Λίγες ημέρες μετά τη λήξη της απεργίας πείνας και δίψας του Δημήτρη Κουφοντίνα, η Αυτοοργανωμένη Πρωτοβουλία φοιτητ(ρι)ών Κοινωνικής εργασίας μιλά για τα δικαιώματα των κρατουμένων και τα κενά της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Μεταξύ άλλων, σημειώνουν πως «η εφαρμογή του νόμου κατά βούληση θυμίζει “δίκαιο ανισότητας”, και με αφορμή την συγκεκριμένη περίπτωση αναδείχθηκε η ευκολία με την οποία οι συγκεκριμένες πρακτικές οδηγούν στην καταστολή, την παρεμπόδιση των πολιτικών αντιδράσεων “από τα κάτω” και την άσκηση πολιτικού ελέγχου σε κινήματα και συλλογικότητες υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και υπογραμμίζουν ότι «το γεγονός ότι η άσκηση της κοινωνικής εργασίας στα σωφρονιστικά καταστήματα επαφίεται εν τέλει αποκλειστικά στην αυτομόρφωση των Κοινωνικών Λειτουργών του Π.Α.Δ.Α., χωρίς καμία συμβολή του πανεπιστημίου, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τα τυπικά προσόντα των εργαζομένων σε αντίστοιχα πλαίσια, για τις γνώσεις τους σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων και για το κατά πόσο θα είναι ικανές/-οί να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του επαγγέλματος στο συγκεκριμένο πεδίο».
Ολόκληρη η ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας
Ως Αυτοοργανωμένη Πρωτοβουλία φοιτητ(ρι)ών και αποφοίτων Κοινωνικής Εργασίας επιθυμούμε να τοποθετηθούμε σχετικά με την απεργία πείνας και δίψας του Δημήτρη Κουφοντίνα, θέτοντας ως κεντρικό άξονα όχι τον ίδιο τον απεργό, αλλά το κράτος, που εξώθησε με συγκεκριμένες πρακτικές και έκνομες αποφάσεις τον κρατούμενο στην πολυήμερη απεργία πείνας. Όπως είναι γνωστό, μετά από αλλεπάλληλες εκκλήσεις προς τον κρατούμενο, ο ίδιος αποφάσισε τη λήξη της απεργίας πείνας και δίψας, αντιλαμβανόμενος πως το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης ήταν εν τέλει πολύ σημαντικότερο από το ίδιο το αίτημα του.
Στον απόηχο όλων των παραπάνω, ως Κοινωνικοί/-ές Λειτουργοί (φοιτήτριες/-ές & απόφοιτες/-οι) και μέλη της κοινωνίας των πολιτών, καλούμαστε να υπενθυμίσουμε ορισμένα βασικά σημεία αναφορικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων, την κείμενη νομοθεσία, καθώς και την θέση της Κριτικής Κοινωνικής Εργασίας στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Όπως έχει αναφερθεί από πληθώρα νομικών, δημοσιογράφων, οργανώσεων και συλλογικοτήτων υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει συλληφθεί και καταδικαστεί για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, για τις ανθρωποκτονίες που έχει διαπράξει και εκτίει την ποινή του. Ως κρατούμενος πλέον, πρέπει να αντιμετωπίζεται από το κράτος και την κοινωνία, όχι ως τρομοκράτης, αλλά ως βαρυποινίτης. Επιπλέον, σε ένα κράτος δικαίου οι κρατούμενοι/-ες έχουν καθορισμένα από τον νόμο δικαιώματα, τα οποία δεν εξαρτώνται, ούτε από την μεταμέλειά τους, ούτε από την βαρύτητα των αδικημάτων που διέπραξαν και ούτε από την ανάγκη των θυμάτων για εκδίκηση. Προκειμένου να βεβαιωθεί ο/η καθένας/-μία πολίτης για το παραπάνω, αρκεί να ανατρέξει στην περίπτωση του Στυλιανού Παττακού, ο οποίος, λόγω ανηκέστου βλάβης στην υγεία του, αποφυλακίστηκε πριν εκτίσει το σύνολο της ποινής του.Είναι σαφές πως το αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι σύννομο. Είναι επίσης σαφές πως η κυβέρνηση παρανομεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό, εμμένοντας επί σχεδόν δύο μήνες ότι η απεργία πείνας αποτελεί κίνηση “εκβιασμού” του κράτους και πως οι κρατούμενοι δεν έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν πού θα κρατηθούν. Παραγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας ζητά να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στο σωφρονιστικό κατάστημα που η ίδια κυβέρνηση όρισε μέσω του νομοθετήματός της. Σημειώνεται πως λόγω της καταδίκης σε κάθειρξη, οι κρατούμενοι/-ες υφίστανται περιστολή του ύψιστου δικαιώματος της ελευθερίας και, όπως ορίζεται στο άρθρο 32 (ν.2776/1999), η απεργία πείνας αποτελεί ύστατο δικαίωμα τους, χωρίς να συνιστά απειλή ή εκβιασμό προς το κράτος, αλλά διαμαρτυρία για τη μη ικανοποίηση ενός δίκαιου αιτήματος.
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα στον Δημήτρη Κουφοντίνα, ο ίδιος προέβη σε απεργία πείνας και δίψας λόγω της μη εφαρμογής του άρθρου 3 (ν. 4760/2020), που απαγόρευε την παραμονή καταδικασθέντων για τρομοκρατία σε αγροτικές φυλακές και όριζε την επιστροφή στο κατάστημα κράτησης από το οποίο μετήχθησαν. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για φωτογραφικό νόμο, καθώς δεν υπήρχε άλλος κρατούμενος στη χώρα ο οποίος εξέτιε την ποινή του σε αγροτικές φυλακές έχοντας καταδικαστεί για τρομοκρατία, η κυβέρνηση, εργαλειοποιώντας για μία ακόμη φορά την πανδημία και επικαλούμενη το επιδημιολογικό φορτίο στις φυλακές Κορυδαλλού, διέταξε την μεταγωγή του στις φυλακές Δομοκού, όπου ήδη είχαν παρουσιαστεί επιβεβαιωμένα κρούσματα κορονοϊού. Ισχυρίστηκε, επίσης, πως οι φυλακές Κορυδαλλού προορίζονται για υποδίκους και όχι για καταδίκους, γεγονός που ισχύει, αποσιωπώντας, ωστόσο, ότι με εντολή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη έχουν διαμορφωθεί στην εν λόγω φυλακή κελιά υψίστης ασφαλείας για τους κρατούμενους της 17Ν.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την Εθνική νομοθεσία & ΕΣΔΑ & ΔΣΑΠΔ, είναι δικαίωμα των κρατουμένων να βρίσκονται σε κατάστημα κράτησης κοντά στο σπίτι τους, εκτός αν αποδειχθεί πως πρέπει να απομακρυνθούν (βλ. άρθρο 70 του σωφρονιστικού κώδικα, που δε συντρέχει λόγος μεταγωγής). Σε συνδυασμό με το άρθρο 8 από ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) που αφορά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής/οικογενειακής ζωής, γίνεται κατανοητό ότι ο κρατούμενος επιχειρήθηκε να απομακρυνθεί αναίτια πολύ μακριά από την οικογένεια του.
Φορείς μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η Εθνική Επιτροπή για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, που είναι θεσμοθετημένο όργανο της πολιτείας για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Διεθνής Αμνηστία, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, και πάνω από 1.000 νομικοί όλης της χώρας, συντάχθηκαν με τον Δημήτρη Κουφοντίνα ζητώντας την ικανοποίηση του δίκαιου αιτήματός του, που αφορούσε απλώς στην εφαρμογή του νόμου.
Το γεγονός ότι ένα κράτος φαίνεται πως μπορεί να αποφασίζει αυτοβούλως σχετικά με την εφαρμογή ή μη της νομοθεσίας, εγείρει πολλαπλά και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος στη χώρα. Η υπονόμευση των δικαιωμάτων των κρατουμένων και η γελοιοποίηση του αιτήματος του Δημήτρη Κουφοντίνα, που επιχειρήθηκε από την κυβέρνηση, καταδεικνύουν το σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η κοινωνία. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη, καθώς και η Διεθνής Αμνηστία, ζήτησαν από την κυβέρνηση και την αρμόδια για το ζήτημα, Σοφία Νικολάου, να τους παραδοθούν τα έγγραφα που δικαιολογούσαν την μη εφαρμογή του νόμου, ωστόσο αυτά δεν διατέθηκαν ποτέ, παρά το γεγονός ότι και αυτό προβλέπεται από τον νόμο.Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί πως η έκπτωση της δημοκρατίας εντοπίζεται ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (των οποίων ο ρόλος είναι να αναδεικνύουν τα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας και να ελέγχουν την εκάστοτε κυβέρνηση για τους χειρισμούς της), κάλυψαν το ζήτημα της καταπάτησης των δικαιωμάτων του κρατουμένου, ωθώντας μάλιστα τη δικηγόρο του στο σημείο να αποστείλει εξώδικο προς ορισμένα συστημικά μέσα, ζητώντας να καλύπτουν σφαιρικότερα το ζήτημα και όχι αναπαράγοντας το κυβερνητικό αφήγημα κατ’ αποκλειστικότητα. Ακόμη ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι η συνεχής παρεμπόδιση της επικοινωνίας του απεργού πείνας με τους γιατρους επιλογής του, Κατερίνα Ντουζέπη και Θεόδωρο Σδούκο, παρά την επιδείνωση της υγείας του, με τις επανειλημμένες εκκλήσεις τους στην διοίκηση του νοσοκομείου Λαμίας να παραμένουν αναπάντητες ή/και να απορρίπτονται.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως στη χώρα δεν έχει βρει ακόμη χώρο εφαρμογής το κίνημα κατάργησης των φυλακών (prison abolition movement), το οποίο έχει ως κύριο στόχο την ριζική αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης στα σωφρονιστικά καταστήματα, εστιάζοντας στα μέσα αναμόρφωσης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων. Το κίνημα επικεντρώνεται στην διαπαιδαγώγηση και την επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων και αντιτίθεται στην βίαιη καταστολή και στέρηση της ελευθερίας που οδηγεί σε “απανθρωποποίηση” (dehumanization). Απεναντίας, η σύγχρονη πραγματικότητα της Ελλάδας φανερώνει πως τα σωφρονιστικά καταστήματα εστιάζουν στην τιμωρία και την ιδρυματοποίηση των κρατουμένων, και όχι στον σωφρονισμό, με παντελή απουσία κρατικής μέριμνας για την επανένταξη των αποφυλακισμένων ανθρώπων στην κοινωνία.
Αν ληφθούν υπόψιν ορισμένες πιο κριτικές προσεγγίσεις της εγκληματολογίας, αναδεικνύεται σαφώς πως ο νόμος δεν εφαρμόζεται πάντα ουδέτερα και οριζόντια, αλλά πολλές φορές διαμορφώνεται και εργαλειοποιείται στα χέρια της εκάστοτε κυβερνώσας τάξης, έτσι ώστε να ευνοεί τις προνομιούχες τάξεις. Εν προκειμένω, η εφαρμογή του νόμου κατά βούληση θυμίζει “δίκαιο ανισότητας”, και με αφορμή την συγκεκριμένη περίπτωση αναδείχθηκε η ευκολία με την οποία οι συγκεκριμένες πρακτικές οδηγούν στην καταστολή, την παρεμπόδιση των πολιτικών αντιδράσεων “από τα κάτω” και την άσκηση πολιτικού ελέγχου σε κινήματα και συλλογικότητες υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπογραμμίζεται πως με αφορμή τις κινητοποιήσεις υπέρ της ικανοποίησης του δίκαιου αιτήματος του Δημήτρη Κουφοντίνα παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής λογοκρισία σε λογαριασμούς social media πολιτών, νομικών, δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ.
Ως φοιτήτριες/-ές και απόφοιτες/-οι του τμήματος Κοινωνικής Εργασίας ΠΑ.ΔΑ. προβληματιζόμαστε ιδιαίτερα σχετικά με την επάρκεια της εκπαίδευσης που παρέχεται από το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας στις/στους μελλοντικές/-ούς Κοινωνικούς Λειτουργούς, που αποφοιτώντας ενδέχεται να εργαστούν σε κάποιο σωφρονιστικό κατάστημα της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρόγραμμα σπουδών της σχολής μας δεν προβλέπεται κάποιο υποχρεωτικό ή κατ’ επιλογήν υποχρεωτικό μάθημα που αφορά στην άσκηση του επαγγέλματος στα σωφρονιστικά καταστήματα. Ως αποτέλεσμα, η κατάρτισή μας είναι ελλιπής, ενώ το μοναδικό μάθημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετικό με το αντικείμενο είναι η Κοινωνιολογία της Απόκλισης, που ωστόσο διδάσκεται αποκλειστικά σε θεωρητικό επίπεδο και το προτεινόμενο σύγγραμμα του μαθήματος εστιάζει κατά κύριο λόγο στην παραβατικότητα ανηλίκων. Επιπλέον, τα σωφρονιστικά καταστήματα, δεν περιλαμβάνονται πλέον στα πλαίσια πρακτικής άσκησης όπου τοποθετούνται οι φοιτήτριες/-ές για τις ανάγκες του μαθήματος Πρακτική Εργαστηριακή Άσκηση Ι & ΙΙ.
Το γεγονός ότι η άσκηση της κοινωνικής εργασίας στα σωφρονιστικά καταστήματα επαφίεται εν τέλει αποκλειστικά στην αυτομόρφωση των Κοινωνικών Λειτουργών του Π.Α.Δ.Α., χωρίς καμία συμβολή του πανεπιστημίου, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τα τυπικά προσόντα των εργαζομένων σε αντίστοιχα πλαίσια, για τις γνώσεις τους σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων και για το κατά πόσο θα είναι ικανές/-οί να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του επαγγέλματος στο συγκεκριμένο πεδίο.