ΑΘΗΝΑ
08:38
|
24.04.2024
Μια "κρυμμένη" μικρο-ιστορία της Επανάστασης του 1821. Ο Αντώνης Οικονόμου και η ανάδειξη του εσωτερικού κοινωνικού βάθους του Εικοσιένα ήδη από την αφετηρία του αγώνα.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου – που τόσο άδικα τον σφάξαν – και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
                          ξαναζεί στο μέτωπό σου.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε ίσως ο πιο ακραίος γλωσσικά και μορφικά ποιητής της πρώτης γενιάς του εγχώριου υπερρεαλισμού. Ήταν ωστόσο πάντοτε ακριβής στο πραγματολογικό επίπεδο. Υπηρέτησε άλλωστε ως καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πολυτεχνείο για πολλά χρόνια. Τα ονόματα που εμφανίζονται στην «επίκληση» του Μπολιβάρ του, αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις που ορίζονται από τον ποιητή, είναι απολύτως “σωστά”. Ο Σιμόν Μπολιβάρ, γεννημένος το 1783, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι γιος του 26χρονου την ίδια χρονιά Ρήγα, καθώς και αδελφός του γεννημένου μόλις δύο χρόνια αργότερα Αντώνη Οικονόμου. 

Η θύελλα της Κατοχής είχε ανανεώσει τον αέρα των Αθηνών, όπου την Άνοιξη του 1943 ο Εγγονόπουλος ολοκλήρωσε το μεγάλο του ποίημα, το οποίο κυκλοφόρησε έπειτα σε χειρόγραφα αντίγραφα και διαβαζόταν σε αντιστασιακές συγκεντρώσεις. Η κληρονομιά της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης τροφοδοτούσε τον αγώνα ενάντια στον φασίστα κατακτητή, ενώ παράλληλα ξυπνούσαν –αναπόφευκτα- και οι μνήμες των πρώτων μεγάλων κοινωνικών αγώνων του προηγούμενου αιώνα, γεννημάτων της πυρκαγιάς του 1789.

Είχε προηγηθεί το 1941 η έκδοση του βιβλίου του Γιώργη Λαμπρινού Μορφές του Εικοσιένα. Το ιστορικό έργο του ικανότατου δημοσιογράφου του «Ριζοσπάστη» και μαχόμενου διανοούμενου του Μεσοπολέμου εξαντλείται αμέσως και ανατυπώνεται συνεχώς. Ο Λαμπρινός αφιερώνει ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του στον αγωνιστή της επανάστασης Αντώνη Οικονόμου. Από εκεί μεταγράφονται τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Η ιστορία του Οικονόμου και της εξέγερσης της Ύδραίων στην αρχή του αγώνα αποτελούν ένα “κρυμμένο” επεισόδιο της Επανάστασης του ’21. Και όχι τυχαία. Επιπλέον, η γλαφυρή ιστορική αφήγηση του Λαμπρινού εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα με τη νηφαλιότητα και την ορθή της κρίση, απαλλαγμένη από μονομέρειες και δογματισμούς, παρά τη ρητή της στράτευση.

«Δυο είναι οι φυσιογνωμίες που πρόσφερε η νησιώτικη Ελλάδα στο Εικοσιένα: του Αντώνη Οικονόμου και του Λυκούργου Λογοθέτη. Και οι δυο ξεχωρίζουν σα φωτεινά αστέρια μέσα στο πλήθος με τους αξιόλογους και τους ασήμαντους, ξακουστούς ναυάρχους είτε αστόχαστους πολιτικάντηδες, ψημένους θαλασσόλυκους είτε μαζεμένους προεστάκηδες, ανθρώπους του κινδύνου και ανθρώπους του παρά, που γεννοβόλησε και χάρισε στην επαναστατημένη Ελλάδα ο νησιώτικος Ελληνισμός.[…]

Το έργο της Επανάστασης είναι ουσιαστικά έργο πολιτικό. Χωρίς την ετοιμασία και το διαφέντεμα του πολιτικού, οι αλλαγές δε σημειώνουν βήματα στην ιστορία. Αλλιώς είναι γεννήματα της τύχης. Οι στρατηγοί θα γεννηθούν στην πορεία της. Το μυαλό του πολιτικού θα πιάσει, θα ζυμώσει, θα οδηγήσει το επαναστατικό έργο. Το χέρι του πολέμαρχου θα σύρει το σπαθί για να το επιβάλλει. Και γίνεται συχνά τούτο το αλλόκοτο σ’ αυτές τις σκληρές περιπέτειες του ανθρώπινου βίου: οι άνθρωποι του πολέμου δένουν τ’ όνομά τους και τη ζωή τους τόσο με το έργο της αλλαγής, να το λαμπρύνουν και να λαμπρύνονται μαζί του σε τέτοιο βαθμό, ώστε και η κοινή αντίληψη και η επίσημη ιστορία να μην προβαίνουν στον ξεχωρισμό τους, ενώ οι άνθρωποι του πολιτικού χειρισμού του έργου της αλλαγής, θεμελιωτές και οδηγοί του, να στέκουν ασήμαντοι και άδοξοι στα περιθώρια των γεγονότων.

Αυτήν την εικόνα μας παρουσιάζει το Εικοσιένα εξαιρετικά τονισμένη. Η ιστορία μας κληροδότησε από τους αγωνιστές των νησιών τα ονόματα του Μιαούλη, των Κουντουριωταίων, του Μέξη κι ενός πλήθους ακόμα από ναυάρχους και άλλους καπεταναίους της θάλασσας που έβαλαν το μικρόν ή μεγάλο κόπο τους στον αγώνα. Αλλά όταν θα μπει το σκληρό ερώτημα ποιος άνοιξε τους δρόμους κι έστρωσε τις δάφνες για να περάσουν οι δοξασμένοι, τότε τα πιο πολλά από τα πολυθόρυβα τούτα ονόματα θα σβήσουν μεμιάς κι άλλοι, ασήμαντοι και ταπεινοί, θ’ ανέβουν στο προσκήνιο της εθνικής ζωής. Τότε θα ξεπροβάλλει τα’ όνομα του Αντώνη Οικονόμου, το έργο του θα λάμψει και με το φως του θα διαλυθούν τα σκοτάδια που τύλιξαν τις αρχές της επανάστασης στα νησιά.

***

Η Ύδρα, την εποχή που ιστορούμε, ήταν από τα ισχυρότερα ελληνικά εμπορικά κέντρα. Τα καράβια της έσκιζαν τη Μεσόγειο και ξέβγαιναν ακόμη ως έξω, πέρ’ από τη Τζιμπιράλτα, προς τους γιαλούς της νότιας Αφρικής είτε προχωρούσαν απάνω προς τις βορεινές παγωμένες θάλασσες και κουβαλούσαν τις λογής-λογής πραμάτειες από Ανατολή και Δύση και γέμιζαν με πλούτια αμέτρητα τα κελάρια των νοικοκυραίων στο νησί.[…] Το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου το κρατούσε στα χέρια της μια μικρή μερίδα νησιωτών που διαφέντευαν τα περισσότερα καράβια κι απασχολούσαν στη δούλεψή τους ένα αμέτρητο πλήθος από γέρους κι έμπειρους ναυτικούς, στο καλό ταξίδι ως τις μακρινές θάλασσες και στις σκληρές κι αιματηρές μάχες με τους κουρσάρους των ωκεανών. Ανάμεσα στους πρώτους και στους δεύτερους χαροπάλευαν λογής μικροκαπεταναίοι του νερού, μ’ ένα είτε δυο καράβια δικό τους βιος, που τα κουμαντάριζαν μονάχοι τους κι άμα τά ‘χαναν έσκυβαν το κεφάλι στον πρώτο μεγαλονοικοκύρη που τους έπαιρνε στη δούλεψή του.

Ένας τέτοιος μικροκαπετάνιος με δικό του καράβι ήταν κι ο Αντώνης ο Οικονόμου.[…] Δεν είχε αυτός τα πολλά και μεγάλα καράβια, να μπορεί να κάθεται στη στεριά κι από κει να τα κουμαντάρει μ’ άλλους καπεταναίους και να μην τόνε νοιάζει ο χαμός του ενός πλεούμενου.

Στο ένα του είχε όλο το βιος του. Και ήξερε καλά πως άμα τό ‘χανε, άλλο δε θα ματαποχτούσε και η στερνή του τύχη θα ‘τανε να προσφέρει τα ψημένα μπράτσα του στη δούλεψη των άλλων αφεντάδων.

Δε γλύτωσε απ’ ό,τι φοβότανε. Σε κάποιο μακρινό χειμωνιάτικο ταξίδι του, η ανελέητη φουρτούνα τσάκισε το μονάκριβό του κοντά στα Γάδειρα [ισπανικό λιμάνι, κοντά στο Γιβραλτάρ]. Η θάλασσα τον ξέπλυνε από πλεούμενα κι απ’ άλλο βιος. Αλλά είχε καρδιά. Γύρισε στην Ύδρα, όπου έμεινε πολύ λίγο, κι από κει τράβηξε για την Πόλη. Αυτός ο πηγαιμός στην Πόλη άλλαξε όλη την πορεία της ζωής του.[…] Ανταμώθηκε με τους Φιλικούς και κατηχήθηκε γοργά στους σκοπούς της Εταιρείας. Ο Οικονόμου ήταν απ’ τις πάστες των ανθρώπων που οι φλογερές ιδέες όταν χωνεύουνε μέσα τους σε πίστη δεν ακροδιαβαίνουν από πάνω τους ξώπετσα αλλά τους ταράζουν και τους συνεπαίρνουν ολόψυχα. Κι όταν οι ιδέες ανήκουν σε κείνες που προβάλλουν με τόσο μεγάλο βάθος, όπως οι ιδέες του λυτρωμού, οι πιστοί τους αλλάζουν ως και θωριά, γίνονται άλλα όντα, φανατικά και αδυσώπητα, που μήτε ο θάνατος δε μπορεί να τα ξεστρατίσει απ’ τη νέα πορεία που χάραξαν στη ζήση τους. Ίσως είναι κραυγή, ίσως είναι ανθρώπινος νόμος βαθύτερος αυτή η μετουσίωση σε φανατική πίστη, για να μπορούν οι άνθρωποι να προβαίνουν σίγουρα και σταθερά όταν σημαίνει η ώρα στις αναγκαίες αλλαγές στους τρόπους ζωής τους.

Ο Οικονόμου έμεινε στην Πόλη τόσον καιρό όσος του χρειάστηκε για να φωτιστεί και να δασκαλευτεί καλά απάνω στους μυστικούς τρόπους ενεργειών της Εταιρείας. Ύστερα έφυγε στην Ύδρα με την ειδική αποστολή να ετοιμάσει τον ξεσηκωμό στον τόπο του. Από τότε και ως τον καιρό που ξέσπασε η Επανάσταση, ο Οικονόμου πρόσφερε όλες τις δυνάμεις του στο σκοπό που έταξε στη ζωή του, δασκαλεύοντας, κατηχώντας και οργανώνοντας τις βάσεις που απάνω τους στηρίχτηκε και άναψε αργότερα ο ξεσηκωμός στο νησί. Την ίδια εποχή δούλευε για το καθημερινό ψωμί, δεύτερος καπετάνιος σε καράβια άλλων αφεντικών. Αυτό του βγήκε σε καλό από άποψη πολιτική, γιατί τον έφερε πιο κοντά στο μεγάλο πλήθος του ναυτικού λαού, έζησε και ζυμώθηκε μαζί του στη σκληρή δουλειά και στους κινδύνους, μοιράστηκε κοντά του το πικρό ψωμί της θαλασσινής ζωής και κρυφομίλησε στ’ αυτί του για τους αγώνες και θυσίες και αίματα που θα ‘φερναν κάποτε στην ευλογημένη ώρα του λυτρωμού. Η επιρροή του απλώθηκε σ’ όλο το ναυτόκοσμο της Ύδρας και των άλλων νησιών κι ο Καπετάν Αντώνης έγινε το λατρεμένο πρόσωπο του αρχηγού που συγκέντρωνε τις ελπίδες και την απαντοχή τόσου νησιώτικου λαού.

***

Στις παραμονές του Εικοσιένα ο λαός της Ύδρας με τον Οικονόμου ήσαν έτοιμοι. Δεν περίμεναν παρά το σύνθημα. Αλλά και δω παρουσιάστηκαν οι ίδιες συνθήκες με το Μοριά κι ακόμη χειρότερες. Οι πρόκριτοι του νησιού είχαν δηλώσει καθαρά πως όχι μόνο δε θ’ άφηναν αναστατώματα στο νησί, μα και θα χτυπούσαν από μέρους τους κάθε ταραχή. Ο Οικονόμου ήξερε καλά τι σήμαινε αυτή η άρνηση των προκρίτων όπως ήξερε επίσης καλά πως το δικό του χρέος ήτανε να κρατήσει ως το τέλος πιστά τη γραμμή που του χάραζε η Φιλική. Έλεγε αυτή η γραμμή πως το συμφέρον της Επανάστασης επέβαλε τη φρόνιμη πολιτική απέναντι στους προκρίτους για να πεισθούν να κατέβουν κι αυτοί θαρραλέοι στον αγώνα, αφού η ένωση των εθνικών δυνάμεων θα μπορούσε να οδηγήσει με σιγουριά στη νίκη. Ο Παπαφλέσσας είχε περάσει το Δεκέμβρη του 1820 απ’ την Ύδρα, είχε ανταμωθεί με τον Οικονόμου και τους άλλους Φιλικούς και μαζί τους είχε καταστρώσει τα σχέδια για τον ξεσηκωμό των κοντινών νησιών.

Αντιμετώπισαν από τότε την περίπτωση άρνησης των προκρίτων και μαζί πάλι είχανε πάρει την απόφαση να τραβήξουν εμπρός και χωρίς αυτούς.

Όταν κατά τα μέσα του Μάρτη άρχισαν να καταφθάνουν από το Μοριά καταπόδι τα επαναστατικά μηνύματα, στην Ύδρα οι ετοιμασίες είχαν αποτελειώσει κι ο Οικονόμου έβαλε ανοιχτά το ζήτημα της άμεσης αρχής του αγώνα στους προκρίτους. Τίποτα όμως στο αναμεταξύ δεν είχε μεταλλάξει τη γνώμη αυτών των τελευταίων και προχωρούσαν ως το σημείο να θέλουν να πάρουν και μέτρα για να πνιχτεί κάθε κίνηση. Δεν εδίσταζαν, αλλά αρνούνταν και αντιδρούσαν. Και για να δείξουν την τρανή τους απόφαση να καθίσουν ήσυχοι στα σπιτικά και στο βιο τους και να μείνουν πιστοί ραγιάδες στον αψηλόν αφέντη της Πόλης, έστειλαν τους ναύτες που κάθε χρόνο έστελνε υποχρεωτικά η Ύδρα για να υπηρετούν στον Οθωμανικό στόλο. Μα είχαν πλακώσει κιόλας τα γεγονότα. Ο Οικονόμου έστειλε γοργά ανθρώπους, τους πρόφτασαν στη Μήλο και τους γύρισαν πίσω. Τότε τα πράγματα ακολούθησαν τη δική τους πορεία.

Στην Ύδρα μέσα ο Οικονόμου με τον Πέτρο Μαρκέζη και τον Γιώργη Αγαλόπουλο στρατολογούσαν με την πρόφαση πως θέλανε να κάνουν εκστρατεία στο Μοριά, στ’ αλήθεια όμως ετοιμαζόντουσαν για κίνημα. Το δειλινό της 27 του Μάρτη έφτασε στην Ύδρα κάποιο ψαροκάικο κι έφερνε την είδηση πως η Επανάσταση στον Μοριά ξέσπασε και οι επαναστάτες για την ώρα πολιορκούσαν τους Τούρκους στον Ακροκόρινθο. Το νέο πέταξε σαν αστραπή και πλήθη λαού κατέβηκαν στο γιαλό, ταραγμένα κι ανυπόμονα, γυρεύοντας να μάθουν περισσότερα. Η φωτιά ήταν σιμά στο μπαρούτι. Ο Οικονόμου είχε πα΄ρει την απόφασή του και τα ετοίμαζε όλα.

Το βράδυ αργά της ίδιας ημέρας, όταν η νύχτα είχε πήξει το σκοτάδι απάνω στο νησί, ακούστηκαν ξαφνικά οι καμπάνες ν’ αχολογούνε δυνατά, βιαστικά, δαιμονισμένα, και με τρελά καμπανίσματα να ταράζουν τη νυχτερινή γαλήνη του τόπου. Ντελάληδες με κραυγές άγριες «στ’ άρματα! όλοι στ’ άρματα!» διάβαιναν τρεχάτοι τα στενοσόκακα, πόρτες και παράθυρα στα ναυτικά χαμόσπιτα άνοιγαν και βροντούσαν, βουή ξαφνική πλημμύρησε τους δρόμους κι ο γιαλό του νησιού κατασκεπάστηκε σε λίγο από ένα αμέτρητο ανθρώπινο πέλαγος που σάλευε φουρτουνιασμένο και σκοτεινό και ξεφώνιζε άγρια μέσα στη νύχτα.[…]

Ο Οικονόμου ήταν εκεί, παραστάτης και οδηγός. Πάτησαν στο λεφτό τα’ αραγμένα καράβια στο λιμάνι και γύρισαν τις μπούκες των κανονιών κατά το νησί. Δεν είχαν Τούρκους να πολεμήσουν μα είχανε ν’ αντιμετωπίσουν τους κοτζαμπάσηδες. Την αυγή χύθηκαν στην πόλη, κυρίεψαν το Διοικητήριο και καθαίρεσαν το διοικητή του τόπου Νικόλαο Κοκοβίλα. Οι πρόκριτοι ήσανε συναγμένοι στο Μοναστήρι όπου συνεδρίαζαν και πάσχιζαν να πάρουν αποφάσεις για τη στάση τους. Ήξεραν τις νυχτερινές ταραχές μα όταν έμαθαν και την πρωινή αποκοτιά των επαναστατών να πατήσουν το Διοικητήριο, φοβήθηκαν μη τους μπλοκάρουν και τους ίδιους από στιγμή σε στιγμή και το ‘σκασαν καταφοβισμένοι από τα παράθυρα. Αλλά πού να πήγαιναν και τι να ‘καναν; H Επανάσταση είχε κηρυχτεί, τα καράβια τους τά ‘χαν άλλοι, από δύναμη ήσανε γυμνοί και το μόνο κέρδος, αν επέμεναν, θα ήτανε ίσως να χάσουν και τα κεφάλια τους. Κρύφτηκαν ένα-δυο μέρες κι ύστερα δειλά και συμμαζεμένα, δήλωσαν υποταγή. Ο Οικονόμου, πιστός στη γραμμή του, τους δέχτηκε, μα τους υποχρέωσε να υπογράψουν ειδικό έγγραφο όπου αναγνώριζαν για νόμιμη την εξουσία του, έδιναν την υπόσχεση να συντρέχουν παντού και πάντα τον αγώνα και πως δέχονται υποταχτικοί τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Το έγγραφο έχει ημερομηνία 31 Μαρτίου 1821 και φέρνει τις υπογραφές 60 επισήμων προσώπων αρχίζοντας από τους Κουντουριωταίους και φτάνοντας ως τους δευτερότερους κοτζαμπάσηδες. Αιώνων συνήθειες και καθεστωτικές παραδόσεις ξέπεφταν και νέα τάξη επικρατούσε, έστω και για λιγοστό χρονικό διάστημα. Το πολίτευμα έγινε λαοκρατικό και τα δημόσια έγγραφα πια δεν τα υπόγραφαν οι «πρόκριτοι» μα οι «κάτοικοι» της νήσου Ύδρας. Η Ύδρα ήτανε σε θέση πια να βοηθήσει το Μοριά πού ‘χε φουντώσει η Επανάσταση και σε λίγο ο στόλος, ενωμένος με τα Σπετσιώτικα καράβια, σαλπάριζε έτοιμος για μάχες σ’ ανοιχτά πέλαγα.

Στις 16 του Απρίλη έγινε στο κέντρο του νησιού μεγάλη λαϊκή γιορτή για να πάρει επίσημο χαρακτήρα η κήρυξη της Επανάστασης. Όλος ο λαός αρματωμένος είχε μαζευτεί μπροστά στο Διοικητήριο. Εκατό νέα παλληκάρια έφεραν καμαρωτά τη σημαία. Την παρέδωσαν σε κάποιον παπά κι αυτός κατεβάζοντας την τούρκικη, την έμπηξε στο πιο ψηλό σημείο του Διοικητηρίου. Χαλούσε ο τόπος από τους αλαλαγμούς και τους σμπάρους και μες στην τόσην αντάρα ξεχώριζε καμπανιστό το όνομα του καπτάν Αντώνη, τ’ όνομα του λατρεμένου προσώπου, του αρχηγού, του αγωνιστή που πάτησε κεφάλια κι άνοιξε διάπλατα το δρόμο του λυτρωμού.

Η λαϊκή εξουσία του Οικονόμου κράτησε λιγοστό διάστημα. Μια πρώτη και τρανή αποστολή της είχε τελειώσει με νίκη: η συμμετοχή της Ύδρας και των κοντινών νησιών στην Επανάσταση. Η σημασία του περιστατικού αυτού μπορεί να εκτιμηθεί μόνο όταν λογαριάσει κανείς πως ο πελώριος Οθωμανικός στόλος ήταν έτοιμος να κουβαλήσει από την Ασία δεκάδες χιλιάδες Τούρκικου στρατού και να πατήσει το Μοριά, τον πρώτο καιρό κιόλας που άρχισε ο ξεσηκωμός. Κι αν εμποδίστηκε και δε ζύγωσε καθόλου κι ο Μοριάς συνέχισε την επαναστατική δράση του, αυτό χρωστιέται στον ελληνικό στόλο των νησιών. Στο βάθος της ιστορίας τούτης θα προβάλλει η ηρωική φυσιογνωμία του Αντώνη Οικονόμου και θα ζητήσει τη δικαίωσή της. Έπειτα, σαν κυβερνήτης του νησιού, προσπάθησε να επιβάλλει την εσωτερική τάξη και να δίνει το δίκιο χωρίς να λογαριάζει δυσαρέσκειες. Με την πρόφαση πως οι πρώτοι καπεταναίοι στα καράβια δεν είχανε πείρα πολεμική, τους έβγαλε και στη θέση τους έβαλε ανθρώπους του. Η αλήθεια είναι πως αυτοί ήσανε κοπέλια των προκρίτων και δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Μα κι όταν οι ναύτες ενός καραβιού πιάσανε κάποιο εχθρικό και τη λεία τη μοιράσανε μεταξύ τους παρά τους κανονισμούς, δε δίστασε να πάρει μέτρα ενάντιά τους. Κι όμως σε λίγο έχασε την αρχή. Έπεσε με πραξικόπημα των προκρίτων. Γιατί; Το βασικό του σφάλμα ήταν πως δεν είδε καλά τις αληθινές διαθέσεις των αντιπάλων του, υποτίμησε τη δύναμή τους και δεν πήρε δραστικότερα μέτρα για να δέσει εκείνους και να στεριώσει τη δική του θέση.[…]

Το κίνημα των προκρίτων κατά του Οικονόμου και της εξουσίας του ξέσπασε στις 12 του Μάη. Ο στόλος έλειπε απ’ το λιμάνι και μαζί του ο περισσότερος αρματωμένος λαός. Η φρουρά στο Διοικητήριο ήτανε λιγοστή. Οι πρόκριτοι είχαν ετοιμαστεί μυστικά από καιρό, μισθώσανε ανθρώπους, τους αρματώσανε και περιμένανε την κατάλληλη στιγμή. Δόθηκε κάποια μέρα όταν τα μέτρα του Οικονόμου για φρούρηση είχανε λασκάρει. Η επίθεση έγινε στο Διοικητήριο από μπράβους πολλούς, αρματωμένους σαν αστακούς, με το Λάζαρο Παναγιώτα και τον Θεοφάνη Δρένια.

Η σύγκρουση ήτανε τρομερή, κράτησε ώρες, οι ντουφεκιές αναστάτωσαν την πόλη, κορμιά ξαπλωθήκανε καταγής, ο ίδιος ο Οικονόμου με το χέρι του έριξε χάμου εχθρούς του, μα στο τέλος δε μπόρεσε να κρατήσει. Οι αντίπαλοι ήσανε πολλοί, είχανε πιάσει γερά πόστα κι ο κίνδυνος μεγάλωνε. Πήδησε από κάποιο παράθυρο, τον είδαν, τον κυνήγησαν. Ύστερα από μια τρελή καταδίωξη πάνου-κάτου στο νησί, τέλος τον έπιασαν.

Οι πρόκριτοι είχαν όλη τη διάθεση να τον μακελλοκόψουν, μα φοβόντουσαν το λαό και τα δικά τους κεφάλια. Να τον κρατήσουνε πάλι φυλακισμένο στο νησί, ήτανε σα να τον άφηναν ελεύθερο. Αποφάσισαν να τον στείλουν με πιστούς ανθρώπους τους στην απέναντι Μοραϊτικη στεριά και κει να τον καθαρίσουν. Ύστερα θά ‘λεγαν πως πήγε να το σκάσει, πως χάθηκε, πως δεν ξέρουνε, τέλος, τίποτα γι’ αυτόν. Αληθινά, αρμάτωσαν μια βάρκα με ανθρώπους τους και μια θεοσκότεινη νύχτα τον ξαπόστειλαν. Η απόφαση ήταν να τον σκοτώσουν και να τον φουντάρουν ύστερα στ’ ανοιχτά. Ο ίδιος έβλεπε τον χαμό του, μα το κουράγιο δεν τον άφησε ούτε λεφτό. Τους μίλησε με λόγια απλά, τους εξήγησε τους σκοπούς των αφεντάδων, ύστερα για την πατρίδα, για το λυτρωμό, τους συγκίνησε, τους μάλαξε την καρδιά. Ασκούσε αφάνταστη επιρροή ο λόγος του στην ψυχή των λαϊκών ανθρώπων. Βρέθηκαν κιόλας ανάμεσά τους μερικοί παλιοί οπαδοί του. Τέλος, τους άλλαξε τη γνώμη κι αντί να το στείλουν στον πάτο της θάλασσας, τον ξεμπαρκάρισαν κάπου κοντά στο Κρανίδι. Όταν την άλλη μέρα το πρωινό οι Κρανιδιώτες τον είδα, τρελάθηκαν από χαρά. Το κίνημά του, ο ηρωισμός του, η αποκοτιά του, τον είχανε κάνει γνωστό σε όλες τις τριγύρω περιφέρειες. Ο λαός ελάτρευε τον καπτάν Αντώνη. Του δώσανε σπίτι, χρήματα, τον βοηθήσανε στις ανάγκες του κι αυτός δεν έχασε τον καιρό του: δόθηκε πάλι στον σκοπό του κι άρχισε να ετοιμάζεται.

Τον ίδιο καιρό –προς τα τέλη του Μάη- οι Μοραϊτες πρόκριτοι που είχανε κιόλας μπλεχτεί στην αρχηγία του αγώνα, βλέποντας τα στενά, ζήτησαν με γράμμα τους από τους Υδραίους την ενίσχυση του στόλου. Μα οι Υδραίοι δέσανε τα καράβια τους κι απάντησαν «φυλάττομεν διά τον εαυτόν μας τα καράβια, ενόσω βλέπομεν αντίκρυ μας τον καπετάν Αντώνη». Ελπίζανε πως έτσι θ’ αναγκάζανε τους Μοραϊτες, που θα τους ήτανε σχετικά εύκολο, να λύσουν εκείνοι το ζήτημα Οικονόμου. Τότε ο Θεοχαρόπουλος πήγε στο Κρανίδι μ’ άλλους μαζί και ζήτησε να του παραδώσουν τον Οικονόμου. Αλλά οι Κρανιδιώτες ξεσηκώθηκαν και αντιστάθηκαν. Με τα πολλά, ο Θεοχαρόπουλος κατάφερε με τη συνεργασία μερικών προκρίτων του τόπου και με την υπόσχεση πως δεν έχει κακό σκοπό, να τον πάρει και να τον κλείσει φυλακισμένο στο Μοναστήρι του Φονιά. Ο ηγούμενος με ισχυρή φρουρά πήρε πάνω του την ευθύνη της φύλαξης και στο Μοναστήρι, τον πρώτο καιρό, δε μπορούσε να ζυγώσει μήτε πετούμενο πουλί. Επιτέλους, ο τρομερός εφιάλτης των νησιωτών προκρίτων, αν δεν είχε πάψει να ζει, είχε όμως γενεί ανίκανος να βλάψει, κι ο Υδραίικος στόλος σήκωνε τα πανιά του και πήγαινε να δώσει τις μάχες του. Τ’ αφεντικά του ήσανε τώρα σίγουρα πως το κέρδος των μαχών θά ‘μενε δικό τους.

***

Πέρασαν μήνες πολλοί, η Επανάσταση τράβηξε το δρόμο της, πρόσωπα πολλά και νέα ανέδειξε ο αγώνας και οι νίκες της πρώτης χρονιάς έδωσαν τη δυνατότητα να συγκληθεί η πρώτη γενική συνέλευση του Έθνους για να στεριωθεί μια κεντρική Κυβέρνηση. Το Δεκέμβρη του 1821 στο Άργος του Μοριά είχανε μαζευτεί αντιπρόσωποι απ’ όλα τα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας για να πάρουν μέρος. Κι έβλεπες εκεί όλα τα τρανά ονόματα του Εικοσιένα, από τους γνωστούς πολέμαρχους και τους προκρίτους ως τους ξένους τυχοδιώκτες που κατέβηκαν για να καρπωθούν τον αγώνα. Από το Μοναστήρι που έμεινε κλεισμένος ο Οικονόμου μάθαινε όλες αυτές τις κινήσεις και τις εθνικές ζυμώσεις και η καρδιά του σφιγγόταν στην αγωνία της αναγκαστικής αργίας. Αλλά άνθρωπος της λαχτάρας και της δράσης δε μπορεί να σταθεί ήσυχος. Βλέπει την κρίσιμη πολιτικά ώρα του Έθνους να ζυγώνει σ’ αυτήν τη Συνέλευση κι αποφασίζει να ξεβγεί στον αγώνα. Το σκάει απ’ το Μοναστήρι και με τη συνοδεία αρματωμένων ανθρώπων του παίρνει το δρόμο για το Άργος.[…]

Το μαντάτο του ερχομού του, έφτασε στο Άργος ενώ αυτός ήταν ακόμη στο δρόμο. Καταταράχτηκαν οι Υδραίοι πρόκριτοι που ήσαν μαζεμένοι εκεί, συμβούλια έγιναν και πήραν την απόφασή τους: πήγαν στον Υψηλάντη και χωρίς πολλά λόγια ζήτησαν το σκοτωμό του, αλλιώς αυτοί αποχωρούν απ’ τον αγώνα.[…] Ήταν ένας καθαρός εκβιασμός. Ο Υψηλάντης βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δίσταζε και τέλος έδωσε διαταγή απλώς να τον πιάσουν και να τον φέρουν στο Άργος. Άπραγος πό τέτοιες δουλειές –το λάθος βέβαια μένει ολότελα στο παθητικό του- δεν κατάλαβε πως υπόγραψε την καταδίκη του αγωνιστή. Ο Ανδρέας Λόντος πήρε την ευθύνη να εκτελέσει τη διαταγή και συναγροικημένος με τους Υδραίους πρόκριτους έστειλε ισχυρό απόσπασμα αρματωμένων με τον Ξύδη και με την εντολή να τον σκοτώσουν. Ο Κολοκοτρώνης –ήταν ακόμη στην καλή του εποχή- που περίμενε με τους άλλους πολέμαρχους και Φιλικούς τον Οικονόμου σαν πολύτιμο συναγωνιστή τους, κάτι μυρίστηκε από τα μυστικά αυτά διαβούλια κι έστειλε μονάχος του 200 ανθρώπους του με τον Τσόκρη για να τον συνοδέψει με ασφάλεια στο Άργος. Αλλά ήταν αργά. Ο Ξύδης είχε προλάβει κι ο Οικονόμου ήταν νεκρός.

***

Αυτός ήταν ο θάνατος του Οικονόμου. Έπεσε από τα βόλια Ελλήνων την ώρα που η φωνή του αγωνιζόμενου Έθνους τον καλούσε να πάρει τη θέση του στη μάχη. Δεν έπεσε στη μάχη με τον εθνικό εχθρό, μα στάθηκε το μεγάλο θύμα του εσωτερικού πολέμου. Ο χαμός του δίνει το μέτρο του εσωτερικού βάθους στην υπόθεση του Εικοσιένα.[…] Κανείς χαμός δεν εστοίχισε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής τόσο, όσο ο σκοτωμός του Υδραίου καπετάνιου. Η παρουσία του ήταν εγγύηση για τον καλό δρόμο της πάλης με τον ξένο τύραννο και για τη σταθερή πορεία προς ένα δικαιότερο και λαϊκότερο νοικοκύρεμα των εσωτερικών πραγμάτων της ελεύτερης χώρας.[…]

Ο ιστορικός Φιλήμων λέει πως κανένα πρόσωπο του Εικοσιένα από τα πιο διάσημα, δε ντύθηκε τόσην εξουσία όση ο Οικονόμου με το κίνημά του και τίποτα δε θα τον εμπόδιζε, αν ήθελε, ν’ απλώσει την αρχή του και σ’ όλη την Ελλάδα.

Δεν είναι υπερβολή. Μπορεί να το δεχτεί κανείς με μια παρατήρηση: να στήριζε τη δράση του στη συνεργασία και με τους άλλους αγωνιστές της σειράς του. Αν υπήρχε τέτοια συνοχή, η πορεία της Επανάστασης μπορούσε νά ‘ναι διαφορετική. Αυτό δεν έγινε – σφάλμα πολιτικό από τα τρανότερα, κ’ ίσως το πρώτο στο Εικοσιένα, τα πράγματα άλλαξαν δρόμους, οι χτεσινοί νικημένοι βγήκαν νικητές και τα θύματα του εσωτερικού πολέμου μετρήθηκαν κατά σωρούς. Πρώτο και τρανότερο ανάμεσά τους ο Οικονόμου.

Όμως το έργο του μένει γερό κι ασάλευτο. Πήγαν να του λερώσουν τη μορφή του, δε θέλησαν να του αναγνωρίσουν τίποτα, τον είπαν μέθυσο, τυχοδιώκτη, άεργο, μεγάλο δημαγωγό. Η χολή τύλιξε τη μνήμη του. Όλα είναι τίτλοι τιμής. Πόσους άλλους μεγάλους δεν πιτσίλισαν με βούρκο;

Κι αν η επίσημη ιστορία τον αγνόησε ή δεν τον τίμησε στην πρεπούμενη θέση του από αιτίες γνωστές κι ανομολόγητες, ο Αντώνης Οικονόμου στέκει καμαρωτός κι ωραίος στο πελώριο βάθρο του, κι αν είχε λαλιά θα μας φώναζε και σήμερα ακόμη το δικό μας χρέος.»

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Σχέδιο Ανάν: Το βροντερό όχι των Ελληνοκυπρίων, η  εξαγορά των συνειδήσεων και οι παραχαράκτες

Ο καιρός σήμερα: Επιμένει η σκόνη, μποφόρ στο Αιγαίο

Το μεγάλο «Όχι» του 2004: Η δεύτερη επανάσταση των Κυπρίων

Το μήνυμα του εκπροσώπου της Χαμάς για τις 200 μέρες πολέμου

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα