επιχειρηματίες, μέσα ενημέρωσης, βαθύ κράτος και πολιτικό σύστημα), ήρθαν αντιμέτωποι με τον κακό (αντιμνημονιακό) χαρακτήρα του λαού ως ανάχωμα, με δημαγωγούς τύπου ΣΥΡΙΖΑ στον ρόλο της πολιτικής εμπροσθοφυλακής.
Καθώς η δημόσια Ιστορία τείνει να αγνοεί τα πρώτα 120 χρόνια του ελληνικού κράτους (μέχρι την Κατοχή), δεν είναι παράλογο να μοιάζει τόσο ανοίκεια η εικονογραφία του ΒΗΜΑγκαζίνο. Αν ωστόσο παρακολουθούσε κανείς προσεκτικά τα στελέχη και τους δημοσιολόγους της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια, μπορούσε να διακρίνει τη διάχυση του μνημονιακού αφηγήματος στους τελευταίους δύο αιώνες.
Μπορούσε να παρακολουθήσει να εκτοξεύονται ξαφνικά μύδροι κατά του “λαϊκιστή” Θεόδωρου Δηλιγιάννη σε μια τηλεοπτική συζήτηση για την επικαιρότητα. Μπορούσε να δει συχνά πολιτικά στελέχη και δημοσιογράφους να παρουσιάζουν τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (το αρχετυπικό bailout από τις Ξένες Δυνάμεις) ως το πλέον κομβικό γεγονός της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Μπορούσε κανείς να απολαύσει αφειδώς παλαβομάρες, όπως ότι η διεφθαρμένη τριανδρία της βαυαρικής Αντιβασιλείας ήταν στην πραγματικότητα πεφωτισμένοι άριστοι που ήρθαν στην Ελλάδα αυτοθυσιαζόμενοι ή ακόμα και ότι ο Μεταξάς ή η Χούντα αποτέλεσαν στάδια ενός “αυταρχικού εκσυγχρονισμού”.
Ή για να το πούμε πιο απλά, η επίδραση αυτού του αναθεωρητικού αφηγήματος στη δημόσια Ιστορία, δηλαδή την Ιστορία ως υποστύλωμα της πολιτικής, μπορεί να συμπυκνωθεί σε αυτό το παραληρηματικό απόσπασμα από ομιλία του Γρηγόρη Ψαριανού στη Βουλή των Ελλήνων:
Έτσι, εύκολα εξηγούνται ο Μακρόν και η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν στα σώματα των ηγετών της Επανάστασης. Όπως και οι πρόγονοί τους, δεν είναι “ξένοι” που τοποθετούνται με βάση τα δικά τους συμφέροντα, αλλά η πραγματική δύναμη που τραβά το έθνος μπροστά δύο αιώνες τώρα, κόντρα στον χειρότερο εαυτό του.
Η Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου όμως; Την απάντηση πρέπει να την αναζητήσει κανείς στο “Καταστροφές και Θρίαμβοι” του Στάθη Καλύβα, αλλά και διάφορα άρθρα στην “Καθημερινή”, το “Βήμα” και αλλού για το “παρεξηγημένο” 2004, το οποίο βλέπουν ως κορύφωση του πιο πρόσφατου κύκλου του εκσυγχρονισμού. Άλλωστε, το ίδιο το πολιτικό πρόγραμμα που υποστηρίζουν αποτελεί μια τερατογένεση μεταξύ σημιτικού ΠΑΣΟΚ και μητσοτακικής δεξιάς, με κοινή βάση την αντικοινωνικότητα και των δύο. Δεν τους απασχολεί ότι η απέχθεια προς την καρότσα με τα καρπούζια είναι η πεμπτουσία της κοσμοθεωρίας τους: και η ίδια η οπλαρχηγός του εξωφύλλου, κακόγουστα τσαντάκια “1821” εν είδει σουβενίρ πουλάει.