ΑΘΗΝΑ
07:18
|
24.04.2024
Οι εκλογές στην Δυτική Βεγγάλη και η αμφίρροπη μάχη μεταξύ των δύο βασικών διεκδικητών της εξουσίας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Από σήμερα 27 Μαρτίου η ινδική πολιτεία της Δυτικής Βεγγάλης, με τα περίπου εκατό εκατομμύρια κατοίκων, ζει σε εκλογικό αναβρασμό, καθώς άνοιξαν οι κάλπες για τις πολιτειακές εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν σε οχτώ φάσεις μέχρι τις 29 Απριλίου, ενώ στις 2 Μαΐου αναμένεται η τελική καταμέτρηση και ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

Την ίδια περίοδο θα γίνουν εκλογές και σε άλλες τρεις ινδικές πολιτείες, το Ασάμ, την Κέραλα και το Ταμίλ Νάντου, καθώς και στην ενωσιακή επικράτεια του Ποντιτσερί. Στις δύο πρώτες διαφαίνεται η επικράτηση του κυβερνώντος σε κεντρικό επίπεδο ινδουιστικού εθνικιστικού κόμματος, Μπαρατίγια Τζανάτα και των εταίρων του, ενώ στην Κέραλα προβλέπεται επανεκλογή του Ινδικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μαρξιστικού).

Ωστόσο, τα βλέμματα είναι στραμμένα κυρίως στη Δυτική Βεγγάλη, όπου η μάχη μεταξύ των δύο βασικών διεκδικητών της εξουσίας μοιάζει αμφίρροπη. Ο πρώτος είναι το Μπαρατίγια Τζανάτα που για πρώτη φορά στην ιστορία του έχει αξιώσεις να κυβερνήσει την πολιτεία. Ο δεύτερος είναι το Τρίναμουλ Κογκρέσο (στο εξής “Τρίναμουλˮ), το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία τα τελευταία δέκα χρόνια, με αρχηγό του και πρωθυπουργό της πολιτείας την Μαμάτα Μπάνερτζι. Αν και πρόκειται για τοπικής εμβέλειας κόμμα, από τον χειμώνα του 2019-2020 έχει αναδυθεί στην πανεθνική ινδική πολιτική σκηνή, ως σημαντική αντιπολιτευτική δύναμη στην κυβέρνηση με βασικό κορμό το Μπαρατίγια Τζανάτα και πρωθυπουργό τον ηγέτη του, Ναρέντρα Μόντι. Τότε, πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις ενάντια στο νόμο για την ιθαγένεια και το εθνικό μητρώο πολιτών, διοργανώνοντας ογκώδεις διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα της πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης, Κολκάτα (πρώην Καλκούτα).

Φωτογραφία του συγγραφέα Δεκέμβριος 2019 

Πώς η Μαμάτα Μπάνερτζι ανέτρεψε την κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου

Μετά από είκοσι έξι χρόνια στο κόμμα του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου (στο εξής “Κογκρέσοˮ) η Μπάνερτζι αποχώρησε, και μετά από διάσπαση του Κογκρέσου στη Δυτική Βεγγάλη, ίδρυσε το Τρίναμουλ το 1998. Ο βασικός της στόχος ήταν να δώσει τέλος στην κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου, με κορμό το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαρξιστικό) , στο εξής “ΚΚΙ(Μ)ˮ. Το 1990, ούσα ακόμα στο Κογκρέσο, είχε δεχθεί αιματηρή επίθεση από φερόμενο οπαδό του ΚΚΙ(Μ) την στιγμή που ηγείτο πορείας στη νότια Κολκάτα.

Το Τρίναμουλ υπήρξε εταίρος στην κεντρική κυβέρνηση του Ατάλ Μπιχάρι Βατζπάυ (1998-2004) με κορμό το Μπαρατίγια Τζανάτα, ενώ η ίδια η Μπάνερτζι είχε καταλάβει υπουργικές θέσεις. Κατηγορείται, έκτοτε, από την Αριστερά για το ότι δεν απέσυρε το κόμμα της από την κυβέρνηση αμέσως μετά το αντι-μουσουλμανικό πογκρόμ στη Γκουτζαράτ το 2002, επί πρωθυπουργίας Μόντι στην πολιτεία.

Στο περιφερειακό επίπεδο, εκεί που ήταν και η βασική στόχευσή της, εδραιώθηκε σταδιακά ως η κύρια αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου. H παρουσία της Μαμάτα Μπάνερτζι και του κόμματός της Τρίναμουλ στο πολιτικό σκηνικό της Δυτικής Βεγγάλης έγινε ιδιαίτερα αισθητή την περίοδο 2006-7, όταν πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό των χωρικών ενάντια στις υφαρπαγές αγροτικής γης από την κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου, προς όφελος μεγάλων ιδιωτικών βιομηχανικών επενδύσεων.

Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη από αυτές αφορούσε τη δημιουργία αυτοκινητοβιομηχανίας του ομίλου Τάτα κοντά στην κωμόπολη Σινγκούρ, λίγο βόρεια της Κολκάτα. Η κυβέρνηση προχώρησε στην απαλλοτρίωση αγροτικής γης για τη χωροθέτηση του εργοστασίου. Η Μαμάτα Μπάνερτζι κινητοποίησε τους εκτοπισμένους αγρότες και μικροϊδιοκτήτες γης, κάνοντας μάλιστα είκοσι έξι μέρες απεργία πείνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Λόγω των εντεινόμενων κινητοποιήσεων που εμπόδιζαν την ολοκλήρωση της κατασκευής του εργοστασίου στην περιοχή, το οποίο εν τω μεταξύ φρουρείτο από την αστυνομία, ο όμιλος Τάτα αποφάσισε τελικά να αποσυρθεί από την περιοχή. Μετεγκαταστάθηκε το 2008 στην πολιτεία Γκουτζαράτ του οποίου πρωθυπουργός από το 2001 έως το 2014 ήταν ο Μόντι, δίνοντας γη και ύδωρ στο βιομηχανικό κεφάλαιο που ήθελε να επενδύσει στην πολιτεία.

Η δεύτερη περίπτωση αφορούσε τη μετατροπή της αγροτικής έκτασης κοντά στο χωριό Νάντιγκραμ, νοτιοδυτικά της Κολκάτα, στον κόλπο της Βεγγάλης, σε Ειδική Οικονομική Ζώνη όπου θα δραστηριοποιούνταν χημική βιομηχανία του ομίλου Σαλίμ, ινδονησιακών συμφερόντων. Το Τρίναμουλ της Μπάνερτζι και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης υποστήριξαν και οργάνωσαν τον αγώνα των χωρικών ενάντια στην υφαρπαγή γης. Σύντομα, η περιοχή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης και η αντίσταση των ντόπιων μπλόκαρε στην πράξη τα σχέδια της κυβέρνησης. Η αιματηρή απάντηση των κρατικών δυνάμεων καταστολής στις 14 Μαρτίου 2007 κόστισαν τη ζωή σε τουλάχιστον δεκατέσσερις ανθρώπους από πυρά της αστυνομίας. Οι σκηνές της κυβερνητικής βίας στο Ναντιγκράμ αμαύρωσαν την εικόνα του ΚΚΙ(Μ) και παραμένουν βαθιά χαραγμένες στην πολιτική μνήμη της Δυτικής Βεγγάλης.

Όπως λέγεται συχνά, τα γεγονότα του Σινγκούρ και του Ναντιγκράμ αποτέλεσαν την αρχή του τέλους της κυβέρνησης του Αριστερού Μετώπου, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1977, και σηματοδότησαν την έλευση της Μαμάτα Μπάνερτζι στην εξουσία. Πράγματι, το Τρίναμουλ πέτυχε θριαμβευτική νίκη (Πίνακας 1) στις πολιτειακές εκλογές του 2011, ρίχνοντας την μακροβιότερη δημοκρατικά εκλεγμένη κομμουνιστική κυβέρνηση στον κόσμο. Η Μπάνερτζι εκλέχθηκε χρησιμοποιώντας αριστερή ρητορική, με το κόμμα της να διατείνεται ότι εκπροσωπεί τα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα. Βρήκε μάλιστα υποστήριξη από αρκετούς αριστερούς διανοούμενους και ανθρώπους γραμμάτων και των τεχνών που είχαν αποσύρει τη στήριξή τους από το ΚΚΙ(Μ).

(Πίνακας 1)
(Πίνακας 2)

Η άνοδος του Μπαρατίγια Τζανάτα στη Δυτική Βεγγάλη

Το Μπαρατίγια Τζανάτα, το εθνικιστικό κόμμα που κυβερνά την Ινδία από το 2014, παρέμενε στη Δυτική Βεγγάλη περιθωριακή πολιτική δύναμη μέχρι τουλάχιστον το 2016. Στις πολιτειακές εκλογές του 2011 και 2016 είχε λάβει μόλις το 4,1% και 10,2% των ψήφων αντίστοιχα (Πίνακας 1). Στις εθνικές βουλευτικές εκλογές του 2019, όμως, αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του σε δεύτερη δύναμη στην πολιτεία, δεδομένου και του εκλογικού καταποντισμού του ΚΚΙ(Μ), συγκεντρώνοντας το 40,6% των ψήφων. (Πίνακας 2)

Η εκλογική αυτή άνοδος του Μπαρατίγια Τζανάτα αποτυπώνει την αυξανόμενη ιδεολογική επιρροή και οργανωτική δύναμη του τόσο στο εθνικό όσο και στο περιφερειακό επίπεδο. Θα μπορούσαν να αναφερθούν τέσσερις βασικοί λόγοι που εξηγούν αυτή την άνοδο. Πρώτον, τμήμα των ψηφοφόρων της Δυτικής Βεγγάλης, όπως και αλλού, έλκονται από την εμβληματική φυσιογνωμία του πρωθυπουργού Μόντι. Δεύτερον, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης (εθνικής και τοπικής εμβέλειας) ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από το κυβερνών κόμμα, συνεπώς καλλιεργούν μια εξιδανικευμένη εικόνα για το ίδιο και ειδικά για τον Μόντι. Τρίτον, το Μπαρατίγια Τζανάτα έχει δαπανήσει υπέρογκα χρηματικά ποσά για την εξάπλωση της κομματικής του βάσης στην πολιτεία, καθώς και την προβολή και διαφήμισή του στα κοινωνικά δίκτυα. Τέταρτον, επωφελείται από την οργανωτική δουλειά της μητρικής οργάνωσης του, του ακροδεξιού Ραστρίγια Σουαγιαμσέβακ Σανγκ (RSS). Είναι ενδεικτικό ότι τα τελευταία οκτώ χρόνια η οργάνωση έχει διπλασιάσει τα τοπικά παρακλάδια της, που πλέον έχουν ανέλθει στα χίλια οχτακόσια και έχουν εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της πολιτείας. Σε αυτά τα κέντρα, γίνεται εκπαίδευση εθελοντών που συνδυάζει ιδεολογική κατήχηση, καθημερινή σωματική άσκηση και εξάσκηση σε πολεμικές τέχνες. Την ίδια στιγμή, οι θυγατρικές οργανώσεις του Ραστρίγια Σουαγιαμσέβακ Σανγκ προσφέρουν πολύπλευρες υπηρεσίες σε κοινοτικό επίπεδο. Όπως και σε άλλες περιοχές της Ινδίας, λειτουργούν μαθησιακά κέντρα και μικρές ιατρικές δομές, προπαγανδίζοντας παράλληλα τα πατριωτικά και θρησκευτικά ιδεώδη.

Ινδουιστικός εθνικισμός εναντίον πλουραλιστικού τοπικισμού

Για το Μπαρατίγια Τζανάτα η ιδεολογία που πρεσβεύει είναι ξεκάθαρη και δεν είναι άλλη παρά αυτή της χιντούτβα. Πάγια στρατηγική του είναι η προσπάθεια συνένωσης όλων των Ινδουιστών (δηλ. του 70% του πληθυσμού στη Δυτική Βεγγάλη) παρά τις διακριτές διαφορές τους βάσει κάστας και κοινωνικής τάξης, ενάντια στην υποτιθέμενη μουσουλμανική απειλή.

Αντίθετα, το Τρίναμουλ με κύριο σύνθημα που συνοψίζεται στο “Μητέρα, Μητέρα Πατρίδα και Λαόςˮ (MaMatiManush) δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εκφράζει κάποια συγκεκριμένα ιδεολογία. Μιας και κεντρικό στοιχείο της ρητορικής του είναι η ενότητα Ινδουιστών-Μουσουλμάνων και η έμφαση στην κοινή τους βεγγαλέζικη κουλτούρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρεσβεύει έναν προοδευτικό συμπεριληπτικό τοπικισμό.

Οι δυνάμεις του ινδουιστικού εθνικισμού έκαναν πιο ορατή την παρουσία τους στη δημόσια πολιτική ζωή της πολιτείας το 2017. Από τότε και κάθε χρόνο διοργανώνουν τον ετήσιο εορτασμό του Ραμ Ναβάμι, που παλιότερα δεν ήταν καθόλου δημοφιλής. Γιορτάζεται εν είδει μιλιταριστικής πομπής, όπου οι συμμετέχοντες κρατούν διάφορα όπλα, όπως σπαθιά. Σε ορισμένες περιοχές οι πομπές αυτές κατέληξαν σε βίαιες συγκρούσεις όταν προκλητικά περνούσαν από μουσουλμανικές γειτονιές. 

Σε απάντηση των επιθετικών Ραμ Ναβάμι, το Τρίναμουλ άρχισε να διοργανώνει τα αντίστοιχα δικά του με πιο μετριοπαθή χαρακτηριστικά. Επίσης, η Μπάνερτζι έδωσε γενναίες επιχορηγήσεις στις τοπικές λέσχες που διοργανώνουν το ετήσιο δημοφιλές βεγγαλέζικο ινδουιστικό φεστιβάλ Ντούργκα Πούτζα. Στις προεκλογικές ομιλίες της απαγγέλει σανσκριτικά μάντρας και έχει δηλώσει ότι είναι Ινδουίστρια Βραχμάνος. Με όλους τους παραπάνω τρόπους προσπαθεί να συγκρατήσει στους κόλπους του κόμματός της τους Ινδουιστές ψηφοφόρους.

Παράλληλα, η Μπάνερτζι επιδιώκει να έχει με το μέρος της και την μουσουλμανική κοινότητα. Σε δημόσιες εμφανίσεις της έχει κάνει τις χαρακτηριστικές προσευχές (ναμάζ) και έχει φορέσει ρούχα που παραπέμπουν σε μουσουλμανική ενδυμασία. Κατά τη διάρκεια της Ντούργκα Πούτζα του 2017, απαγόρευσε τους εορτασμούς για μια μέρα, την 1η Οκτωβρη καθώς συνέπιπταν με το μουσουλμανικό Μουχάραμ. Για τη στάση της αυτή έχει δεχθεί επικρίσεις από στελέχη του Μπαρατίγια Τζανάτα που έχουν επανειλημμένως υποστηρίξει ότι η Μπάνερτζι καλοπιάνει τους Μουσουλμάνους και ότι “ισλαμοποιεί” τη Δυτική Βεγγάλη, καθώς και ότι υποθάλπτει την ισλαμική τρομοκρατία και την μετανάστευση από το γειτονικό Μπαγκλαντές.

Πέρα από τις παραπάνω επικρίσεις από την ινδουιστική δεξιά , της ασκείται επιπλέον κριτική ότι η υπεράσπιση της μουσουλμανικής κοινότητας είναι περισσότερο συμβολική και ψηφοθηρική. Σύμφωνα με έρευνες, στις εθνικές εκλογές του 2019, το Τρίναμουλ βάσισε τη νίκη του κατά κύριο λόγο στη μουσουλμανική ψήφο, καθώς είχε πολλές διαρροές της ινδουιστικής ψήφου προς το Μπαρατίγια Τζανάτα. Παρότι κατά τη διακυβέρνησή της έχει προσφέρει ορισμένες παροχές, στοχευμένες σε κομμάτια της μουσουλμανικής κοινότητας (π.χ. μικρά επιδόματα σε ιμάμηδες και μουεζίνηδες, υποτροφίες σε μουσουλμάνους μαθητές, ποδήλατα σε μαθήτριες που φοιτούν σε μαντράσα), είναι γεγονός ότι δεν έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου συνολικά της μουσουλμανικής κοινότητας η οποία, όπως και αλλού στην Ινδία, είναι από τις πλέον περιθωριοποιημένες και φτωχές.

Η στρατηγική προσεταιρισμού και των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων, φαίνεται να έχει για την Μπάνερτζι πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Από τη μια, της δίνει τη δυνατότητα να προσβλέπει σε ψήφους από το σύνολο του εκλογικού σώματος, σε αντίθεση με το Μπαρατιγια Τζανατα που προσβλέπει κυρίως στο 70% των ινδουιστών ψηφοφόρων. Από την άλλη, όταν δείχνει να ταυτίζεται με την ινδουιστική κοινότητα αυτό μπορεί να δημιουργεί δυσαρέσκεια στη μουσουλμανική και, αντίστοιχα, η όποια υποστήριξη υποθέσεων της μουσουλμανικής κοινότητας, δημιουργεί αποστροφή σε κομμάτια της ινδουιστικής κοινότητας που τελικά είναι πιθανό να στραφούν στο Μπαρατίγια Τζανάτα.

Παρότι το Τρίναμουλ δηλώνει κοσμικό κόμμα, είναι φανερό ότι στοχεύει στο θρησκευτικό αίσθημα για να ασκήσει πολιτική. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Στην Ινδία, η έννοια της εκκοσμίκευσης, όπως έχει επικρατήσει, παρουσιάζει μια ιδιοτυπία. Δεν σημαίνει τόσο τη διάκριση κράτους και θρησκείας, όσο ότι όλες οι θρησκείες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ισότιμες από το κράτος.

Η σημασία των πολιτικών κάστας

Εκτός από τις θρησκευτικές κοινότητες, τα δύο πολιτικά κόμματα ανταγωνίζονται και στον προσεταιρισμό των διαφορετικών καστικών ομάδων και κοινοτήτων. Αν κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Αριστερού Μετώπου οι πολιτικές που ασκούνταν και η προεκλογική ρητορική είχε επίκεντρο την κοινωνική τάξη, επισκιάζοντας έτσι τις καστικές ταυτότητες, με την άνοδο των Τρίναμουλ και Μπαρατίγια Τζανάτα τα θέματα κάστας βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο.

Και τα δύο κόμματα προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια όλων των καστών, από τις υψηλότερες μέχρι τις κατώτερες (λ.χ. τους Ντάλιτ ή “ανέγγιχτους”). Καταρχήν, θέλουν να είναι αρεστά στους διανοητικούς κύκλους της Κολκάτα που απαρτίζονται κυρίως από Βραχμάνους και άλλες υψηλές κάστες και έχουν παραδοσιακά την ηγεμονία στη βεγγαλέζικη κοινωνία. Η Μαμάτα Μπάνερτζι, επιπλέον, έχει ενισχύσει οικονομικά τους φτωχούς Βραχμάνους ιερείς που εργάζονται στα αποτεφρωτήρια.

Για να πετύχουν τη συστράτευση των κατώτερων καστών, τα κόμματα επιδίδονται σε παροχολογία. Το Μπαρατίγια Τζανάτα έχει προσπαθήσει να προσεταιριστεί κομμάτι της πολυπληθούς κοινότητας των Ναμασούντρα (Ινδουιστές υπο-κάστας Ντάλιτ, πρόσφυγες από το Μπαγκλαντές) με την υπόσχεση να τους δώσει ινδική ιθαγένεια. Από την άλλη, η Μαμάτα Μπάνερτζι τους έχει ήδη χαρίσει τίτλους ιδιοκτησίας γης, ενώ υπόσχεται και περισσότερους. Επιπλέον, διατείνεται ότι έχει βελτιώσει την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των κατώτερων καστών και έχει δώσει υποτροφίες σε φοιτητές που προέρχονται από αυτές.

Και τα δύο κόμματα φροντίζουν να τοποθετούν μέλη τους που προέρχονται από τις χαμηλότερες κάστες σε κομματικές και (στην περίπτωση του Τρίναμουλ) κυβερνητικές θέσεις. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η “συμβολική εκπροσώπηση” των “υποδεέστερων” στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Για παράδειγμα , το Μπαρατίγια Τζανάτα έχει ορίσει ως αρχηγό του κόμματος στη Δυτική Βεγγάλη, τον Ντιλίπ Γκος, ο οποίος προέρχεται από τις πλέον καταπιεσμένες κάστες. Για να υπερκεράσει το Μπαρατίγια Τζανάτα, η Μπάνερτζι έχει διορίσει κομματικά στελέχη που προέρχονται από τις χαμηλές κάστες σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις. Τέλος, ίδρυσε τον περασμένο Σεπτέμβρη την “Ακαδημία Λογοτεχνίας Ντάλιτ” και διόρισε ως διευθυντή της επιφανή Ντάλιτ συγγραφέα.

Η προεκλογική εκστρατεία των δύο κομμάτων

Το Μπαρατίγια Τζανάτα διεξάγει μια πολυδάπανη και εντυπωσιακή προεκλογική εκστρατεία. Τα ηνία της έχουν πάρει οι κορυφαίοι ηγέτες του κόμματος, Μόντι και Αμίτ Σα (Amit Sah), παραγκωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα τοπικά στελέχη, αφού θεωρείται πως κανένα από αυτά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη δημοφιλία της Μαμάτα Μπάνερτζι. Η προεκλογική εκστρατεία του Τρίναμουλ, άλλωστε, έχει χτιστεί γύρω από το πρόσωπο της χαρισματικής Μπάνερτζι. Οι ψηφοφόροι καλούνται να εμπιστευτούν ξανά την “δική τους κόρη από τη Βεγγάλη” (BanglaNijerMeyekiChay”). Η ίδια ρητορική αντιμετωπίζει το Μπαρατίγια Τζανάτα ως ξένο προς το βεγγαλέζικο πολιτισμό, παίζοντας έτσι το χαρτί του τοπικισμού.

Εκτός από τον σκληροπυρηνικό γιόγκι Αντινιανάθ, που δήλωσε ότι, αν το Μπαρατίγια Τζανάτα, εκλεγεί τότε οι νόμοι για την προστασία της αγελάδας και για την αποτροπή της υποτιθέμενης “τζιχάντ του έρωταˮ θα εφαρμοστούν και στη Δυτική Βεγγάλη, οι λοιποί επικεφαλής του κόμματος εστίασαν περισσότερο σε θέματα ανάπτυξης και οικονομίας, αποφεύγοντας την θρησκευτική πόλωση. Ο μεν Μόντι υποσχέθηκε αναπτυξιακά έργα, νέες υποδομές και θέσεις εργασίας, ο δε Σα υποσχέθηκε συγκεκριμένες οικονομικές παροχές στους αγρότες, άνθηση του τουρισμού στην περιοχή, ενώ δήλωσε ότι ο νόμος για την ιθαγένεια θα εφαρμοστεί με το πέρας του εμβολιασμού του πληθυσμού για την Covid-19. Παράλληλα, και οι δύο κατηγόρησαν τη Μπάνερτζι για κακοδιαχείριση οικονομικών πόρων και για υψηλά επίπεδα διαφθοράς στην πολιτεία.

Φωτογραφία του συγγραφέα Οκτώβριος 2019

Στο άλλο στρατόπεδο, η Μπάνερτζι υπενθύμισε στους ψηφοφόρους της τα προνοιακά προγράμματα που έχει εκπονήσει. Υποσχέθηκε κι αυτή με τη σειρά της δημιουργία θέσεων εργασίας, ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος, αύξηση του κατώτατου μισθού και διπλασιασμό των παροχών για την παιδεία και την υγεία.

Η εκλογική συμμαχία ΚΚΙ(Μ)-Κογκρέσου και Ινδικού Κοσμικού Μετώπου

Όπως και στις πολιτειακές εκλογές του 2016 το ΚΚΙ(Μ) κατεβαίνει και τώρα μαζί με το Κογκρέσο. Τα δύο κόμματα μάχονται, στην πιο απαισιόδοξη περίπτωση απλά για την πολιτική τους επιβίωση, ενώ στην πιο αισιόδοξη, επιχειρούν να αποτελέσουν ένα τρίτο πόλο στο δίπολο Τρίναμουλ-Μπαρατίγια Τζανάτα. Σύμμαχο σε αυτή τους την προσπάθεια έχουν βρει το νέο-ιδρυθέν κόμμα του Ινδικού Κοσμικού Μετώπου (στο εξής “ΙΚΜˮ). Το τελευταίο έχει ως ηγέτη του τον μουσουλμάνο κληρικό Αμπάς Σιντίκι. Παρότι στις ομιλίες του υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων, τόσο Ινδουιστών όσο και Μουσουλμάνων , κάτι που ευθυγραμμίζεται με την αριστερή ρητορική, δέχεται κριτική ότι έχει κατά καιρούς εκφράσει άκρως συντηρητικές θέσεις και θεωρείται ότι ο χαρακτηρισμός του κόμματος του ως “κοσμικού” είναι μόνο κατ’ ευφημισμό.

Η συμμαχία του ΚΚΙ(Μ) με το ΙΚΜ, δεδομένης της μεγάλης επιρροής του Σιντίκι, στοχεύει στην προσέλκυση ψήφων από τους δυσαρεστημένους με το Τρίναμουλ Μουσουλμάνους. Η συμμαχία αυτή επικρίνεται αφενός ως ευκαιριακή, αφετέρου ασκείται η κριτική ότι με αυτή του την επιλογή το ΚΚΙ(Μ), παρότι αταλάντευτα κοσμικό κόμμα, προσπαθεί να κερδίσει από τις θρησκευτικές διαφορές.

Το ΚΚΙ(Μ), όμως, με αυτή τη συμμαχία φαίνεται πως έχει και έναν επιπλέον στόχο. Ποντάρει στη μεγαλύτερη δυνατή φθορά του Τρίναμουλ, κρίνοντας ότι αν αυτό τελικά χάσει την εξουσία δεν αποκλείεται να διαλυθεί, αφού το θεωρεί καιροσκοπικό κόμμα . Σε αυτό το ενδεχόμενο, το ΚΚΙ(Μ) ελπίζει ότι θα μπορέσει να συσπειρωθεί και να εδραιωθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση στο Μπαρατίγια Τζανάτα, με στόχο τη μελλοντική ανατροπή του.

Για αυτή του την στάση έχει επικριθεί από το ΚΚΙ(Μ-Λ), το οποίο σε πρόσφατη ανακοίνωσή του υποστηρίζει ότι το Μπαρατίγια Τζανάτα είναι μακράν πιο επικίνδυνο από το Τρίναμουλ και δηλώνει ότι η μάχη πρέπει να γίνει κυρίως ενάντια στο πρώτο. Τη λογική αυτή φαίνεται πως ενστερνίζονται και πρωτοβουλίες πολιτών που κάνουν δυναμική εκστρατεία με βασικό σύνθημα το “καμία ψήφος στο Μπαρατίγια Τζανάταˮ.

Το ΚΚΙ(Μ) όμως υπεραμύνεται της θέσης του, αφού θεωρεί το Τρίναμουλ και προσωπικά την Μπάνερτζι άσπονδο εχθρό. Πρώτον, την κατηγορεί ότι κατά τη διακυβέρνησή της έχει επιβάλει καθεστώς τρόμου και βίας ενάντια δράση των στελεχών του ΚΚΙ(Μ). Μάλιστα υποστηρίζει ότι πάνω από διακόσια στελέχη του έχουν δολοφονηθεί. Δεύτερον, πιστεύει ότι το Τρίναμουλ είναι αυτό που άνοιξε το δρόμο για την είσοδο του Μπαρατίγια Τζανάτα στο πολιτικό σκηνικό της Δυτικής Βεγγάλης. Όχι μόνο γιατί κατάφερε να αποδυναμώσει το ΚΚΙ(Μ) που αποτελούσε φυσικό ανάχωμα στις δυνάμεις του ινδουιστικού εθνικισμού, αλλά και γιατί η αναμόχλευση της καστικής και θρησκευτικής ταυτότητας από πλευράς Τρίναμουλ, θα βρει μοναδικό κερδισμένο το Μπαρατίγια Τζανάτα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Θρίαμβος Μόντι στην Αγιόντια: Κινδυνεύει η Ινδία να γίνει θεοκρατικό κράτος;

Η ενέργεια σηματοδοτεί τη de facto υιοθέτηση του Ινδουισμού ως επίσημης θρησκείας παρόλο που το σύγχρονο ινδικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω στον πυλώνα της εκκοσμίκευσης.
ΣΥΝΑΦΗ

Ο καιρός σήμερα: Επιμένει η σκόνη, μποφόρ στο Αιγαίο

Το μεγάλο «Όχι» του 2004: Η δεύτερη επανάσταση των Κυπρίων

Το μήνυμα του εκπροσώπου της Χαμάς για τις 200 μέρες πολέμου

Νέο πρόβλημα με αεροσκάφος της Boeing στο Γιοχάνεσμπουργκ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα